Τετάρτη 9 Ιουλίου 2008

ΕΛΠ 10 εργ.2η Το γλωσσικό ζήτημα


ΑΡΓΥΡΗΣ ΗΛΙΑΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
Πρόγραμμα Σπουδών: ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Θεματική Ενότητα: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ
Ακαδ. Έτος: 2007-2008
Όνομα Καθηγητή: ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΙΩΑΝΝΗΣ
«Εις ποίαν δεινήν άγνοιαν και πλάνην ευρίσκονται όσοι δια την ατέλειαν της κοινής γλώσσης προτιμώσι να γράφωσιν Ελληνικά, ήγουν εις γλώσσαν, ήτις έπαυσεν προ πολλού να λαλήται και εις την οποίαν, και όταν ακόμα ελαλείτο, ήταν τόσο ολίγοι οι γράφοντες καλώς….Ας καταγινώμεθα όλοι εις την μετά λογισμού διόρθωσιν της κοινής του γένους γλώσσης, της οποίας η τελείωσις κρέμεται από την εκλογήν των νοημάτων, από την εκλογήν των λέξεων και από την έντεχνον αυτών σύνθεσιν και συμπλοκήν» (Αδ. Κοραή, Στοχασμοί αυτοσχέδιοι περί της ελληνικής παιδείας και γλώσσης)

«Όμως όχι μίαν φοράν, αλλά πολάκις ήλεγξα τους νομοθετούντας αυτογνωμόνως τα περί γλώσσης, κατέκρινακαι τον άκρον αυτής εξελληνισμόν…….και τον ολοτελή χυδαϊσμόν……. Κι έκρινα ότι η μέση τούτων οδός ήταν η μόνη ισονομική οδός, ικανή να ευχαριστήση όλα του έθνους τα μέλη» (Αδ. Κοραή, Επιστολή προς «Λόγιον Ερμήν».

«Σοφολογιώτατος: Εγώ δεν λέγω να γράφουμε καθαυτό ελληνικά, αγκαλά (αν και) έπρεπε να κάνουμε χίλιες ευχές για να ξαναζήσουν εκείνα τα λόγια.
Ποιητής: Οι ευχές όπου κάνω είναι για να ξαναζήση η σοφία, και η σοφία δεν θέλει ξαναζήση ποτέ όσο γράφετε με τον τρόπο τον εδικόν σας.
Σοφολογιώτατος: Και ποίος ημπορεί να μου εμποδίση να διορθώσω , καθώς θέλει ο Κοραής, τες λέξεις μας με τα σχήματα της παλαιάς;
Ποιητής: Για ποίο δίκαιο θέλεις να κάμεις τέτοια διόρθωση;
Σοφολογιώτατος: Γιατί η διόρθωση μιας γλώσσας νέας πρέπει να γίνη με την οδηγία της μητρός της. Όλη η Ελλάδα λέγει μάτι, εμείς πρέπει να διορθώσουμε και να πούμε ομμάτιον» (Διον. Σολωμός, Διάλογος)

Σας δίνονται τα παραπάνω αποσπάσματα από το έργο του Αδ. Κοραή και του Διον. Σολωμού αντίστοιχα. Με βάση τα αποσπάσματα αλλά και τις γνώσεις σας από το 4ο κεφάλαιο του Α’ τόμου της «Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό» του ΕΑΠ, σε οκτώ δακτυλογραφημένες σελίδες

Α. Να εντοπίσετε τα τρία κυρίαρχα ρεύματα σχετικά με το γλωσσικό ζήτημα, τα οποία περιέχονται στα παραπάνω αποσπάσματα (με αναφορές στο κείμενο).
Β. Να ανιχνεύσετε την αφετηρία του γλωσσικού ζητήματος στην αρχαιότητα.
Γ. Να εξηγήσετε μέσα από ποιες εξελίξεις προέκυψαν οι τρεις μορφές της ελληνικής γλώσσας, οι οποίες χρησιμοποιούνταν στα χρόνια της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕΛ. 3
ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ ΣΕΛ. 4
Α. Να εντοπίσετε τα τρία κυρίαρχα ρεύματα σχετικά με το γλωσσικό ζήτημα,
τα οποία περιέχονται στα παραπάνω αποσπάσματα
(με αναφορές στο κείμενο). ΣΕΛ. 4
Β. Να ανιχνεύσετε την αφετηρία του γλωσσικού ζητήματος στην αρχαιότητα. ΣΕΛ. 6
Γ. Να εξηγήσετε μέσα από ποιες εξελίξεις προέκυψαν οι τρεις μορφές
της ελληνικής γλώσσας, οι οποίες χρησιμοποιούνταν στα χρόνια της
ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους. ΣΕΛ. 8
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΣΕΛ. 10
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΕΛ. 11
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στην ελληνική «γλώσσα αναπτύχθηκαν για πρώτη φορά έννοιες θεμελιώδεις για τον δυτικό πολιτισμό (όπως: ιστορία, θεωρία, φιλοσοφία, …δημοκρατία, πολιτική, διάλογος, ποίηση, πρόβλημα, θέση), οι οποίες παρέμειναν σε χρήση σε όλες τις περιόδους της και σε όλες τις μορφές της (γραπτή, προφορική, επίσημη, λογοτεχνική, λαϊκή) (Ι. Βούρτσης, «Εισαγωγή στην έννοια του πολιτισμού», στο Ι. Βούρτσης κ.α., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τόμος Α’, ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σ. 247). Είναι μια γλώσσα με μοναδική ιστορική συνέχεια και ενότητα όπου οι διαδοχικές μεταβολές στο πέρασμα του χρόνου δεν επηρέασαν τη συνοχή της δομής και το λεξιλόγιό της, σε αντίθεση με το «έπεα πτερόεντα = λόγια που πετούν και φεύγουν».
«Η ουσία του ανθρωπισμού περνάει κατά τον Herder μέσα από την ιστορία των λαών και των εποχών αποκαλύπτοντας ο κάθε λαός την ιδιαιτερότητα του στην ποίηση και στην Γλώσσα» (Γεωργούλη Δ.Κ., Φιλοσοφία της Ιστορίας, Αθήνα 1993, Παπαδήμα σ.128).
Κάθε λαός λοιπόν βρίσκει έναν ιδιαίτερο δρόμο για να φτάσει στον ανθρωπισμό, και εμείς ευελπιστούμε να τον βρούμε, μια και τον χάσαμε ουκ ολίγες φορές. Βλέποντας τη γλώσσα ως καταλύτη ανέλιξης και ανύψωσης του ανθρώπου, από το επίπεδο της βιολογικής ύπαρξης προς τον ανθρωπισμό, και παραλληλίζοντάς την (την γλώσσα), με την ιδιωτική χρήση του λόγου που κάνει ο άνθρωπος, όταν είναι ‘μέρος ενός μηχανισμού’ δηλαδή όταν έχει ενεργό ρόλο να παίζει στην κοινωνία, παρατηρούμε την υπεραξία που αποκτά αυτό το δίδυμο άνθρωπος-λόγος. Μια υπεραξία που υπερβαίνει τα απλά αθροίσματα, δημιουργώντας κοινό αγαθό, που αγγίζει την ύβρη του Νίτσε «όλα τα μεγάλα, όλα τα ωραία πράγματα δεν μπορούν ποτέ να είναι κοινό αγαθό» (Νίτσε, Το μέλλον των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μας, 1998α, σελ. 50). Το κοινό αγαθό γίνεται απευθείας δημόσιο αγαθό, και είναι προϊόν του λειτουργήματος, όταν ο λόγος καθίσταται αξία της κοινωνίας, όταν υπάρχει ελεύθερη χρήση του χωρίς να υπόκεινται και να εξυπηρετεί συγκεκριμένους σκοπούς. Οι κοινωνοί αυτού του ελεύθερου λόγου συλλογίζονται ελεύθερα, όχι σαν μέρος ενός μηχανισμού αλλά σαν μέλος της ανθρωπότητας, με ελεύθερη και δημόσια χρήση του λόγου. Ίσως έτσι δούμε το «φως του Αιγαίου», το διαφωτισμό, -υπερβαίνοντας τις διαδικασίες που εξασφαλίζουν προσωπική ελευθερία σκέψης - ανερχόμαστε σε καθολική ελεύθερη και δημόσια χρήση του λόγου. Αυτό είναι «φως» από το λόγο, όταν η ανθρωπότητα χρησιμοποιεί τον δικό της λόγο, χωρίς να υπόκεινται σε καμία εξουσία.
Ο φόβος για το άγνωστο φέρνει τις κοινωνίες να κλείνονται στον εαυτό τους. Αντιδρούν στην αναζήτηση καινούργιων τρόπων έκφρασης αντιδρούν στο μέλλον, είναι κοινωνίες νεκρών ιδεών, κοινωνικά απολιθώματα αποτυχημένων ασφαλιστικών μεταρρυθμίσεων, γεννημένοι συνταξιούχοι. Είναι κοινωνίες αντιπάλων και όχι ομάδων, είναι κοινωνίες προσδιορισμών και ‘όσο το προσδιορίζουν - το γλωσσικό θέμα - τόσο το περιορίζουν’.
Σεβόμενοι αυτή την αρχή, θα αναφερθούμε προσεχτικά στα τρία κυρίαρχα ρεύματα σχετικά με το γλωσσικό ζήτημα (αρχαϊσμός, καθαρευουσιανισμός, δημοτικισμός), τα οποία περιέχονται στα αποσπάσματα, και θα εξηγήσουμε μέσα από ποιες προθέσεις, εξελίξεις, και διαδικασίες προέκυψαν οι τρεις μορφές της ελληνικής γλώσσας απ’ το ξεκίνημα της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους, όπου και θα εστιάσουμε στους «περιοδικούς νικητές».
Στην συνέχεια και στη χρονική πορεία της γλώσσας, θα ανιχνεύσουμε την αφετηρία του γλωσσικού ζητήματος στην αρχαιότητα με τον «Αττικισμό» του 1ου π.Χ., αιώνα με αποτέλεσμα τη διάσπαση της τότε ελληνικής γλώσσας, σε γραπτό λόγο (κλασσική αττική γλώσσα του 5ου π.Χ. αιώνα), και προφορικό λόγο (εξελιγμένη και απλουστευμένη μορφή Ελληνικής – Αλεξανδρινή Κοινή-).
Κοινό γνώρισμα δε όλων αυτών των ρευμάτων είναι η ρυθμιστική αντιμετώπιση του ζητήματος της γλώσσας, και η ύπαρξη θέσεων. Έτσι ξεκινά το πρόβλημα, όχι απ’ τις θέσεις τους, αλλά απ’ την στήριξη αυτών όπου «συστηματικά και μυωπικά αγνοήθηκε πάντοτε η μία ή η άλλη διάσταση της γλωσσικής μας επικοινωνίας» (Γ. Μπαμπινιώτη, «συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας», Αθήνα 1986, σελ.171), δεν έβλεπε ο ένας, τα καλά του άλλου.
“Πανηλιθιότατος: τιμή και δόξα στη λήθη”-“Ποιητής: την Κυριακή θα ακούσουμε την μπάντα!”
ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ
Α. Να εντοπίσετε τα τρία κυρίαρχα ρεύματα σχετικά με το γλωσσικό ζήτημα, τα οποία περιέχονται στα παραπάνω αποσπάσματα (με αναφορές στο κείμενο).
Β. Να ανιχνεύσετε την αφετηρία του γλωσσικού ζητήματος στην αρχαιότητα.
Γ. Να εξηγήσετε μέσα από ποιες εξελίξεις προέκυψαν οι τρεις μορφές της ελληνικής γλώσσας, οι οποίες χρησιμοποιούνταν στα χρόνια της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους.
Α. Να εντοπίσετε τα τρία κυρίαρχα ρεύματα σχετικά με το γλωσσικό ζήτημα, τα οποία περιέχονται στα παραπάνω αποσπάσματα (με αναφορές στο κείμενο).
«Η νέα ελληνική δεν είναι μια γλώσσα ολότελα νέα που προέρχεται από την αρχαία
ελληνική, είναι η σύγχρονη μορφή μιας γλώσσας που δεν είναι νεκρή, της ελληνικής»
(Tonnet, 1995, σ. 186). Ο προφορικός λόγος προηγήθηκε του γραπτού και είναι αυτός χρησιμοποιείται κατά κόρον. Όπως οι δρομείς μεγάλων αποστάσεων δημιουργεί ανάλογη εικόνα όπου προσαρμόζει και προσαρμόζεται στο περιβάλλον που καλείται να φανερωθεί. Λόγω επιρροών οι αλλαγές που παρατηρούμε στον προφορικό λόγο είναι σημαντικές, και προηγούνται κάθε φορά του γραπτού. Ο γραπτός με καθυστέρηση και ηθμούς αφομοιώνει τις αλλαγές με διαφορά φάσης. Ο προφορικός λόγος είναι ταυτισμένος με την κίνηση του σώματος και περιέχει την ένταση και την πληρότητα του νοήματος των λέξεων ταυτόχρονα με τα ιδιόρρυθμα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που τον χρησιμοποιούν. Η διαφορετικότητα λοιπόν, πότε από ουσία πότε από θέση, γίνεται κομμάτι του προφορικού λόγου και οι αλλαγές από γενιά σε γενιά δοκιμάζονται, και μένουν οι πιο ανθεκτικές στο χρόνο. Στην πορεία εξέλιξης της γλώσσας παρατηρούμε φωνητικές, φωνολογικές, μορφολογικές, συντακτικές, σημασιολογικές και λεξιλογικές μεταβολές, ενίοτε δε και ρατσιστικές έως φασιστικές θέσεις στην πορεία αυτή, και τούτο αποτελεί το δηλητήριο σε κάθε τι νέο.
Οι δημιουργικές αναζητήσεις εθνικής γλώσσας ερεθίζονται με την επί αιώνες «διγλωσσία» ενώ «δημιουργήθηκε σύγχυση από την επιμονή των διαφόρων παρατάξεων του γλωσσικού ζητήματος να χωρίζουν τα γλωσσικά φαινόμενα σε «σωστά» και «λάθος», αντί να μελετούν τη γλωσσική πραγματικότητα» (
Peter Mackridge, «Νεότερη Εποχή», ‘Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας’, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, επιμ. Μ. Ζ. Κοπιδάκης, Αθήνα 1999, σελ. 236), οι γλωσσικές δε αντιπαραθέσεις, έχουν ρίζες πέρα από γλωσσικά ζητήματα σε πολιτικό-θρησκευτικό επίπεδο, ενώ στο γλωσσικό ζήτημα διακρίνουμε τρία κυρίαρχα ρεύματα:
Α. H κλασικιστική άποψη θέλει αρχαία ελληνικά εδώ και τώρα, γλώσσα «ελληνική» όπως την έλεγαν, εννοώντας την αρχαιοελληνική
Γιατί είναι η μόνη καθαρή μορφή ελληνικών και δεν έχει φθορές από άλλες γλώσσες
«Σοφολογιώτατος: Εγώ δεν λέγω να γράφουμε καθαυτό ελληνικά, αγκαλά (αν και) έπρεπε να κάνουμε χίλιες ευχές για να ξαναζήσουν εκείνα τα λόγια.

Σοφολογιώτατος: Γιατί η διόρθωση μιας γλώσσας νέας πρέπει να γίνη με την οδηγία της μητρός της. Όλη η Ελλάδα λέγει μάτι, εμείς πρέπει να διορθώσουμε και να πούμε ομμάτιον» (Διον. Σολωμός, Διάλογος).
Ο Δ. Σολωμός δίνει τον γλωσσικό τόνο του 19ου αιώνα, τόσο με την προσωπικότητά του όσο και με το έργο του. Ο «Σοφολογιώτατος» ανήκει στο πρώτο ρεύμα, των λογίων και δασκάλων που επιθυμούν την επιστροφή στις ρίζες των αρχαίων ελληνικών. Με το συγκεκριμένο απόσπασμα του «Διαλόγου» σε φυσική γλώσσα κατ’ αυτόν και «χυδαία» ή «χυδαϊστική» κατά τους άλλους, «καταβαραθρώνεται και ο σχολαστικός δάσκαλος που περιφρονεί και πολεμά τη γλώσσα του λαού» (Γ. Κεχαγιόγλου, «Δ. Σολωμός και Επτανησιακή Λογοτεχνία» στο ‘Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας’, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, επιμ. Μ. Ζ. Κοπιδάκης, Αθήνα 1999, σελ. 253), ενώ η χρήση της λέξης «Σοφολογιώτατος» γίνεται για να τονίσει την ειρωνεία σε υπερθετικό βαθμό.
Β. H δεύτερη άποψη- καθαρεύουσα - αναγνωρίζει την ομιλούμενη ή κοινό ιδίωμα
Για τη σημασία της στη χρήση από το λαό και για την επιρροή της στη μέγιστη μάζα
αλλά επιθυμεί να την "καθαρίσει" και να την "βαπτίσει":
«Εις ποίαν δεινήν άγνοιαν και πλάνην ευρίσκονται όσοι δια την ατέλειαν της κοινής γλώσσης προτιμώσι να γράφωσιν Ελληνικά, ήγουν εις γλώσσαν, ήτις έπαυσεν προ πολλού να λαλήται και εις την οποίαν, και όταν ακόμα ελαλείτο, ήταν τόσο ολίγοι οι γράφοντες καλώς….Ας καταγινώμεθα όλοι εις την μετά λογισμού διόρθωσιν της κοινής του γένους γλώσσης, της οποίας η τελείωσις κρέμεται από την εκλογήν των νοημάτων, από την εκλογήν των λέξεων και από την έντεχνον αυτών σύνθεσιν και συμπλοκήν» (Αδ. Κοραή, Στοχασμοί αυτοσχέδιοι περί της ελληνικής παιδείας και γλώσσης)
«Πρόκειται για ένα προοδευτικό στην βάση του κίνημα συμβιβαστικού χαρακτήρος, που αποτελεί αντίδραση στον αρχαϊσμό και – από τη άποψη αυτή – απαρχή για μια προσέγγιση στον προφορικό λόγο. Είναι η πρώτη συνειδητή προσπάθεια απλουστεύσεως της επίσημης γλώσσας που περιβάλλεται με το κύρος μιας σπάνιας πνευματικής φυσιογνωμίας, του ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΥ ΚΟΡΑΗ (1748-1833)» (Γεωργίου Μπαμπινιώτη, «συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας», Αθήνα 1986, σελ. 167). Κατακεραυνώνει τον αρχαϊσμό απ’ τη μία, και επιζητεί τη διόρθωση της ομιλούμενης απ’ την άλλη, απαλλάσσοντάς την από τα τουρκικά δάνεια και με παρεμβάσεις στη φωνολογία, στη μορφολογία και στη σύνταξη με βάση τα αρχαϊστικά ή αρχαιότροπα πρότυπα. Με τον καθαρισμό όμως γίνεται η γραπτή γλώσσα όλο και πιο αρχαΐζουσα, όλο και πιο δύσκολη για μάθηση και αυτοπεριορίζεται ο προορισμός της. Στη συνέχεια δε επιτίθεται δριμύτατα στο άλλο στρατόπεδο της ομιλούμενης ή «χυδαίας» :
«Όμως όχι μίαν φοράν, αλλά πολάκις ήλεγξα τους νομοθετούντας αυτογνωμόνως τα περί γλώσσης, κατέκρινακαι τον άκρον αυτής εξελληνισμόν…….και τον ολοτελή χυδαϊσμόν……. Κι έκρινα ότι η μέση τούτων οδός ήταν η μόνη ισονομική οδός, ικανή να ευχαριστήση όλα του έθνους τα μέλη» (Αδ. Κοραή, Επιστολή προς «Λόγιον Ερμήν»,
για να καταλήξει ξανά στην πρόταση της «μέσης οδού» (καθαρεύουσας).
Γ. H τρίτη άποψη υποστηρίζει απερίφραστα την ομιλούμενη γλώσσα (λαλούμενη
νεοελληνική - δημοτική)
Σαν μόνη υποψήφια για την εθνική γλώσσα
Ποιητής: Οι ευχές όπου κάνω είναι για να ξαναζήση η σοφία, και η σοφία δεν θέλει ξαναζήση ποτέ όσο γράφετε με τον τρόπο τον εδικόν σας.
Σοφολογιώτατος: Και ποίος ημπορεί να μου εμποδίση να διορθώσω , καθώς θέλει ο Κοραής, τες λέξεις μας με τα σχήματα της παλαιάς;
Ποιητής: Για ποίο δίκαιο θέλεις να κάμεις τέτοια διόρθωση;
(Διον. Σολωμός, Διάλογος)
Ο ποιητής – έμμεσα ο Σολωμός – με την καθομιλουμένη της Ζακύνθου απαιτεί αυτά που του αξίζουν, τη γλώσσα του λαού και το δίκαιο της μη αυθαίρετης διόρθωσης. O Σολωμός - το εξώγαμο ενός Ζακυνθινού ευγενή - είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της Επτανησιακής Σχολής και επηρεάζει με το ποιητικό και το κριτικό του έργο αλλά και με τις γλωσσικές του επιλογές την πορεία των πνευματικών πραγμάτων του Ελληνισμού.
Γράφει ότι πρέπει κανείς να στηριχθεί στη γλώσσα της δημοτικής ποίησης, δηλαδή στη γλώσσα του λαού και ύστερα να υψωθεί κατακόρυφα και να προχωρήσει ως την τελειότητα, ενώ αναδεικνύει την εκφραστική και ποιητική δύναμη της δημοτικής γλώσσας. Γύρω του διαμορφώνεται ένας κύκλος λογίων που συμμερίζονται τις ποιητικές και γλωσσικές του απόψεις. Ταυτίζει τον αγώνα για τη γλώσσα με τον αγώνα για την ελευθερία, ενώ πιστεύει όπως η ελευθερία θα απαλλάξει το λαό από την πολιτική δουλεία, έτσι και η γλώσσα θα τον απαλλάξει από το πνευματικό σκοτάδι.
To ρεύμα των δημοτικιστών σαν προοδευτικό κίνημα θεμελιώθηκε επιστημονικά απ’ τον Γιάννη Ψυχάρη έλληνα γλωσσολόγο καθηγητή στο Παρίσι, αλλά απαξιώθηκε απ’ τη θέση του για επιβολή στη γλώσσα ορισμένων γενικών κανόνων, και ουσιαστικά ο Μ. Τριανταφυλλίδης ως επικεφαλής μιας ομάδας δημοτικιστών προώθησε την γραμματική της δημοτικής.
Β. Να ανιχνεύσετε την αφετηρία του γλωσσικού ζητήματος στην αρχαιότητα.
Η γλώσσα είναι όπως η τέχνη δεν χρειάζεται πατρίδα για να πορευτεί.
Απ’ το ξεκίνημα της Αλφαβήτου δεν δυσκολεύτηκε να απορροφήσει λέξεις που δεν χρησιμοποιούσε η ελληνική γλώσσα, και αυτό έδωσε μια εγγενή προδιάθεση αφομοίωσης
λέξεων και σημασίας απ’ τη μια και ευελιξίας απ’ την άλλη, κάτι που αποδεικνύει το αποτέλεσμα της ύπαρξής της μέχρι σήμερα, σε αντίθεση με τα Λατινικά που είναι μια καλή νεκρή νύφη, κατάλληλη για κινηματογραφικές δεξιώσεις ονειρικού κόσμου. Ταυτόχρονα δίνει ένα στίγμα πολιτισμού για την κάθε χρονική περίοδο της γλώσσας.
«Η ελληνική αλφαβητική γραφή εμφανίζεται στα τέλη του 8ου π.Χ. αιώνα και έκτοτε η ελληνική γλώσσα, προφορική ή γραπτή δημιουργεί μιαν αδιάσπαστη παράδοση ως την εποχή μας» (Ι. Βούρτσης, Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τόμος Α, ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σ. 247)
Οι Μυκηναίοι άφησαν μια ισχυρή επιβεβαίωση ότι μιλούσαν ελληνικά – στοιχείο ταυτότητας - μια και μεγάλος αριθμός προσώπων που αναφέρονται στις πινακίδες είναι αντρικά ή γυναικεία ονόματα ελληνικά «ονόματα δηλαδή με σημασία κατανοητή στην ελληνική γλώσσα», και η Γραμμική Β αν και νεοδημιούργητη γραφή «επινοήθηκε για να εξυπηρετήσει τις απαιτήσεις της ελληνικής γλώσσας» (John Chadwick, Ο Μυκηναϊκός κόσμος, Gutenberg, Αθήνα 1999, σελ. 114). Η αρχαϊκή πόλη όμως ήταν μια κοινωνία με άπειρες εφαρμογές της γραφής - χωρίς όρια για δημιουργία ενώ η ποιητική αλήθεια – έλξη ζωής για την αρχαϊκή κοινωνία - είναι γεννήτρια νέων ιδεών, τάσεων, θέσεων, εκφράσεων, κ.λ.π., και τότε η διαφορά μεροληπτεί λόγω αποτελέσματος κουλτούρας υπέρ της αρχαϊκής κοινωνίας. Και μεροληπτεί όσο η διαφορά του απείρου που είχαν οι εφαρμογές και χρήσεις της αλφαβήτου στην αρχαϊκή κοινωνία με οποιονδήποτε αριθμό ισχυρισθούμε ότι είχαν οι πεπερασμένες χρήσεις της Γραμμικής Β στην μυκηναϊκή κοινωνία.
Κίνητρο δημιουργίας του αλφαβήτου ήταν όχι μόνο οι αυξανόμενες ανάγκες για καλύτερη οργάνωση της εμπορικής δραστηριότητας αλλά ότι «…ανταποκρίνεται και σε άλλες βαθύτερες ανάγκες και ιδιαίτερα σ’ εκείνη της γραφής της ποίησης.» (Claude Mosse, Ο Μυκηναϊκός κόσμος, Gutenberg, Αθήνα 1999, σελ. 156), με τα έργα του Ομήρου όπου, «καμιά άλλη λογοτεχνία δεν πέρασε τόσο θριαμβευτικά στο στάδιο της γραφής με δύο τέτοια μεγαλοφυή ποιήματα» (Μ. Ι. Finley, Les ancients Grecs), «δύο έργων μιας μοναδικής διάνοιας που δούλεψε με βάση υλικά τα οποία είχαν διαδοθεί και τελειοποιηθεί προφορικά επί αιώνες» (Robin Osborn, H Γένεση στους Ελλάδας 1200- 479 π.Χ., Οδυσσέας, Αθήνα 2000, σελ. 29). Η γραφή λοιπόν βλέπουμε να αποτελεί την υψηλή τέχνη και για τις δύο εποχές μια υψηλή τέχνη όμως που όταν έγινε αντιληπτή απ’ τον πολίτη στην αρχαϊκή εποχή έφερε την επανάσταση ιδιαίτερα μέσω της ποίησης, που επιδιώκει με επιμονή και καλλιεργεί αναλλοίωτες αιώνιες αξίες, της ατομικής έκφρασης, και της δημιουργίας.
Υπάρχουν λέξεις που σχηματίζονται με επιθέματα προελληνικών πληθυσμών και αποτελούν δάνεια από τη γλώσσα τους από το 19ο με 12ο π.Χ. αιώνα.
Αυτό το φαινόμενο των αλλαγών στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας σε σχέση με τον τόπο το χρόνο και τις φυλές δημιουργεί τις διαλέκτους όπως τη χορική ποίηση των Δωριέων τον 7ο π.Χ. αιώνα, τη λυρική ποίηση και το έπος των Ιώνων τον 6ο π.Χ. αιώνα, τη μελική ποίηση απ’ τους Αιολείς και το δράμα, τη ρητορεία, και τη φιλοσοφία, απ’ τους Αθηναίους τον 5ο π.Χ. αιώνα. Έτσι καλουπώνεται το λογοτεχνικό είδος στην πορεία του και οι ποιητές μέσω αυτού του τρόπου εκφράζουν τις θέσεις τους, όμως οι διάλεκτοι «δεν αποδίδουν με πιστότητα τον πραγματικό λόγο» (Ι. Βούρτσης, ό.π. σ. 275), γιατί οι ποιητές, ιστορικοί, φιλόσοφοι, δεν γράφουν στη μητρική τους γλώσσα, αλλά σε αυτή που κατά παράδοση απαιτεί το λογοτεχνικό είδος. Αυτό δεν αναιρεί την ταυτότητα της κάθε μιας, τη χάρη της Ιωνικής, την ομαδικότητα και τον ηρωισμό της δωρικής, ή την εκφραστική λεπτότητα του λόγου της αττικής.
Τον 4ο αιώνα π.Χ. όμως παρατηρείται το φαινόμενο της εξάπλωσης και χρήσης της αττικής διαλέκτου παράλληλα με την εξάπλωση της Αθηναϊκής ηγεμονίας και την ανάπτυξη των ρητορικών και φιλοσοφικών σχολών, και όπως συνήθως συμβαίνει, η πολιτική και οικονομική ηγεμονία δημιουργεί τους όρους της γλωσσικής ηγεμονίας.
Η εξέλιξη αυτής είναι η ελληνιστική κοινή ή απλώς κοινή στα χρόνια του Μ. Αλεξάνδρου και εδώ γίνεται η ταύτιση του προφορικού και γραπτού λόγου, εξαφανίζονται δηλαδή οι διάλεκτοι. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το διάστημα αυτό εξελίχθηκε η γλώσσα τόσο ώστε κάποιοι να τη θεωρούν μεταβολή από «αρχαία σε νέα» (Χατζιδάκης Γ.Ν., Συνοπτική ιστορία της Ελληνικής γλώσσας, Σύλλογος προς διάδοσιν ωφέλημων βιβλίων, Αθήνα 1967).
H κοινή γίνεται η ηγεμονική γλώσσα, και ανταγωνίζεται με επιτυχία την άλλη μεγάλη γλώσσα της αρχαιότητας, την αραμαϊκή. Η εξέλιξη αυτή όμως κάτω από την ελληνική πολιτική και γλωσσική ηγεμονία, οδηγεί σε παρακμή και εξαφάνιση αρκετών διαλέκτων – γλωσσικός εξελληνισμός - και κάποιες κοινότητες μετατρέπονται, σε σημαντικό ποσοστό, σε δίγλωσσες.
Και φθάνουμε στον 1ο π.Χ. αιώνα που δημιουργείται ένα κίνημα γλωσσικού "καθαρισμού" που θα κυριαρχήσει στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας μέχρι το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Αυτή είναι και η επίσημη πλέον αφετηρία της διγλωσσίας όπου το κήρυγμα του αρχαϊσμού – «Αττικισμός» - επαναφέρει ένα γραπτό ιδίωμα με πρότυπο την αττική διάλεκτο της κλασσικής περιόδου, επικράτηση αυτής της μορφής στους διανοούμενους της εποχής, και καθιέρωση έτσι μιας «επίσημης» μορφής της γλώσσας, με ταυτόχρονη περιφρόνηση και υποτίμηση του ζωντανού προφορικού λόγου του λαού. O γραπτός λόγος επιβάλλεται επίσημα στη διοίκηση στην εκπαίδευση και στη λογοτεχνία, έως και τα μέσα του 20ου αιώνα.
Συνέπειες του «αττικισμού» με την κλασικίζουσα μορφή γλώσσας και της κατάληξής του της «διγλωσσίας» είναι ότι για την περίοδο αυτή μέχρι και τον 11ο αιώνα μ.X. δεν υπάρχουν γραπτά τεκμήρια της ομιλούμενης γλώσσας. Στο 12ο αιώνα – Βυζαντινή εποχή - εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα λογοτεχνίας στην ομιλούμενη γλώσσα της εποχής.
Γ. Να εξηγήσετε μέσα από ποιες εξελίξεις προέκυψαν οι τρεις μορφές της ελληνικής γλώσσας, οι οποίες χρησιμοποιούνταν στα χρόνια της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους.
Το ντέρμπυ της «διγλωσσίας» δε σταματά στο Βυζάντιο, έχουμε επαναληπτικό αγώνα που προετοιμάζεται από την επιτυχή Επανάσταση του 1821 όπου αναζητούν μια γλώσσα νικητή που θα διαμορφώσει την ελληνική εθνική γλώσσα, για το ελληνικό εθνικό κράτος. H εποχή που ξεκινά με την Επανάσταση του 1821 και τις διαμάχες νεωτεριστών και συντηρητικών για την επιλογή της γλώσσας κινητοποιεί συνειδήσεις, συγκινεί, και ερεθίζει την ευαισθησία νέων διανοούμενων από τα νησιά του Ιονίου (αγγλοκρατούμενα). Δημιουργείται ένα πνευματικό ρεύμα επιρροών διαφωτισμού, ενετοκρατίας, ιταλικού φιλελευθερισμού, κινήματος των καρμπονάρων, ρομαντικής ποίησης, και μιας νέας γενιά ποιητών στις αρχές του 19ου αιώνα της Επτανησιακής Σχολής όπου γράφουν στην ομιλούμενη, και αντιτάσσονται στην αρχαΐζουσα γλώσσα που επικράτησε στην Αθήνα. Συνθέτουν το γλωσσικό τους πρότυπο χρησιμοποιώντας στοιχεία απ’ τη λόγια παράδοση, τη λαϊκή, τη δημώδη γλώσσα, από εθνικούς αγώνες και από σκηνές και προβλήματα της καθημερινής ζωής και των προσωπικών σχέσεων.
Οι λόγιοι και δάσκαλοι του γένους επηρεασμένοι απ’ τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό κατά τον 18ο αιώνα επιδιώκουν την πνευματική αφύπνιση του λαού και έτσι ξεκινά το «γλωσσικό ζήτημα» σαν ιδεολογικό πεδίο, με σοβαρές αντιπαραθέσεις ιδεών και συμπεριφορών σε μια κρίσιμη φάση έναρξης της ανάπτυξης και διαμόρφωσης της νεοελληνικής κοινωνίας. Το «γλωσσικό ζήτημα» περπάτησε παράλληλα με το αίτημα για νέα ευρωπαϊκή παιδεία και αναζήτησε λύσεις ανάμεσα σε τρεις «προτάσεις» όπου εκπροσωπούσαν, και τις κύριες κοινωνικές ομάδες του προεπαναστατικού «ελληνισμού»:
A. Η «αρχαΐζουσα» της φεουδαρχικής και εκκλησιαστικής-πατριαρχικής κάστας
Εδώ ανήκαν οι λόγιοι που υποστήριζαν την επιστροφή στην αρχαία αττική διάλεκτο, ως μόνη ικανή να εκφράζει και τα πιο υψηλά συναισθήματα και νοήματα και ως μέσον επανόδου της υπόδουλης Ελλάδας στο αρχαίο κλασικό μεγαλείο. Υπήρχε στο γραπτό λόγο, όπου η κοινωνική της χρήση δεν λειτουργούσε ανεξάρτητα από τάξεις, κοινωνικές διαφορές, και τη γλωσσική παράδοση της Εκκλησίας. Η εκκλησιαστική πράξη για πολλούς αιώνες, καθόρισε και την εκπαιδευτική και σχολική ύλη όπου η Χριστιανική Εκκλησία περιέβαλε με το κύρος της, γιατί ικανοποιούσε τις αρχές και τις ανάγκες της. Υποστηρικτής της ο κληρικός Ευγένιος Βούλγαρις (1716-1806), και ο συγγραφέας Νεόφυτος Δούκας (περ. 1762-1845), όπου με άρτια γνώση της αρχαίας ελληνικής, την οποία μιλούσαν και έγραφαν με ευχέρεια, απέρριπταν την κοινή, γιατί πίστευαν ότι ήταν ακατάλληλη για λεπτές και αφηρημένες έννοιες των θεωρητικών επιστημών, του πνευματικού στοχασμού και της φιλοσοφίας.
B. Η «καθαρεύουσα», η κοραϊκή «μέση οδός» των μετριοπαθών πρωτοαστών.
«η ιστορία του ανθρώπου μέσα στην κοινωνία έδειξε ότι η πολιτισμική πρόοδος είναι ένα έργο μιας συμμαχίας μεταξύ των πολιτισμών» (Καρακάση Ν.Χ., Φυλή και ιστορία, Γνώση, Αθήνα 1995, σ.71). Έτσι και εδώ ο τρίτος δρόμος ήταν μεταξύ των δύο τάσεων, και επιζητούσε την αποφυγή γλωσσικών ακροτήτων και τον συγκερασμό της αρχαίας και της κοινής (δημοτικής) γλώσσας, με την τήρηση μιας προσεκτικής και συμβιβαστικής γλωσσικής πολιτικής, που ο Κοραής ονόμασε «μέση οδό».
Ο Αδαμάντιος Κοραής - κορυφαία πνευματική φυσιογνωμία στο χώρο της νεοελληνικής παιδείας - και ο κύκλος του με τον Θεοτόκη που ήταν δεινός εκκλησιαστικός συνδέουν τα κλασικά γράμματα και την ελευθερία και θεωρούν τη γλώσσα εθνική υπόθεση ενώ πίστευαν ότι ο φωτισμός του Γένους, μπορούσε να επιτευχθεί καλύτερα και ταχύτερα μόνο με τη «μέση οδό». Η αίσθηση και αισθητική του Κοραή ήταν σωστή, καθώς και το ενδιαφέρον του να στηριχθεί και να μελετήσει τη νέα γλώσσα, ως την τελευταία φάση, από την αρχαιότητα ώς τα νεότερα χρόνια και την εποχή του και ίσως η πλέον ρεαλιστική άποψη. Η γλωσσική μελέτη του Κοραή είχε πλεονεκτήματα, βελτιώνονταν συνέχεια, αντλώντας λεξιλόγιο από την αρχαία ελληνική γλώσσα, ή διαμορφώνοντας νέο λεξιλόγιο που προερχόταν από την κοινή (δημοτική), ή με νέες λέξεις. «Το νεοελληνικό κράτος θα υιοθετήσει τη καθαρεύουσα του Κοραή και θα την καθιερώσει ως επίσημη γλώσσα της διοίκησης, της δικαιοσύνης, της εκπαίδευσης» (Ι. Βούρτσης, ό.π., σ. 300).
Γ. Η «κοινή» δημοτική ή «χυδαία» (=λαϊκή) γλώσσα των ριζοσπαστών ή κοινό ιδίωμα
Η κοινή ομιλούμενη –δημοτική - από τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα γλώσσα δεν θεωρήθηκε κατώτερη από την αρχαία, αλλά πάντως προβλήθηκε η ανάγκη αναμόρφωσης και αναβάθμισής της, μια και «…περιορίζεται σε ορισμένα λαϊκά, λογοτεχνικά αναγνώσματα, σε χρονικά και σε ανεπιτήδευτες διδαχές ή κηρύγματα» (Ι. Βούρτσης, ό.π., σ. 300). Υπέρμαχοι της κοινής ήταν ο Δημήτριος Καταρτζής-Φωτιάδης (1730-1807), λόγιος Φαναριώτης, στήριξε τη συνένωση των πνευματικών δυνάμεων, την κατάρτιση δασκάλων, τη δημιουργία σχολείων, τη χορήγηση υποτροφιών, με μεταφράσεις αξιόλογων ξένων έργων και με τον εκσυγχρονισμό της προσφερόμενης παιδείας και ο Ρήγας όπου πίστευε πως το Έθνος για να ελευθερωθεί, έπρεπε πρώτα να μορφωθεί, μεταχειρίστηκε το απλό ύφος, τη λαϊκή γλώσσα, επειδή επιδίωκε να γίνει κατανοητός απ’ όλους, και έκρινε την «απλή γλώσσα» ως κατάλληλη και για γραπτή όπου υποστήριζε πως οι νόμοι, τα διατάγματα και όλα τα έγγραφα της «Ελληνικής Δημοκρατίας» θα έπρεπε να συντάσσονται στην «απλήν» γλώσσα των Ελλήνων.
Το αποτέλεσμα αυτών των ρευμάτων ήταν η επικράτηση πρώτα της καθαρεύουσας και μετά της δημοτικής ή Νεοελληνικής:
Χαρακτηριστικό δε παράδειγμα ότι – κακώς – δημιουργήθηκαν διάφορες εξισώσεις για τα άτομα και τις κοινωνικές ομάδες ανάλογα με τη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν:
«καθαρευουσιάνος = συντηρητικός – δεξιός – «σκοταδιστής»…
δημοτικιστής = προοδευτικός – αριστερός – φωτισμένος…»
(Γ. Μπαμπινιώτη, «συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας», Αθήνα 1986, σελ.172)
ενώ στην πράξη «η πρώτη επίσημη καθιέρωση της δημοτικής και η σύνταξη της γραμματικής της έγινε επί Μεταξά» και «Έλληνες σοσιαλιστές και σοσιαλίζοντες, παλιότεροι και σύγχρονοι (Σκληρός, Γ. Παπανδρέου), έγραφαν και μιλούσαν ακόμη στην καθαρεύουσα» (Γ. Μπαμπινιώτη, ό.π. σελ.172).
Και εγένετο φως = η μέση οδός = η καθαρεύουσα:
Έτσι ξεκινά η εφαρμογή της στον γραπτό λόγο, στο τύπο, στο λογοτεχνία, στη διοίκηση και στην εκπαίδευση. Εξακολουθεί όμως να κυριαρχεί, σε διάφορες εκδοχές, η αρχαΐζουσα πλευρά της καθαρεύουσας, η οποία όσο πάει και δυσκολεύει μια και αποτελεί τη γλώσσα του καθεστώτος, και καλό είναι να μην καταλαβαίνουν οι πολλοί ότι οι διοικούντες στερούνται οράματος και ηθικής (έστω και σαν μισή αρετή κατά το Νίτσε). Η επιβολή της καθαρεύουσας μοιάζει με ‘πύρρειο νίκη’, νίκη χωρίς αντίκρισμα για τους μαχητές της. Ευτυχώς δεν είναι μόνο έτσι τα πράγματα μια και από το χειρότερο μπορείς να βρεις αξίες και δομικά στοιχεία για το νέο, και το νέο ήταν εκεί, μια και ο λαός συνεχίζει να μιλά την δημοτική. Η νέα διγλωσσία που δημιούργησε ο καθαρισμός στο 19ο αιώνα κάνει ορατή την ανάγκη «για μια γλωσσική μεταρρύθμιση, προπάντων μέσα στην παιδεία, σαν αρχή και σύμβολο μιας ουσιαστικής αλλαγής και αναγέννησης μέσα στην ελληνική κοινωνία και ζωή» (Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη, «Νεοελληνική γραμματική», Μ. Τριανταφυλλίδης, Θεσσαλονίκη 1996, σελ.7).
Και εγένετο κάθαρση = η σωστή οδός = η δημοτική:
Σταδιακά αρχίζει να διαφαίνεται ότι η δημοτική επέζησε των όποιων θεσμικών επιβολών, και αρχίζει να κυριαρχεί επί της ουσίας, και κατά τα πρότυπα Μάο (από το λαό ξεκινά η …γλωσσική επανάσταση) ξυπνά την εξουσία, και τον τύπο, όπου με το σύνταγμα το 1976, αναγνωρίζεται η δημοτική ως επίσημη μορφή γλώσσας. Από τους στυλοβάτες της νέας γλώσσας ο Μανώλης Τριανταφυλλίδης με τη σύνταξη της Νεοελληνικής Γραμματικής (1941). Έτσι φθάνει στην κάθαρση το "γλωσσικό ζήτημα", που συνόδευσε την ελληνική γλώσσα στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της, ενώ διακρίνεται απ’ την ανάλυσή μας η πραγματικότητα να προλαβαίνει τις όποιες θέσεις και να εκθέτει πιστούς και πρόσωπα.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Μπορούμε να είμαστε υπερήφανοι μόνο για ένα πράγμα, για την άγνοιά μας. Αυτή μας έφθασε ως εδώ και άσχετα με τις ενοχές, τους ενδοιασμούς, και τις θέσεις, οφείλουμε σαν φόρο τιμής για ότι μπορεί να κάνει και όχι για την ιστορία της, ‘σεβασμό στην άγνοια’. Μόνο οι ψεύτες εξελίσσονται χωρίς επιρροές, αλλά οι μαθηματικοί σηκώνουν τα χέρια ψηλά λέγοντας ότι δεν μπορεί να υπάρχει αληθής πρόταση όταν προέρχεται από ψεύτη, και η γλώσσα εξελίσσεται μέσω των επιρροών, και της άγνοιας. Η καθημερινότητα απαλύνει και απαξιώνει θεσμούς, αξίες, γλώσσα, και τελικά ισορροπεί –προς τέρψιν του κοινού- σε κατώτερα επίπεδα συγκοινωνούντων δοχείων, αμφιβόλου περιεχομένου και ποιότητας.
Ο σεβασμός του ανθρώπου, από τον άνθρωπο, δοκιμάζεται στην πράξη καθημερινά και αφορά επιλογές, σχετικά με την γλώσσα που επιλέγει να τον εκφράσει. Οι εγκυμονούσες ρατσιστικές τάσεις - και στα τρία ρεύματα - βρίσκουν έδαφος να γεννήσουν στα άδεια κεφάλια από σκέψη, ανθρώπινα ομοιώματα, φοβισμένα και σαστισμένα μπροστά στο νέο, ιδέες και λέξεις μεγαλωμένες εκτός του θερμοκηπίου τους, δονούν τα απολιθωμένα σύμβολά τους.
«Ο Κοραής, …δε θέλησε να καταγράψει,… τις δημώδεις λέξεις με την πραγματική τους μορφή, αλλά επέμενε να τις «διορθώνει» κατά τα αρχαία πρότυπα, ενώ …ο Ψυχάρης … «διόρθωνε» τις λόγιες λέξεις σύμφωνα με τους δήθεν δημοτικούς κανόνες» (Peter Mackridge, «Νεότερη Εποχή», ‘Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας’, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, επιμ. Μ. Ζ. Κοπιδάκης, Αθήνα 1999, σελ. 236).
Υποτελείς θέσεις εργασίας χωρίς αντικείμενο, νέο ρεύμα που αλλάζει χέρια στον χώρο της λογοτεχνίας λόγω αδυναμίας προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα, η φιλοσοφία και η έρευνα αναζητούν το ερώτημα; Μα στην προκειμένη περίπτωση το ερώτημα αν τις νέες πραγματικότητες τις δημιουργεί η ίδια η ζωή ή κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό σύστημα, περισσότερο περιορίζει παρά προσδιορίζει το θέμα της γλωσσικής εξέλιξης.
Ο πολιτισμός όμως είναι εκεί απ’ τη γέννηση της τάσης, η νέα γλώσσα είναι εκεί 39 αιώνες άλλο που κανείς δεν το πρόσεξε από τους έχοντες και κατέχοντες. Η οικονομία είναι εκεί, αποτελώντας ένα εκ των έσω παράγοντα αξιοπιστίας του νέου που ξεκινά, ενώ τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ως μεγεθυντικός φακός, ή ως δύναμη που παρασύρει τις μάζες, σύμφωνα με τα συμφέροντα του εκάστοτε ιδιοκτήτη που υποστηρίζουν την μία ή την άλλη πλευρά αβίαστα, χωρίς την επάρκεια να ενημερώσουν, και να ενημερωθούν, είναι ως συνήθως αλλού.
Το 1911 ο Ελευθέριος Βενιζέλος υποκύπτει να περιληφθούν στο Σύνταγμα δύο άρθρα για τη γλώσσα, το ένα απαγορεύει τη μεταγλώττιση των ιερών κειμένων και το άλλο ορίζει την καθαρεύουσα επίσημη γλώσσα του κράτους (μέχρι την κατάργησή του το 1927). Καθημερινά εκδίδουμε τη μνήμη μας με επιγραφές του τύπου Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων…
Ο λόγος είναι θεμέλιος λίθος της αυτονομίας της κοινωνίας και των πολιτών, και «μια αυτόνομη κοινωνία είναι αδιανόητη δίχως αυτόνομα άτομα» (Κορνήλιος Καστοριάδης, Χώροι του ανθρώπου, Αθήνα 1986, σ.211). Σαν κοινωνικό σύστημα είμαστε ακόμη υπό Θεοκρατικό καθεστώς, δεν λειτουργούμε αποδοτικά για την αφομοίωση των αλλαγών, και ουσιαστικά η «κοινωνική μας παιδεία» δεν είναι έτοιμη να δεχτεί το βάρος της αυτονομίας για παιδιά και γονείς χωρίς γλωσσική επάρκεια. Αντίθετα ο λαϊκισμός των αγίων πάντων δοξάζεται καθημερινά από ανθρώπους που σταυροκοπιούνται και κόπτονται για την ελληνικότητα, για τα ελληνικά, για την Ελλάδα ρε γαμώτο. Καιρός να ξεφύγουμε απ' την ανωριμότητα μας, από μια κατάσταση παραιτημένης βούλησης, από αποδοχή υποτελούς εξουσίας, από αντικείμενα ή ανθρώπους που αντικαθιστούν την νόησή μας, καιρός να θυσιαστεί ο πνευματικός ηγέτης που παίρνει την θέση της συνείδησής μας, ας ζητήσουμε πίσω τις αξίες που δανείσαμε, τις αρχές που δανείσαμε.
Η διαχρονική προσέγγιση της Ελληνικής γλώσσας φέρει την οικουμενικότητά της μέσα από τα κείμενα της φιλοσοφίας, της επιστήμης, του στοχασμού της αρχαιότητας, του πνεύματος, αλλά και ως γλώσσα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας στο μεσαίωνα, της διεθνούς επιστημονικής ορολογίας, του πολιτισμού και του εμπορίου στα χρόνια του Μ. Αλεξάνδρου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Claude Mosse, Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας 2000 – 31 π.χ., μτφρ. Λ. Στεφάνου, Δ. Ν. Παπαδήμα, Αθήνα 1996.
Eco Umberto, Κήνσορες και θεράποντες(1964),μτφρ. Ε. Καλλιφατίδη, Γνώση 1987.
Eco Umberto, Πώς γίνεται μια διπλωματική εργασία, Αθήνα 1994.
Gombrich Ε.H., To χρονικό της τέχνης, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998.
John Chadwick, Ο Μυκηναϊκός κόσμος, Gutenberg, μτφρ. Κ. Ν. Πετρόπουλος, Αθήνα 1999.
Nietzsche F. Μαθήματα για την παιδεία, μτφρ. Ν.Μ.Σκουτερόπουλος, Printa, Αθήνα 1998α
Osborn Robin, H Γένεση της Ελλάδας 1200- 479 π.Χ., Οδυσσέας, Αθήνα 2000.
Slaoj Zizek To υψηλό αντικείμενο της ιδεολογίας, μτφρ. Β. Ιακώβου, Skripta, Αθήνα 2006.
Schiller Friedrich, Για την αισθητική παιδεία του ανθρώπου, μτφρ. Κ. Λεονταρίτου, Οδυσσέας, Αθήνα 1990.
Ι. Βούρτσης, «Εισαγωγή στην έννοια του πολιτισμού», στο Ι. Βούρτσης κ.α., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τόμος Α’, ΕΑΠ, Πάτρα 1999.
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη,
«Νεοελληνική γραμματική», Μ. Τριανταφυλλίδης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 1996 (ανατύπωση του 1941 με διορθώσεις).
Καστοριάδης Κ., Χώροι του ανθρώπου, Αθήνα 1986
Μπαμπινιώτη Γ., «συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας», Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 1986.
Χατζιδάκης Γ.Ν., Συνοπτική ιστορία της Ελληνικής γλώσσας, Σύλλογος προς διάδοσιν ωφέλιμων βιβλίων, Αθήνα 1967.
«Ευχή η επικείμενη διγλωσσία να οδηγήσει σε greeklish για να μπορούν να διαβάσουν και τα ζωντανά και τα ζωνιανά»
mousakafetasouvlaki