Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2008

ΕΛΠ 10 εργ4η H στάση των Βυζαντινών προς την ελληνική αρχαιότητα (γλώσσα, παιδεία, αρχαιοελληνική γραμματεία)




ΑΡΓΥΡΗΣ ΗΛΙΑΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
Πρόγραμμα Σπουδών: ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Θεματική Ενότητα: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ
Ακαδ. Έτος: 2007-2008
Όνομα Καθηγητή: ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΙΩΑΝΝΗΣ

4η ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

«Απόφευγε όλα τα εθνικά βιβλία. Τί χρειάζεσαι ξένες συγγραφές, τους νόμους και τους ψευτοπροφήτες που οδηγούν τους ανόητους μακριά από την πίστη; Αν επιθυμείς να διαβάσεις ιστορίες, έχεις το βιβλίο των Βασιλειών, αν ρητορική και ποιητική, έχεις τους Προφήτες, έχεις τον Ιώβ, έχεις τις Παροιμίες, όπου θα βρεις σοφία μεγαλύτερη από κάθε ποιητική και σοφιστική, γιατί αυτά είναι τα λόγια του Κυρίου, του μόνου σοφού. Αν επιθυμείς τραγούδια έχεις τους Ψαλμούς, αν αρχαίες γενεαλογίες, έχεις τη Γένεση, αν νομικά βιβλία και επιταγές, έχεις τον ένδοξο Θείο Νόμο. Γι’ αυτό απόφευγε με επιμονή κάθε εθνικό και διαβολικό βιβλίο». (Αποστολικοί Κανόνες 1.6, PG 1, 569-572). «Παρόμοιες φωνές υψώνονταν σε όλη τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου. Τί ανάγκη υπήρχε να βρωμίζουν οι χριστιανοί το μυαλό τους ... με τις ματαιότητες της εθνικής σοφίας, όταν το μόνο θεμιτό ενδιαφέρον τους ήταν η σωτηρία τους; Η κατάργηση της ειδωλολατρείας από τον Χριστό και η αποστόμωση των φιλοσόφων από αμόρφωτους χριστιανούς αγίους είναι κοινοί τόποι της βυζαντινής φιλολογίας». (C. Mango, Bυζάντιο. Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, μτφρ. Δ. Τσουγκαράκη, ΜIET, Αθήνα 2002, σελ. 158)

«Αυτό που η επιθυμούσε η κυβέρνηση στον τομέα της εκπαίδευσης γίνεται φανερό από την οργάνωση του «πανεπιστημίου» της Κωνσταντινούπολης το 425. … Προφανώς το πανεπιστήμιο δεν ιδρύθηκε από ανιδιοτελή επιθυμία για την καλλιέργεια των Μουσών, αλλά ειδικά για να εκπαιδεύσει κρατικούς υπαλλήλους. ... Αν η Πολιτεία έκανε προσπάθειες να προσδώσει κάποια πρακτικότητα στο εκπαιδευτικό σύστημα, τί γινόταν με την Εκκλησία; Ότι η αρχαία παιδεία ήταν σε τελική ανάλυση ειδωλολατρική στην ευρύτερη προοπτική της και βασιζόταν άμεσα στη μελέτη ειδωλολατρών συγγραφέων δεν το αρνείται κανείς. ... Η απόρριψη κάθε εκπαίδευσης, πάντως, δεν ήταν βιώσιμη εναλλακτική λύση, ακόμη και με τη φώτιση που παρείχε η Θεοτόκος. ... Η ελληνική παιδεία δεν είχε ούτε καταδικαστεί ούτε επιδοκιμαστεί από το Χριστό και τους αποστόλους. ... Η Εκκλησία ούτε απέκλεισε τα εθνικά κείμενα από το σχολικό πρόγραμμα ούτε εγκαθίδρυσε ένα ξεχωριστό εκπαιδευτικό σύστημα». (C. Mango, ό.π., σελ. 156, 157, 159, 161)

Τα παραπάνω αποσπάσματα δίνουν μια εικόνα της αμφιλεγόμενης και συχνά πολυκύμαντης στάσης των Βυζαντινών προς την ελληνική αρχαιότητα. Σε ένα δοκίμιο οκτώ περίπου σελίδων να αναλύσετε τη στάση αυτή αναπτύσσοντας τα ακόλουθα σημεία:
α) τον ρόλο της αρχαιοελληνικής γραμματείας στην παιδεία των Βυζαντινών.
β) τις σχέσεις του βυζαντινού κράτους και της εκκλησίας με τη «θύραθεν παιδεία», αναφέροντας σημαντικούς σταθμούς στην διαδρομή αυτών των σχέσεων.
γ) τις συνέπειες των σχέσεων αυτών στην πνευματική παραγωγή και τη γλώσσα.







ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕΛ. 3


ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ ΣΕΛ. 4


Α. Ο ρόλος της αρχαιοελληνικής γραμματείας,
στην παιδεία των Βυζαντινών ΣΕΛ. 4

1. α). Βυζάντιο και ιστορική περίοδος ΣΕΛ. 4
β). οικογένεια - κοινωνία - περιβάλλον ΣΕΛ. 4

2. Ο ρόλος της αρχαιοελληνικής γραμματείας, στην παιδεία
των Βυζαντινών ΣΕΛ. 5

α). οργάνωση εκπαίδευσης στο βυζάντιο ΣΕΛ. 5
Μορφές εκπαίδευσης
α1) κοσμική ΣΕΛ. 5
1. στοιχειώδης εκπαίδευση ή πρωτοβάθμια ΣΕΛ. 6
2. μέση εκπαίδευση ή δευτεροβάθμια ΣΕΛ. 6
3. ανώτατη εκπαίδευση ΣΕΛ. 6
α2.) εκκλησιαστική ΣΕΛ. 7
α3.) μοναστική ΣΕΛ. 7

β). επάνδρωση εκπαίδευσης στο βυζάντιο ΣΕΛ. 7


Β. Οι σχέσεις του βυζαντινού κράτους και της εκκλησίας με τη
«θύραθεν παιδεία», αναφέροντας σημαντικούς σταθμούς στην
διαδρομή αυτών των σχέσεων ΣΕΛ. 8

1. Οι σχέσεις του βυζαντινού κράτους και της εκκλησίας ΣΕΛ. 8
2. με τη «θύραθεν παιδεία» ΣΕΛ. 8
3. σημαντικούς σταθμούς στην διαδρομή αυτών των σχέσεων ΣΕΛ. 10

Γ. Οι συνέπειες των σχέσεων αυτών στην πνευματική παραγωγή
και τη γλώσσα ΣΕΛ. 12


ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΣΕΛ. 13


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΕΛ. 14




ΕΙΣΑΓΩΓΗ
«Αυτό που διατηρήθηκε πραγματικά από τον αρχαίο κόσμο στο Βυζαντινό μεσαίωνα ήταν η συνείδηση της υπεροχής της ελληνικής παιδείας» (Beck H. G., Η βυζαντινή χιλιετία, μτφρ. Κούρτοβικ Δ., Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2005, σελ. 19). Ένα ενιαίο μη φεουδαρχικό κράτος που λειτουργούσε με την ρωμαϊκή νομοθεσία, την ελληνική γλώσσα σαν επίσημη γλώσσα του κράτους, τον Χριστιανισμό σαν επίσημη θρησκεία του, και εστίες αρχαίου ελληνικού πνεύματος και φιλοσοφίας.
Η νέα Ρώμη, η Πόλις του Κωνσταντίνου, το Βυζάντιο, μια πόλη διακοσμημένη με αγάλματα της ελληνικής Αρχαιότητας «εγκαινιάζει την ιστορία ενός οικουμενικού κράτους σε πολιτικό και θρησκευτικό επίπεδο» (Πέννα Β., "Βυζαντινοί Θεσμοί" στην Ελληνική Ιστορία – Βυζάντιο και Ελληνισμός, τόμος Β, των Β. Πέννα κ.α., εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 1999 σελ. 27).
Κυρίαρχο ρόλο στην ανάπτυξη του Βυζαντίου έπαιξε το εμπόριο όπου «παρά την έλλειψη πηγών, είναι φανερό ότι Έλληνες, Αρμένιοι, Εβραίοι, Ρώσοι, Χερσώνιοι, Κιρκάσιοι, Γεωργιανοί, Μουσουλμάνοι, και Ιταλοί έμποροι διέσχιζαν τους θαλάσσιους και χερσαίους εμπορικούς δρόμους» (Βρυώνης Σ., Η παρακμή του μεσαιωνικού ελληνισμού στη μικρά Ασία και η διαδικασία εξισλαμισμού 11ος – 15ος αιώνας, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2000, σελ. 26).
Το πάντρεμα εξουσίας και χριστιανισμού ξεκινά με την πρώτη οικουμενική σύνοδο στη Νίκαια, όπου όχι μόνο διαμορφώθηκε το χριστιανικό δόγμα, αλλά ήταν «το πρώτο δείγμα καισαροπαπισμού» με τον αυτοκράτορα να είναι «…η κεφαλή της χριστιανικής επικράτειας» (Runciman S., Βυζαντινός Πολιτισμός, μτφρ. Δ. Δετζωρτζή, Ερμείας 1969, σελ. 30).
Στη συνέχεια της επιστημονικής μας έρευνας θα δούμε σε ποια περίοδο αναφερόμαστε, καθώς και το ρόλο της αρχαιοελληνικής γραμματείας στην παιδεία των Βυζαντινών, και στη διαμόρφωση των σχέσεων του βυζαντινού κράτους και της εκκλησίας με τη «θύραθεν παιδεία», όπως και τους σημαντικούς σταθμούς στην διαδρομή αυτών των σχέσεων.
Ειδικά για τις σχέσεις, και τις συνέπειες των σχέσεων αυτών στην πνευματική παραγωγή και τη γλώσσα, είναι κάτι που θα γίνει διακριτό στις προηγούμενες αναφορές αλλά αποτελεί δομικό στοιχείο του πολιτισμού και χρήζει ιδιαίτερης προσοχής και ανάλυσης. Από την αρχαιότητα η παιδεία, οι θρησκείες, οι πολιτισμοί, τα πολιτικά συστήματα εξελίσσονται και είναι άδικο να σταθούμε απέναντί τους με ειρωνική διάθεση… όχι όμως να θυσιάσουμε και τη μνήμη μας για χάρη τους, εξάλλου «όλες οι όψεις ενός πολιτισμού είναι κατά κάποιον τρόπο αλληλένδετες και κανένας δεν μπορεί να υψωθεί περισσότερο από μερικά εκατοστά πάνω από τους περιορισμούς της εποχής του» (C. Mango, Βυζάντιο Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, μτφρ. Δ. Τσουγκαράκη, ΜIET, Αθήνα 2002, σελ. 158).
Η ελληνική γλώσσα ξεκινά με την αναγνώρισή της το 395 την ωρίμανσή της το τέλος του 5ου αιώνα ενώ «η πλήρη επικράτηση της ελληνικής ήρθε τον 7ο αιώνα» (Ι. Γιαννόπουλος, «Το Βυζάντιο, το όνομα, η σημασία του πολιτισμού, το κράτος», στο Ι. Γιαννόπουλος κ.α., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τόμος Β’, ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σελ. 331). Η ανάπτυξη της οικονομίας τον 11ο αιώνα «είχε ως συνέπεια την ανάπτυξη των πόλεων και την άνθηση της παιδείας σε μερικές από αυτές» ενώ καταλυτικό ρόλο στην πολιτισμική ιστορία έπαιξε «η χρήση του χαρτιού, …στις αρχές του 12ου αιώνα» (Ι. Γιαννόπουλος, ό.π., σελ. 348,343).
Το Βυζάντιο αν και διατήρησε το σπόρο της παιδείας, του πνεύματος, και της γλώσσας, ίσως παραήταν μεγάλη μια ανερέθιστη περίοδος 1000 ετών, για τις προσδοκίες με τις οποίες ξεκίνησε και το αποτέλεσμα που άφησε σε δημιουργία και πνευματική εξέλιξη.
«Θεμελιώδεις αλλαγές στις νοοτροπίες σπάνια συμβαίνουν χωρίς αλλαγές στις κοινωνικές δομές», ενώ κανείς παράγοντας από μόνος του δεν αρκεί «για να εξηγήσει την παράξενη στεγανότητα του μεσαιωνικού μυαλού σε ένα σύνολο ιδεών που τις θεωρούσε ξένες, κακοήθεις και παρωχημένες» (C. Mango, ό.π., σελ. 300).

ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ
Α. Ο ρόλος της αρχαιοελληνικής γραμματείας, στην παιδεία των Βυζαντινών
1. α). Βυζάντιο και ιστορική περίοδος
Στο ξεκίνημα, αυτό που συνέβη ήταν ότι, το πάντρεμα με την «ελληνική αυτοσυνείδηση στην παιδεία και στον πολιτισμό συμβιβάστηκε με τη διείσδυση του ρωμαϊκού στοιχείου» (Beck H. G., ό.π., σελ. 32). Ταυτόχρονα υπήρξε μια αμοιβαία συνεκμετάλλευση των εξουσιών της πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας γι’ αυτό και «οι δύο κύριες δυνάμεις που διέπλασαν την ουσιαστική πολιτισμική ζωή των Ελλήνων στη βυζαντινή Ανατολή ασκήθηκαν από τη βυζαντινή διοίκηση και την Ορθόδοξη Εκκλησία» (Βρυώνης Σ., ό.π., σελ. 245), η εξελικτική συμβίωση όμως σταδιακά τις συρρικνώνει, χάνοντας τις προσδοκώμενες αρετές και υπεραξίες.
Είναι προφανές ότι η ανασκόπηση της ιστορικής περιόδου συμβάλει στην αξιοπιστία της μελέτης, «ο πνευματικός πολιτισμός και η ιστορία των λαών και των κοινωνιών έχουν όχι μόνο μια εσωτερική αλλά και μια εξωτερική δυναμική και ότι η μελέτη του ενός χωρίς την εξέταση του άλλου φέρνει πενιχρά αποτελέσματα» (Βρυώνης Σ., ό.π., σελ. 1).
«Η ιστορία του Βυζαντίου είναι πρώτα απ’ όλα η ιστορία της οικονομικής του πολιτικής και η ιστορία του εμπορίου του Μεσαίωνα» (Runciman S., ό.π., σελ. 183), αλλά «η καταστροφή του 7ου αιώνα αποτελεί το κεντρικό γεγονός της βυζαντινής ιστορίας» (C. Mango, ό.π., σελ. 17), και σηματωρό υποβάθμισης παιδείας και τόπου.
Σταδιακά έχασε τον έλεγχο περιοχών στη Μικρά Ασία απ’ τους Σελτζούκους Τούρκους και «η αυτοκρατορία λίγο πια διέφερε από ένα ανίσχυρο πριγκιπάτο των Βαλκανίων που ανταγωνιζόταν Σέρβους και Βούλγαρους επί ίσοις όροις» (Βρυώνης Σ., ό.π., σελ. 14).
Το 1054 «ο πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος φερόταν σαν πάπας της Ανατολής…» (Runciman S., ό.π., σελ. 57) με αποτέλεσμα το σχίσμα ανατολικής εκκλησίας με Ρώμη. Οι σχέσεις της ορθόδοξης εκκλησίας του Βυζαντίου με τη Ρώμη, σε όλη την ιστορία της είχε προβλήματα, αιρέσεις, και σχίσματα. «Η έπαρση των Λατίνων και το πείσμα των Ελλήνων» δεν τους άφηναν να συμφωνήσουν ούτε για το σχίσμα των εκκλησιών, χαρακτηριστικά δε «ο Μανουήλ Β’ καλλιεργούσε με πολλή προθυμία τις σχετικές ελπίδες σαν ένα δέλεαρ για τη Δύση, και συμβούλευε και το γιό του να υπόσχεται διαπραγματεύσεις αλλά να τις αναβάλλει επ’ άπειρον» (Runciman S., ό.π., σελ. 142). Ελπίδες υπήρχαν και μετά το 1180 όπως «ο σχηματισμός ανεξάρτητων ελληνικών κρατών στην Τραπεζούντα, τη Νίκαια και την Ήπειρο» (C. Mango, ό.π., σελ. 18), αν και ελπίδα σημαίνει άρνηση της πραγματικότητας.
Ιδεατός στόχος για το Βυζαντινό ιδεώδες ήταν «μια σειρά από αυτοκέφαλες εκκλησίες κρατών, που θα τις ένωνε μια επικοινωνία μεταξύ τους και η πίστη στις Οικουμενικές Συνόδους» (Runciman S., ό.π., σελ. 144). Αυτός ήταν ο ουσιαστικός ιστορικός ρόλος της θρησκείας που το Βυζάντιο προωθούσε διακαώς και στήριζε οικονομικώς, η παιδεία ήταν το μέσο αλλαγής για τη διαδρομή προς την εξουσία, εξ’ ου και ο επικουρικός της ρόλος.
Αποκρυσταλλώνεται σταδιακά ένα πάζλ για τον Βυζαντινό κόσμο με μια κοινωνία καθαρά εμπορική, πολιτισμική, δυναμική, δημιουργική, πολεμική, κοινωνικά ιεραρχημένη και γραφειοκρατικά συγκροτημένη με αξιωματούχους, υπαλλήλους και δομή κράτους με απρόσμενα χαρακτηριστικά όπως τους ευνούχους «όπου πολλές υψηλές θέσεις μόνο ευνούχοι μπορούσαν να τις πάρουν» (Runciman S., ό.π., σελ. 228).
Το Βυζάντιο προβάλλει στην ιστορία σαν όψιμο στάδιο του ελληνισμού και κατάληξη παρακμής αλλά «χωρίς το παρακμιακό Βυζάντιο η ιταλική Αναγέννηση θα είχε σταματήσει στα μισά του δρόμου» (Beck H. G., ό.π., σελ. 18).

β). οικογένεια - κοινωνία - περιβάλλον
Η παιδεία όμως, που όφειλαν να ακολουθήσουν τα παιδιά, ήταν σπουδαίο ζήτημα για κάθε βυζαντινή οικογένεια. Οι βυζαντινοί είχαν εκτίμηση και σεβασμό προς την εκπαίδευση, θεωρώντας τη ως «αγαθό» υψηλών στόχων, με απώτερο σκοπό την κατάρτιση ικανών στελεχών που θα στελέχωναν τη δημόσια διοίκηση ή την ανώτατη εκκλησιαστική ιεραρχία, ενώ η παιδεία που παρείχαν ήταν ανάλογη της οικονομικής τους κατάστασης.
Αν υπολογίσουμε σε 30 εκατομμύρια το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, 8 είχαν μητρική τους γλώσσα τα ελληνικά, άρα ½ με 2/3 τα μιλούσαν. Σε σύγκριση με τη διάδοση των λατινικών σε Γαλατία και Ισπανία, «η ελληνική γλώσσα γνώρισε πολύ περιορισμένη πρόοδο στο διάστημα ανάμεσα στον 3ο π.Χ. και τον 6ο μ.Χ αιώνα.», πολλές απ’ τις ρίζες αυτές εξαφανίστηκαν μετά από ένα αιώνα αραβικής κατάκτησης σε Συρία και Αίγυπτο «που σημαίνει απλώς ότι δεν είχαν αποκτήσει βαθιές ρίζες» (C. Mango, ό.π., σελ. 35). Στο τέλος του 6ου αιώνα κατέρρευσε το σύνορο του Δούναβη με αποτέλεσμα τη μαζική εγκατάσταση Σλάβων στη βαλκανική χερσόνησο ενώ μόνο «μερικές οχυρές παραλιακές πόλεις κατάφεραν να αντέξουν, όπως η Μεσημβρία στον Εύξεινο Πόντο, η Θεσσαλονίκη, η Αθήνα και η Κόρινθος», ενώ μια άλλη πηγή, το λεγόμενο Χρονικό της Μονεμβάσιας, αναφέρει ότι «…μόνο το ανατολικό μέρος της Πελοποννήσου, από την Κόρινθο μέχρι το Μαλέα, έμενε καθαρό από τους Σλάβους, επειδή η περιοχή είναι τραχιά και δύσβατη» (C. Mango, ό.π., σελ. 36). Ο εκβαρβαρισμός των Βαλκανίων αν και υποχωρεί το τέλος του 8ου αιώνα, είχε δημιουργήσει μόνιμα αποτελέσματα. Την εποχή εκείνη υπήρχε η έννοια του ελλαδικού ανεξάρτητα αν ήταν Σλάβος ή Έλληνας, ενώ «δεν υπήρχε η έννοια της ελληνικότητας», άρα δύσκολο να μιλήσουμε για εξελληνισμό, όταν «η απουσία γλωσσικά καταρτισμένου κλήρου, το σχετικά δυσεύρετο των Γραφών στην σλαβονική γλώσσα και ο ανάμεικτος πληθυσμός επέβαλλαν τη χρήση των ελληνικών ως την ευκολότερη λύση» (C. Mango, ό.π., σελ. 39,40).
Τα πιο ανυπότακτα στοιχεία της αυτοκρατορίας ήταν οι Εβραίοι και οι λίγοι ειδωλολάτρες.
Πολλά μέρη της αυτοκρατορίας είχαν χάσει – εξαφανίσει - κάθε ίχνος ελληνικού πολιτισμού και γλώσσας, που οι Μακεδόνες βασιλείς είχαν τόσο σκληρά προσπαθήσει να επιβάλλουν, όπως στη Μεσοποταμία που τρείς αιώνες κατοχής απ’ τους Πάρθους εξαφάνισε τα πάντα.
Η Συρία βρισκόταν συνεχώς υπό ελληνόγλωσση διοίκηση, Η Αίγυπτος κράτησε τη γλώσσα ως κληρονομιά ελληνιστικής εποχής μόνο σε μεγάλες πόλεις όπως η Αλεξάνδρεια, ενώ η Λιβύη ήταν το όριο των ελληνόγλωσσων επαρχιών. Ψηφίδες ιστορικές, αλλά ενδεικτικές μόνο στη δύσκολη προσπάθεια σύνθεσης ψηφιδωτού παιδείας και γλώσσας στον Βυζαντινό πολιτισμό.

2. Ο ρόλος της αρχαιοελληνικής γραμματείας, στην παιδεία των Βυζαντινών
α). οργάνωση εκπαίδευσης στο βυζάντιο
Η Κωνσταντινούπολη «ήταν ένα χωνευτήρι ετερόκλητων στοιχείων: και οι εβδομήντα δύο γνωστές ανθρώπινες γλώσσες αντιπροσωπεύονταν σ’ αυτήν» σχεδόν όλοι οι μορφωμένοι, στην Ανατολή ήξεραν ελληνικά, και στη Δύση μιλούσαν λατινικά, αν και στο τέλος του 6ου αιώνα «δεν ήταν εύκολο να βρεθεί στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα κάποιος που να μεταφράζει ικανοποιητικά από τα λατινικά στα ελληνικά» (C. Mango, ό.π., σελ. 26-27).
Το κράτος δεν είχε οργανωμένο εκπαιδευτικό σύστημα, ενώ οι πολίτες δεν είχαν υποχρέωση να στέλνουν τα παιδιά τους σε σχολεία.
Υπήρχαν τρία είδη εκπαίδευσης η κοσμική η εκκλησιαστική και η μοναστική εκπαίδευση.

Μορφές εκπαίδευσης
α1) κοσμική
Η κοσμική εκπαίδευση περιελάμβανε τη στοιχειώδη τη μέση και την ανώτατη ή ανώτερη εκπαίδευση όπου τα τρία, στάδια γνώσης και μόρφωσης στόχευαν σε πνευματική και κοινωνική εξέλιξη. Η ανάγκη του Βυζαντίου για καταρτισμένα στελέχη που θα υπηρετήσουν τις ανάγκες της διοίκησης του κράτους, βοήθησε περισσότερο τις υποδομές στη μέση εκπαίδευση. Το πρόβλημα με τη «θύραθεν παιδεία» ήταν ότι καλλιεργούσε τη σκέψη, και αυτό ήταν θέμα, πόσο μάλλον αν ήταν και παραγωγική.


1. στοιχειώδης εκπαίδευση ή πρωτοβάθμια
Η στοιχειώδης εκπαίδευση, που δεν ήταν υποχρεωτική, άρχιζε νωρίτερα από το τέλος της «πρώτης ηλικίας», η οποία συμπίπτει με την ηλικία των 4 έως 7 ετών και ήταν τριετής.
Το στάδιο, περιλάμβανε ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, ωδική, ιστορία Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και μυθολογία. Ο δάσκαλος - «γραμματιστής» -, ήταν συνήθως κληρικός, ή μοναχός ή άλλο πρόσωπο της εκκλησίας ή ιδιωτικός δάσκαλος «παιδαγωγός». Τα σχολεία ήταν διάφορα δωμάτια μέσα δίπλα σε ναούς, ή κελιά μοναστηριών ή σπίτια δασκάλων.
Ενιαίο σχολικό πρόγραμμα δεν υπήρχε, ούτε ελεγκτική αρχή, πλην υψηλής επιστασίας των τοπικών εκκλησιαστικών αρχών.

2. μέση εκπαίδευση ή δευτεροβάθμια
Η μέση εκπαίδευση άρχιζε μετά τη στοιχειώδη και διαρκούσε τρία έτη. Ήταν ανώτερη από την προηγούμενη και οι γνώσεις που πρόσφερε ήταν απαραίτητες για κείνον που επεδίωκε να μπει σε κρατική υπηρεσία και με τον καιρό να πάρει ένα ανώτερο αξίωμα στην πολιτεία.
Το περιεχόμενο της εκπαίδευσης εκ μέρους του δασκάλου – γραμματικού -, αφορούσε τη γραμματική, την ανάγνωση, την γλωσσική και πραγματολογική εξήγηση, την κρίση, ως κύρια φιλολογικά μαθήματα ενώ διδάσκονταν και αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία, μουσική, που ολοκλήρωναν ένα κύκλο εκπαίδευσης γνωστό ως «εγκύκλιος παιδεία». Είναι «δύσκολο να πει κανείς κατά πόσο εκείνοι που είχαν λάβει αυτή την «εγκύκλιο παιδεία» είχαν πραγματικά σπουδάσει … ή απλώς είχαν περάσει από το δευτεροβάθμιο σχολείο» (C. Mango, ό.π., σελ. 153), αν και παρατηρείται μια σταδιακή συστολή της.
Οι μαθητές παρακολουθούσαν τις παραδόσεις των «γραμματικών», στα διδασκαλεία που λειτουργούσαν υπό τη μέριμνα της Εκκλησίας σε πολλές περιοχές της αυτοκρατορίας.
Η εκκλησία και η πολιτεία είχαν πολλές απαιτήσεις από τους δασκάλους και τους καθηγητές. Ζητούσαν να γνωρίζουν πολύ καλά τα αντικείμενα της διδασκαλίας τους, να είναι πράοι και φιλάνθρωποι, πρότυπα αρετής διδάσκοντας με το παράδειγμά τους. Να αγαπούν τους μαθητές και να θυσιάζονται για αυτούς.

3. ανώτατη εκπαίδευση
Η διδασκαλία ήταν έργο του ρήτορα ή σοφιστή και των βοηθών του και ήταν διαθέσιμη για νέους άνω των 15 ετών, και διάρκειας τριών έως πέντε ετών και δέκα σε ελάχιστες περιπτώσεις. Η αμοιβή των δασκάλων ήταν δίδακτρα, ή μισθός αν είχε διορισθεί από δημόσια αρχή, αν και αυτό δεν απάλλασσε απ’ την καταβολή διδάκτρων ή δώρων.
Η ανώτατη εκπαίδευση ήταν πρωταρχικό μέλημα του κράτους κατά περιοδικά χρονικά διαστήματα. Εκτός από τη ρητορική, που ήταν το κύριο αντικείμενό της, διδάσκονταν και άλλα θέματα όπως η ιατρική, η φιλοσοφία, η νομική κ.λ.π. Το έργο της εκπαίδευσης βοηθούσαν οι πλούσιες βιβλιοθήκες, δημόσιες, ιδιωτικές και μοναστηριακές, όπως η βιβλιοθήκη του Πατριάρχη Φωτίου.
Χαρακτηριστικό του επιπέδου αυτού ήταν η κινητικότητα των σπουδαστών και η αναζήτηση ως τέχνη για ανεύρεση διακεκριμένων δασκάλων σε άλλες πόλεις, με υψηλό κόστος, «οι δάσκαλοι της σοφιστικής και της φιλοσοφίας ως τον 6ο αιώνα, μολονότι δεν είχαν αποδεχτεί τη νέα θρησκεία, δεν αντιμετώπισαν προβλήματα» (Ι. Γιαννόπουλος, ό.π., σελ. 339).
Σταδιακά όμως βρίσκουμε την παιδεία και τη φιλοσοφία σε μεγάλη σιωπή, λες και χάθηκε ο λόγος των ανθρώπων και τα γράμματα ήταν ο επόμενος στόχος,… βρέθηκαν όμως ως σπόροι κοινωνοί του ελεύθερου λόγου και «μέσα σε τόσα που χάθηκαν, μόνο ένα σώθηκε κι έμεινε προσιτό, κοντινό: η γλώσσα. Η γλώσσα, ναι, μόνο αυτή σώθηκε, παρ' όλα αυτά. Αλλά έπρεπε να περάσει μέσα από την ίδια την αδυναμία της να δώσει απαντήσεις, να περάσει μέσα από τρομερή αφωνία, να περάσει μέσα από τα χιλιάδες σκοτάδια του θανατηφόρου λόγου. Πέρασε, αλλά δεν βρήκε λέξεις για ό,τι έγινε* αλλά πέρασε μέσα απ' αυτό το γεγονός. Πέρασε μέσα απ' όλα αυτά και μπόρεσε να βγεί ξανά στο φως, "εμπλουτισμένη"» (Paul Celan, Του κανενός το ρόδο, μτφρ. Χ. Λάζος, Άγρα, Αθήνα 1995, τελευταία σελίδα).

α2.) εκκλησιαστική
Η δεύτερη μορφή της βυζαντινής εκπαίδευσης και η πλέον σημαντική στο Βυζάντιο, ήταν η εκκλησιαστική εκπαίδευση. Η εκκλησία ασκούσε με πολλούς τρόπους, όχι μόνο κατά τη διάρκεια των πρώτων αιώνων αλλά και πολύ αργότερα, σημαντικό ρόλο σ’ όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Αναλάμβανε κυρίως τη στοιχειώδη εκπαίδευση, διδάσκοντας από μικρή ηλικία στα παιδιά τα Ιερά Γράμματα κι έχοντας ως βάση τη θρησκευτική διαπαιδαγώγηση. Με το καλημέρα ο ρόλος της ξεκινά στην καρδιά της σκέψης των ανθρώπων, μια και είμαστε ότι σκεφτόμαστε και σκεφτόμαστε στη γλώσσα – στις λέξεις - που μιλάμε.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος συμβούλευε «αν ένα παιδί είναι έτοιμο να αποδεχτεί μια μυθική δήλωση όπως «έγινε ημίθεος» χωρίς να γνωρίζει την έννοια της λέξης «ημίθεος», θα είναι εξίσου έτοιμο να πιστέψει στην Ανάσταση», την δημιουργία υποδοχέων χριστιανικής πίστης, μια εκκλησιαστική παιδεία πρόθεσης και δόλου, αν και αναγνώριζαν ότι «τα χριστιανικά κείμενα είναι ακατάλληλα για την άσκηση του μυαλού» (C. Mango, ό.π., σελ. 160).
Απ’ την άλλη αξιοσημείωτη είναι η προσφορά των μοναχών στον τομέα της αντιγραφής έργων αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, ορισμένα από τα οποία διασώθηκαν χάρη στη δική τους πρωτοβουλία.
Παράλληλα με τα εκπαιδευτικά ιδρύματα λειτουργούσε στην Κωνσταντινούπολη και η «Πατριαρχική Σχολή» ή «Ακαδημία», η οποία υπαγόταν απευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στην αρχή της ίδρυσής της φαίνεται ότι λειτουργούσε ως ιερατική σχολή κατώτερης βαθμίδας και οι σπουδές περιορίζονταν στην εξήγηση της Αγίας Γραφής σε νέους που προορίζονταν για την ιεροσύνη. Επί Κωνσταντίνου Θ’ Μονομάχου (1042-1055) προστέθηκε στο πρόγραμμα σπουδών η φιλοσοφία και η ρητορική. Την εποχή των Κομνηνών (1081-1185), η Πατριαρχική Σχολή άρχισε να προσομοιάζει με πανεπιστήμιο επειδή η ύλη που διδασκόταν εκεί ήταν εφάμιλλη εκείνης του ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος της πόλης. Την περίοδο αυτή ο κύκλος των μαθημάτων της Πατριαρχικής Σχολής περιελάμβανε, εκτός των θεολογικών μαθημάτων, ρητορική, ανώτερα μαθηματικά, φιλοσοφία, αστρονομία, λογική και στοιχεία ιατρικής. Η Πατριαρχική Ακαδημία διαμορφώθηκε σε ένα αυτοτελές εκπαιδευτικό ίδρυμα όχι μόνο θεολογικού αλλά και ευρύτερου προσανατολισμού, το οποίο περιελάμβανε και τους τρεις κύκλους της βυζαντινής παιδείας, δηλαδή τη στοιχειώδη, την εγκύκλιο και την ανώτατη.
Τον 11ο αιώνα η Σχολή εγκαταστάθηκε στα κτίσματα που βρίσκονταν στον περίβολο της μεγαλοπρεπούς εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων την οποία είχε ανεγείρει εκ νέου ο Ιουστινιανός το 550 μ.Χ. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στο εκπαιδευτικό σύστημα μέχρι και την κατάληψη της Πόλης από τους Φράγκους το 1204, οπότε και έπαυσε να λειτουργεί.

α3.) μοναστική
Η μοναστική εκπαίδευση παρεχόταν μέσα στα μοναστήρια και απευθυνόταν κυρίως σε όσους ήθελαν να ακολουθήσουν το μοναστικό βίο. Οι μονές μεριμνούσαν για την παροχή κάποιας μορφής στοιχειώδους εκπαίδευσης στους δόκιμους ή αρχάριους μοναχούς, οι οποίοι συνήθως ήταν έφηβοι. «Δεν υπήρξε ποτέ στο Βυζάντιο μοναστική εκπαίδευση πέρα από το πιο στοιχειώδες επίπεδο» (C. Mango, ό.π., σελ. 177). Η κοινωνία θεωρούσε ότι «ο μοναχισμός ήταν να λειτουργεί σαν ένας πνευματικός φάρος, που έδειχνε στον κοσμικό Βυζαντινό έναν υποτίθεται ιδανικό τρόπο ζωής» , στο δε «πέρασμα των αιώνων η μοναστηριακή περιουσία στο Βυζάντιο γινόταν όλο και μεγαλύτερη» (Beck H. G., ό.π., σελ. 298, 314).

β). επάνδρωση εκπαίδευσης στο βυζάντιο
Οι δάσκαλοι πληρώνονταν συνήθως απ’ τους γονείς ή τους μαθητές τους, ενώ στην πράξη
πολλές φορές πληρώνονταν με δώρα ή καθόλου. Αρκετές φορές έπαιρναν βοήθεια κατά περιοδικά χρονικά διαστήματα από το κράτος ή την εκκλησία ή τους αποδίδονταν τίτλοι τιμής. Υπήρχε ανταγωνισμός στους δασκάλους που οδηγούσε μέχρι και σε απαγωγές μαθητών.
Ο ιστορικός Κεκαυμένος (11ος αι.) αναφερόμενος γενικά στους εκπαιδευτικούς δίνει τις ακόλουθες συμβουλές:: « Αν λοιπόν είσαι διδάσκαλος εγκυκλίου ή ανώτατης παιδείας φρόντισε ώστε και με την παρουσία σου και με τα λόγια και τις πράξεις σου αλλά και με τα ίδια τα πράγματα να δείξεις την επιστήμη σου και ότι η μελέτη και η εκπαίδευση σου δεν έπεσαν στο κενό. Να είσαι δε άνθρωπος φειδωλός αλλά και κοινωνικός. Λέγοντας δε «κοινωνικός» δεν εννοώ άνθρωπος των θεαμάτων και των παιγνίων αλλά «κοινωνικός» με την έννοια να μπορείς να διδάξεις ολόκληρη την πόλη πώς να κάνει το καλό και να αποδιώχνει το κακό, ώστε να σε αγαπούν και να σε τιμούν όχι μόνο όσοι σε βλέπουν αλλά και όσοι πληροφορούνται την αρετή και τη σύνεσή σου. Και φρόντιζε να κάνεις τη γνώση σου φανερή σε όλους με έργα». (Κεκαυμένου, Στρατηγικόν, Α’ 8, εκδ. Κανάκης, Αθήνα 1996, σ.48).

Β. Οι σχέσεις του βυζαντινού κράτους και της εκκλησίας με τη «θύραθεν παιδεία», αναφέροντας σημαντικούς σταθμούς στην διαδρομή αυτών των σχέσεων
1. Οι σχέσεις του βυζαντινού κράτους και της εκκλησίας
«Όταν ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη, ο Χριστιανισμός είχε είδη εξαπλωθεί αρκετά στην Ανατολή» (Βρυώνης Σ., ό.π., σελ. 56). Η ύπαρξη μεγάλου μεγάλου αριθμού εβραϊκών κοινοτήτων, ο ιουδαϊσμός και η ειδωλολατρία στη φιλοσοφία, η ελληνική γλώσσα ως μέσο επικοινωνίας, και η εξάπλωση του ελληνισμού – «ξεκίνησε πριν από τη γέννηση του Χριστιανισμού» (Βρυώνης Σ., ό.π., σελ. 53) – έδρασαν καταλυτικά στην εξάπλωση του Χριστιανισμού. Ο Μέγας Κωνσταντίνος «…προς το τέλος της ζωής του συνειδητοποίησε, όπως φαίνεται, ότι οι τόκοι που έπρεπε να πληρώσει ως πολιτικός για την πίστωση που του έδινε η Εκκλησία ήταν υπέρογκοι», με το γιό του να συναινεί για «…χαώδεις δεκαετίες, στις οποίες είναι σχεδόν αδύνατο να διακρίνουμε μια σαφή πολιτική ή θρησκευτική γραμμή» (Beck H. G., ό.π., σελ. 135-6).
«Την αυτονομία που η Ρώμη της αρνιόταν, η Κωνσταντινούπολη την παραχωρούσε στις εθνικές εκκλησίες της δικής της περιοχής» ενθαρρύνοντας «τις ξένες εκκλησίες που ο δικός της ιεραποστολικός ζήλος δημιουργούσε, τις διάφορες καυκασιανές και σλαβικές εκκλησίες, να διατηρούν τη γλώσσα τους και , όταν ερχόταν η στιγμή, να διοικούνται μοναχές τους» (Runciman S., ό.π., σελ. 143)., η οικονομία δε ήταν και η αχίλλειος πτέρνα στην πορεία της.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε «πόσο ασήμαντη ήταν για τους Βυζαντινούς η ζωή…» (Runciman S. ό.π., σελ. 121) εκείνα τα χρόνια, ενώ ο χριστιανισμός τους δίνει τη βασιλεία των ουρανών, και με τον ορισμό του αληθινού φιλοσόφου της χριστιανοσύνης ως «ο μάρτυρας, που προάσπισε το χριστιανικό ιδεώδες με το ίδιο του το αίμα» (Beck H. G., ό.π., σελ. 227), δίνοντάς τους την επιλογή μπρός χριστιανισμός και πίσω ο παράδεισος (σε περίπτωση θανάτου).
Η έννοια της πόλης συνδέθηκε με την παρουσία κάποιου επισκόπου οι οποίοι «… όχι μόνο έπαιρναν μέρος σε καθαρά κυβερνητικές υποθέσεις, αλλά είχαν, φαίνεται, αναλάβει και την παροχή πολλών υπηρεσιών τις οποίες σήμερα γενικά – αν και όχι αποκλειστικά – συνδέουμε με το κράτος: παιδεία, φροντίδα ασθενών, ηλικιωμένων, ορφανών, και άλλων αναξιοπαθούντων» (Βρυώνης Σ., ό.π., σελ. 20).
Τον «εκκλησιοκεντρικό χαρακτήρα σκέψης, ωστόσο, μετρίαζε η στήριξη από το κράτος, με την ανοχή οπωσδήποτε και της εκκλησίας, μιας αρχαιοελληνικής παιδείας» (Ι. Γιαννόπουλος, ό.π., σελ. 262). Το μετρίαζε βέβαια απέχει πολύ απ’ το να αναιρούσε το εκκλησιαστικό DNA της. Μονόδρομος λοιπόν η ανοχή μια και κινδύνευε η εκκλησία να χάσει και την όποια καλή μαρτυρία της είχε μείνει, μια και δεν ήταν λίγες οι φορές που αμάρτησε για την ψυχή της.

2. με τη «θύραθεν παιδεία»
Οι σχέσεις του βυζαντινού κράτους και της εκκλησίας με τη «θύραθεν παιδεία», με την
κλασσική παιδεία εκτός της εκκλησίας ήταν ‘άγιες’…ας είναι νεκρή και τη μνημονεύουμε που και που. Υπήρχε αγαστή συνεργασία κράτους εκκλησίας, διαχρονικού εκφυλισμού της «θύραθεν παιδείας», όπου και θα σταχυολογήσουμε με φόντο τις σχολές το τι εξελίχθηκε.
Το 362, «ο αυτοκράτορας Ιουλιανός απαγόρευσε στους χριστιανούς να διδάσκουν στην δευτεροβάθμια και την ανώτερη εκπαίδευση με το επιχείρημα ότι δεν θα έπρεπε να διδάσκουν πράγματα αντίθετα με τις πεποιθήσεις τους» (C. Mango, ό.π., σελ. 159).
Πολύ πριν ιδρυθεί το πρώτο Πανεπιστήμιο στην Κωνσταντινούπολη, πολλές άλλες πόλεις της βυζαντινής αυτοκρατορίας ήταν φημισμένες για τις ανώτερες και ανώτατες σχολές τους, όπως:
α) Στην Αθήνα η Ακαδημία – φημισμένη φιλοσοφική σχολή
Στα τέλη του 4ου αιώνα ιδρύθηκε από τον γηγενή φιλόσοφο των Αθηνών Πλούταρχο, η Νεοπλατωνική Ακαδημία. Έδρα της είχε την οικία του ιδρυτή της, στις νότιες παρυφές της Ακρόπολης. Από τον 5ο αιώνα η Ακαδημία ανέπτυξε ένα νέο δόγμα, μία ιδιότυπη ειδωλολατρική θεολογία. Η φήμη και το πνευματικό μεγαλείο της Ακαδημίας προφανώς ενόχλησαν τον Ιουστινιανό, ο οποίος αν και δεν ήταν αντίθετος στη διδασκαλία των κλασικών ελληνικών γραμμάτων, διαφωνούσε απόλυτα στο να διδάσκονται από ειδωλολάτρες, Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός Α΄, απαγόρευσε την ειδωλολατρία. Έτσι έκλεισε τις φιλοσοφικές σχολές των Αθηνών επειδή ήταν προπύργιο της ειδωλολατρικής παιδείας, ενώ δεν έθιξε την φιλοσοφική σχολή της Αλεξάνδρειας, αντίθετα την ενίσχυσε. Έδωσε ώθηση στις νομικές σπουδές αυξάνοντας στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης τη διδασκαλία σε πέντε έτη.
β) Στην Αλεξάνδρεια – με φημισμένη φιλοσοφική σχολή, και σχολές αστρονομίας, γεωμετρίας και ιατρικής
γ) Στην Αντιόχεια σχολές φιλοσοφίας και ρητορικής
δ) Στη Βηρυτό Νομική Σχόλη
Η Βηρυτός διέθετε μία από τις σπουδαιότερες σχολές Νομικής, η οποία διακρινόταν για τον ιστορικό της προσανατολισμό και τις πνευματικές της διακρίσεις. Ήταν στελεχωμένη με ένα διάσημο σώμα καθηγητών και κατάρτιζε άριστους νομικούς και άρτια εκπαιδευμένους διοικητικούς υπαλλήλους με αποτέλεσμα να προσελκύει πλήθος σπουδαστών από όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας. Το 551 μ.Χ. ισχυρός σεισμός κατέστρεψε τη Βηρυτό, και επέδρασε δυσμενώς ακόμη και στη λειτουργία της Νομικής σχολής, η οποία μέχρι και την κατάργησή της το έτος 635 που κατελήφθη από τους Άραβες, δεν ανέκτησε την παλιά της δόξα.
ε) Στην Πέργαμο σχολή Νεοπλατωνικής φιλοσοφίας
στ) Και από τον 4ο αιώνα στην Κωνσταντινούπολη Σχολή Δημόσιας Διοίκησης.
Το πρώτο πανεπιστήμιο στην Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε από τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο και στεγαζόταν στο Καπιτώλιο. Ο Ιουλιανός απομάκρυνε τους χριστιανούς γραμματικούς, ρήτορες ή σοφιστές από τη δημόσια εκπαίδευση, ενώ πίστευε ότι οι διευθυντές των σπουδών και οι δάσκαλοι πρέπει να διακρίνονται πρώτα για το ήθος τους κι έπειτα για τις γνώσεις και την ευγλωττία τους.«Αν θέλουν να διδάσκουν, πρέπει πρώτα να πείσουν όντως τους μαθητές τους, ότι ούτε ο Όμηρος, ούτε ο Ησίοδος, ούτε κανείς από τους συγγραφείς που εξηγούν και τους οποίους έχουν καταδικάσει ως ασεβείς, ανόητους και πλανεμένους ως προς τα θεία, είναι πραγματικά τέτοιοι». Οι νέες επιστήμες όπως η ιατρική και τα μαθηματικά συμπλήρωναν σταδιακά τις ήδη διδασκόμενες .
Ο Θεοδόσιος Β΄ ίδρυσε το 425 το Πανεπιστήμιο Κωνσταντινούπολης, που παρέδιδε μαθήματα αρχαίας ελληνικής γλώσσας, λογοτεχνίας, ρητορικής, φιλοσοφίας, δικαίου, και παρά την πρόσφατη γέννηση, «έτεινε να γίνει πανεπιστημιούπολη» (C. Mango, ό.π., σελ. 156).
Στον τομέα της παιδείας άξιος διάδοχος του Κωνσταντίνου στάθηκε ο Ιουλιανός με αγάπη για τα αρχαία γράμματα, έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη της κλασικής παιδείας καταστώντας την Κωνσταντινούπολη πνευματική πόλη. Σχετικά με την ιστορία … περί του ολοκαυτώματος «ενός ιδρύματος ανώτερης εκπαίδευσης με τους καθηγητές του και τη βιβλιοθήκη του, που δήθεν το διέταξε ὁ Λέων Γ’ το 726, είναι ένας μύθος που δημιουργήθηκε αργότερα από την ταραγμένη φαντασία των λαϊκών και μοναστικών εικονολατρικών κύκλων, μέσα στον ενθουσιασμό τους για τον θρίαμβο των εικόνων» ενώ κατά τη βασιλεία του «Λέων Γ’, στην πρώτη περίοδο της βασιλείας του, δεν υπήρξαν οι διώκτες που θέλει να παρουσιάσει ἡ ορθόδοξη πίστη». (Paul Lemerle, ό.π., σελ. 88).
Επί αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄, ο Καίσαρας Βάρδας ίδρυσε ξανά το πανεπιστήμιο αυτό όπου διδάσκονταν ή «θύραθεν παιδεία» με δωρεάν φοίτηση για τους σπουδαστές στο ανάκτορα της Μαγναύρας γνωστό ως Πανδιδακτήριο της Μαγναύρας, λειτουργόντας περισσότερο ως φιλοσοφική σχολή. Σπουδαίες πνευματικές μορφές της εποχής συνδέθηκαν με το ίδρυμα αυτό, όπως ο Λέων μαθηματικός και φιλόσοφος, που διετέλεσε διευθυντής του. Κατά τον 11ο αιώνα ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος (1042-1055) μεταρρύθμισε με διάταγμα το Πανδιδακτήριο ιδρύοντας δύο ξεχωριστές σχολές, τη Νομική σχολή με το όνομα «Διδασκαλείον των νόμων» και την Φιλοσοφική με το όνομα «Γυμνάσιον» όπου διηύθυνε ο Μιχαήλ Ψελλός (διαφωνεί ο Paul Lemerle). Η νομική σχολή έδινε τη δυνατότητα στους αποφοίτους να σταδιοδρομήσουν σε δικαστήρια και κυβερνητικές υπηρεσίες, ήταν υπόδειγμα δε για τη δημιουργία αντίστοιχων σχολών στη δυτική Ευρώπη, όπως «επηρέασε την οργάνωση και λειτουργία της αντίστοιχης Σχολής της Βολωνίας στην Ιταλία, η οποία ιδρύθηκε κατ’ απομίμηση της πρώτης σαράντα περίπου χρόνια αργότερα, και μέσω αυτής και τη σπουδή του δικαίου στη Γαλλία αργότερα αλλά και στη Γερμανία» (Γεωργίου Τσάμπη, Η Παιδεία στο Χριστιανικό Βυζάντιο», εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1999, σελ. 50).

3. σημαντικούς σταθμούς στην διαδρομή αυτών των σχέσεων
«Για δύο σχεδόν αιώνες οι σχέσεις χριστιανών και ειδωλολατρών ήταν εξαιρετικά ομαλές στα σχολεία», αν και «ήταν κοινό μυστικό πως το επάγγελμα του καθηγητή αποτελούσε το τελευταίο καταφύγιο των μορφωμένων ειδωλολατρών» (C. Mango, ό.π., σελ. 161).
Από «το 337 οι όροι αντιστράφησαν, οι «εθνικοί» βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, όπως οι χριστιανοί στο παρελθόν, … διατάχτηκε το κλείσιμο των ναών τους και η δήμευση των ακινήτων που ανήκαν σε ναούς» (Ι. Γιαννόπουλος, ό.π., σελ. 282). Σταδιακά λοιπόν δημιουργείται ένα σκηνικό διωγμών για ειδωλολάτρες και είδωλα και στην αντιπαράθεση φοιτητών την πλήρωναν οι δάσκαλοι όπως έγινε το 480 με το ειδωλολάτρη καθηγητή Ωραπόλλων, ενώ «αν η πανεπιστημιακή ζωή στο τέλος του 5ου αιώνα άρχιζε να θυμίζει ναζιστική Γερμανία, το μέλλον επιφύλασσε ακόμη χειρότερα» (C. Mango, ό.π., σελ. 163).
Από τις αρχές του 6ου αιώνα και μετά ο αριθμός των πανεπιστημιακών σχολών της ανατολικής αυτοκρατορίας άρχισε να μειώνεται, εξαιτίας της πολιτικής του Ιουστινιανού Α’ (527-565 μ.Χ.) κατά των εθνικών αιρετικών – κλείσιμο της Ακαδημίας Αθηνών το 529 - και της ισχυροποίησης και επέκτασης των Αράβων.
Ο νόμος του 529 απαγόρευε να διδάσκουν οι ειδωλολάτρες, οι αιρετικοί και οι Εβραίοι, «απομάκρυνε απ’ τα δημόσια αξιώματα τους εθνικούς…και επέτρεψε να επιβληθούν…ακόμη και σωματικές ποινές» (Ι. Γιαννόπουλος, ο.π., σελ. 282) και αν και ο Ιουστινιανός «έχει βαριά ευθύνη για την εξασθένιση του εκπαιδευτικού συστήματος, για την κατοπινή του κατάρρευση όμως αιτία είναι αναμφίβολα η εξαφάνιση των πόλεων» (C. Mango, ό.π., σελ. 163). Ότι είχε απομείνει από τη δευτεροβάθμια και ανώτερη εκπαίδευση «ήταν τώρα συγκεντρωμένο στην Κωνσταντινούπολη, φαίνεται όμως ότι το Πανεπιστήμιο έσβηνε» (C. Mango, ό.π., σελ. 164).
Οι ανώτερες σπουδές μειώθηκαν στο ελάχιστο μετά τη βασιλεία του Ηρακλείου, δηλαδή μετά το 610, όπου αναφορά για καθηγητή «δεν αναφέρεται μέχρι τα μέσα του 9ου αιώνα», «υποπτευόμαστε μάλιστα πως ίσως στην αραβοκρατούμενη Συρία και Παλαιστίνη να είχαν απομείνει μεγαλύτερα αποθέματα ελληνικής παιδείας και ελληνικών βιβλίων απ’ ότι στην Κωνσταντινούπολη» (C. Mango, ό.π., σελ. 164-5) με μεγάλους ελληνόφωνους σοφούς τον Ιωάννη το Δαμασκηνό το 750 και το Γεώργιο Σύγκελλο το 814. Τότε «από τον 7ο αιώνα και μετά η διάκριση ανάμεσα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και τις ανώτερες σπουδές έτεινε να εξαφανιστεί» (C. Mango, ό.π., σελ. 176).
Το 730 ξεκίνησε η καταδίκη των εικονολατρών σαν μέτρο εναντίων των ειδωλολατρών, κάτι που γύρισε boomerang για τους χριστιανούς που έβλεπαν τα έσοδά τους να μειώνονται δραματικά, μοναστήρια να κλείνουν … και κράτησε ως το 843 με τη διαφορά ότι αποκλείστηκαν οριστικά τα αγάλματα του Χριστού και οι επιτύμβιες στήλες.
Η αναγέννηση των φιλολογικών σπουδών στην πρωτεύουσα άρχισε με πολύ αργό ρυθμό προς το τέλος του 8ου αιώνα, ενώ τότε η εισαγωγή της μικρογράμματης γραφής στην παραγωγή βιβλίων έστω και με 50 έτη καθυστέρηση απ’ τη δυτική Ευρώπη έδωσε ώθηση στην παιδεία.
Ο Λέων ο Μαθηματικός είναι ο πρώτος αληθινός καθηγητής μετά την αναβίωση, και σ’ αυτόν οφείλεται «το πρώτο σωζόμενο χειρόγραφο του Πλάτωνα» (Ι. Γιαννόπουλος, ό.π., σελ. 344).
Το περιστατικό με το χαλίφη Μamun (813-833) που από ένα μαθητή του όμηρο έμαθε για τον Λέων δίνει άλλη διάσταση με την περίφημη επιστολή του «…εσύ, που είσαι τόσο σπουδαίος στην επιστήμη, είσαι άγνωστος στους συμπολίτες σου, και δεν έχεις καθόλου τιμηθεί απ’ αυτούς για τη σοφία και τη γνώση σου, καταδέξου να έρθεις σ’ εμάς …θα σκύψει μπροστά σου όλο το γένος των Σαρακηνών και θα αξιωθείς πλούτη και δωρεές…» (C. Mango, ό.π., σελ. 167). Τότε ο αυτοκράτορας Θεόφιλος του έδωσε ένα χρηματικό ποσό και τον εγκατέστησαν ως δημόσιο καθηγητή στην εκκλησία των Σαράντα Μαρτύρων. Ο χαλίφης ανανέωσε την προσφορά με δύο χιλιάδες λίτρα χρυσάφι και ο Λέων μετά λίγο καιρό χειροτονήθηκε μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (840-843), και την συνέχεια διορίστηκε επικεφαλής μιας νέας σχολής γνωστής ως Πανδιδακτήριο της Μαγναύρας και καθηγητής φιλοσοφίας αποτελώντας χαρακτηριστικό παράδειγμα της «θύραθεν παιδείας» επί Μιχαήλ Γ’.
Καταπληκτική είναι και η αναφορά με τον μαθητή του Κωνστάντιο Σικελό όπου «σοκαρίστηκε τόσο πολύ από τη διδασκαλία του Λέοντα, που τον εξαπέστειλε μεταθανατίως στην Κόλαση, να καίγεται αιώνια μαζί με τους άλλους ειδωλολάτρες, τον Πλάτωνα, και τον Αριστοτέλη, τον Σωκράτη, τον Επίκουρο, τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Άρατο και όλους αυτούς τους καταρεμένους» (C. Mango, ό.π., σελ. 168).
Τον «10ο αιώνα, στην Κωνσταντινούπολη, κάνει την εμφάνισή του ένα συλλογικό έργο με εξαιρετική σημασία για τη γνώση της ελληνικής Αρχαιότητας, … ένα απάνθισμα έργων και προσώπων, …πρόκειται για τη Σούδα, …οι συγγραφείς της είχαν πρόσβαση σε ένα πλήθος πηγές που αργότερα εξαφανίστηκαν» (Claude Mosse, Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας 2000 – 31 π.χ., μτφρ. Λ. Στεφάνου, Δ. Ν. Παπαδήμα, Αθήνα 1996, σελ. 23).
«Δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε για την εξέλιξη της βυζαντινής εκπαίδευσης… από το 940 ως το 1040» (C. Mango, ό.π., σελ. 170), αν και ο 11ος αιώνας χαρακτηρίζεται από πιο δραστήριο πνευματικό κλίμα που μπορεί να σχετίζεται απ’ την άνοδο μιας καινούργιας τάξης αστών, και την εμφάνιση διανοούμενων που ήταν κατά βάση καθηγητές, όπως ο Ψελλός ή ο Ιωάννης ο Ιταλός. Βέβαια «η χριστιανική αγάπη» δεν ξεχάστηκε δίνοντας ουκ ολίγα περιστατικά όπως αυτό με τον Ιταλό το 1082 όπου μετά την κατηγορία για ασέβεια και παρά την ομολογία πίστεως ενώπιον δικαστηρίου, ‘ο από μηχανής θεός του αυθορμητισμού’, μέσω συλλαλητηρίου αγριεμένων πολιτών τον οδήγησε «στον τρούλο της Αγίας Σοφίας για να κρυφτεί σε μια τρύπα», ‘ταπεινά πάντα’, μέχρι να τον αναθεματίσουν και να τον κλείσουν σε μοναστήρι, όπου και «δεν ξαναεμφανίστηκε ποτέ πια»* στα επιχειρήματα της δίωξης τα λόγια της Άννας Κομνηνού «αυτός ο αλαζόνας και θρασύς βάρβαρος,… έπαιρνε τη φιλοσοφία του στα σοβαρά» (C. Mango, ό.π., σελ. 174). Τα χειρότερα δε ήρθαν όταν με απόφαση του Αλεξίου Κομνηνού «η εκπαίδευση περιήλθε στον έλεγχο και την προστασία του πατριαρχείου» (Ι. Γιαννόπουλος, ό.π., σελ. 349) περίπου στο τέλος του 11ου αιώνα.
Μετά το 1100 «βρίσκουμε ένα ολοκληρωμένο σύστημα λαϊκής και θρησκευτικής εκπαίδευσης», ενώ «η πατριαρχική σχολή κυριάρχησε στην εκπαιδευτική σκηνή της Κωνσταντινούπολης μέχρι το 1204», παρ’ ότι «η φιλοσοφία δεν περιλαμβανόταν στο πρόγραμμά της» (C. Mango, ό.π., σελ. 175). Εκπαιδευτικό υλικό όπως «Τι μπορεί να είπε η Πασιφάη όταν ερωτεύτηκε τον Ταύρο» οδηγούν στην «ψευδαίσθηση ότι ο χρόνος είχε σταματήσει για χίλια χρόνια» (C. Mango, ό.π., σελ. 176-7).
Με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους (1204), «καταστρέφεται μια τεράστια βιβλιοθήκη που περιείχε ένα μεγάλο αριθμό από αρχαιότατα μοναδικά αντίγραφα» (Claude Mosse, ό.π., σελ. 24), αλλά σε άλλα μέρη της αυτοκρατορίας ιδρύθηκαν σχολές Φιλοσοφίας όπως στη Νίκαια, υπό τη διεύθυνση του Νικηφόρου Βλεμμύδη, ενός από τους πιο αξιόλογους φιλοσόφους του Βυζαντίου.
Επί Ιωάννη Η΄ του Παλαιολόγου (1425-1448) ιδρύθηκε το τελευταίο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, από τον Ιωάννη Αργυρόπουλο (1415-1487), λόγιο και κληρικό, που πριν είχε διδάξει στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας (1441-1444).

Γ. Οι συνέπειες των σχέσεων αυτών στην πνευματική παραγωγή και τη γλώσσα
«Με τη διαπλοκή κράτους και εκκλησίας, το πρώτο μπορούσε να παρεμβαίνει στα εσωτερικά της και να επηρεάζει τις αποφάσεις της και η δεύτερη, … προσδιόριζε στάσεις και συμπεριφορές, όπως και τα όρια της ελευθερίας της σκέψης» (Ι. Γιαννόπουλος, ό.π., σελ. 261), * τα όρια στη σκέψη οδηγούν στην σταδιακή απαξίωσή της πολλαπλασιαστικά, τόσο στους κώδικες όσο και στις γεννήτριές της, όπως η γλώσσα.
Η διγλωσσία – τριγλωσσία της εποχής χαρακτηρίζεται απ’ τον «Αττικισμό» ένα τεχνητό γραπτό ιδίωμα, με πρότυπο την αττική διάλεκτο της κλασσικής περιόδου, και την επικράτησή του στους διανοούμενους της εποχής, ως «επίσημης» γλώσσας* απείχε απ’ την καθημερινή ζωντανή γλώσσα της εποχής – την κοινή - , του λαού, όπου βρισκόταν σε περιφρόνηση και υποτίμηση, αν και αποτέλεσε τη γλώσσα επικοινωνίας, όλων των λαών απ’ την Περσία ως το δυτικότερο άκρο. Η ελληνιστική κοινή γλώσσα με την εξέλιξή της υιοθετείται σαν γλώσσα Ευαγγελίου, διεισδύοντας έτσι στα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας και ενώ με την πρώτη ματιά «θεωρείται μια φάση παρακμής», σταδιακά γίνεται μέσο διεθνούς επικοινωνίας «συνεχώς εξελίσσονταν στο φωνολογικό, το μορφολογικό, το συντακτικό, και το λεξιλόγιο» (C. Mango, ό.π., σελ. 276). Ταυτόχρονα δε έχουμε και τη δημώδη γλώσσα η οποία ήταν η πιο ωφελημένη στην εξελικτική της πορεία. Συνοψίζοντας δηλαδή έχουμε ταυτόχρονα το παρελθόν-παρόν (αττικισμό), το παρόν-παρόν (κοινή), και το παρόν-μέλλον (δημώδη), κάτι πολύ λογικό σε μια διαδρομή 1000 ετών.
Συνέπειες του «αττικισμού» - όπου αν και νεκρή γλώσσα αποτελούσε το διακριτικό μιας ελίτ - είναι ότι για την περίοδο αυτή μέχρι και τον 11ο αιώνα δεν υπάρχουν γραπτά τεκμήρια της ομιλούμενης γλώσσας, και στον 12ο αιώνα εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα λογοτεχνίας.
«Το πένθος θεωρούνταν αρετή» μα το πιο παράξενο ήταν «η καταδίκη του γέλιου, … καθώς
φαίνεται ο Χριστός δεν είχε γελάσει ποτέ» (C. Mango, ό.π., σελ. 266). Η γυναίκα δε ήταν σε ‘βωμό αγάπης και αναγνώρισης’ μια και η θέα της ακόμη θεωρούνταν φαρμακερό βέλος.
«Οι επιπτώσεις αυτής της κατάστασης στη βυζαντινή φιλολογία είναι προφανείς» (C. Mango, ό.π., σελ. 177). Αν η καλή διάθεση είναι θέμα μεπτό, η δημιουργία απουσιάζει.
Η ιστορία του πολιτισμού είναι μια αέναη διαδικασία αλληλεπίδρασης, συνειδητή ή ασυνείδητη που κατά διαστήματα δίνει ψευδείς εικόνες επικράτησης ενός ή άλλου στοιχείου, και οι πιστοί των στιγμών αναλαμβάνουν και το κόστος της διαχρονικής έκθεσης στην ανθρώπινη ιστορία. Η δυναμική τέτοιων περιστατικών σε διάρκεια, όπως η αναμονή της Δευτέρας Παρουσίας οδηγεί στο «τελικό δράμα της ανθρώπινης ιστορίας, που ο Θεός ‘με την ακατάληπτη κρίση του συνεχώς το ανέβαλλε…» (C. Mango, ό.π., σελ. 253).
Με την άλωση της πόλης, χρειάσθηκε ν’ αλλάξει ο μύθος δίνοντας την πρωτοκαθεδρία του εθνικού ήρωα ‘στο μαρμαρωμένο βασιλιά’ που «θα έδιωχνε τους Τούρκους από την Κωνσταντινούπολη, θα επανέφερε το σταυρό στον τρούλο της Αγίας Σοφίας και θα ίδρυε ένα ελληνικό κράτος» (C. Mango, ό.π., σελ. 257).
«Γιατί οι θεοί να ανέχονται την ανοχή;» λέει ο Μπρέχτ, και εδώ η ανοχή και η υποτελική συμπεριφορά των ανθρώπων απέναντι στα ‘χριστιανικά λόγια’ πίστης επιβολής και εξουσίας, ίσως και να βοηθούσε στην επιβίωσή τους, έτσι δεν μπορούν να κατηγορηθούν για δόλο.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
«Το παρελθόν δεν είναι ενδεχομένως προσιτό παρά μονάχα μέσα από μια άσκηση του ορθού λόγου, σαν μια καθαρά νοητική ανασύνθεση, κάτι τελείως διαφορετικό απ’ την παράθεση κομματιασμένων παραδόσεων» (Claude Mosse, ό.π., σελ. 34). «Ο Helmut Ritter σ’ ένα εστιατόριο της πόλης το 1959 … μου είπε … ήταν αδύνατο να γράψει κανείς την ιστορία του μεγάλου αυτού πολιτισμικού σχηματισμού» (Βρυώνης Σ., ό.π., σελ. 9).
Η δυσκολία του να αξιολογήσει κανείς και να επιλέξει στοιχεία, όταν πολλά απ’ αυτά έχουν χαθεί και η επιλεκτική αναφορά τους μπορεί να οδηγήσει σε δύσκολα μονοπάτια γίνεται αντιληπτή για το θέμα μας, όταν στο Βυζάντιο σε σχέση με την θρησκεία πολλές φορές ήταν δύσκολο να ξεχωρίσεις το ποιος πραγματικά βρίσκεται πίσω από κάτι (η θρησκεία ή το κράτος του Βυζαντίου), άλλο πόσο στην παιδεία της εποχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η εφαρμογή που βρήκε η ρητορική (της κλασσικής ανώτατης παιδείας) στο Χριστιανισμό με τους λόγους που εκφωνούσαν οι διάφοροι εκφραστές και εκπρόσωποί της. Αυτό το ανακάτεμα βέβαια είχε νικητή την εκκλησία, όπου πρωταγωνιστεί σε πνευματικό, και διοικητικό επίπεδο.
Με την ανοχή ότι «η ιστορική διάσταση δεν είναι πάντα τόσο φανερή» (Beck H. G., ό.π., σελ. 395), οι λόγιοι της Δύσης τον 14ο αιώνα «άρχισαν να αντιλαμβάνονται τι θησαυροί γνώσεων υπήρχαν αποταμιευμένοι στην Κωνσταντινούπολη» και «η Δύση αναγνώρισε επιτέλους το έργο των Βυζαντινών για τη διαφύλαξη της αρχαιότητας, που το 1204 το είχε σχεδόν καταστρέψει» (Runciman S., ό.π., σελ. 336). Αυτό – το 1204 - και αν ήταν θεϊκή έκπληξη, αν και πλησιάζει προς αρχαία τραγωδία με τη μάνα να θυσιάζει τη κόρη, την κόρη που για 11αιώνες ήταν το κέντρο φωτός και είχε βγάλει χώρες ολόκληρες από τη βαρβαρότητα, οδηγώντας τες στην εκλέπτυνση των ηθών στα γράμματα και στον πολιτισμό.
«Τελικά φιλοσόφησε ο Έλληνας ο κόσμος μεταβάλλεται συνεχώς και η ροή μιας τέτοιας αλλαγής παρέσυρε και τους Έλληνες» Βρυώνης Σ. (ό.π., σελ. 360). Με τους σπόρους που άφησαν πίσω του άνδρες όπως «ο Χρυσολωράς και ο Γεμιστός Πλήθων για την προώθηση της μελέτης των ελληνικών, και του πλατωνισμού στη Δύση, όλη η Αναγέννηση είναι χρεώστης του Βυζαντίου» Runciman S. (ό.π., σελ. 331).
«Όποιος επικαλείται υψηλά ιδανικά και αντλεί το γόητρό του από αυτή του την ταύτιση με υπερβατικές πνευματικές αξίες, έχει υποχρεώσεις απέναντι στην Ιστορία» (Beck H. G., ό.π., σελ. 315). Οι υποχρεώσεις αυτές δεν αποτελούσαν μέλημα των τότε ιθυνόντων.
Η κληρονομιά του Βυζαντίου για την Ελλάδα είναι η διατήρηση της ελληνικής γλώσσας
Υπάρχει όμως ένας «σκοτεινός αιώνας» 2000 ετών που η μια πλευρά - και κυρίαρχη – του χριστιανισμού χαρακτηρίζεται από αυταρχισμό, θρησκοληψία, και θρησκευτικούς πολέμους, με τη θρησκεία να είναι η βαρβαρότητα απέναντι στην ποίηση, η πονηριά απέναντι στην αθωότητα της φύσης, και ο εχθρός της γνώσης. Παρ’ όλη την αρνητική κριτική μας δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και τις θετικές επιρροές της μια και αποτελεί τον πρώτο εκφραστή της παγκοσμιοποίησης, ένα δεσμό πολιτισμού ανάμεσα σε ανθρώπους, που προκαλεί χαρά συζητήσεις συντροφικότητα. Η χριστιανική θρησκεία χαρακτηρίζεται απ’ το «άγγιγμα του Μίδα» μια και έχει συμβάλει στη δημιουργία εκλεκτών έργων που ανταγωνίζονται, και δημιουργούν πολιτισμό. Η προσπάθεια ερμηνείας στερεί κάτι από τη μαγεία της, και ίσως εκεί κρύβεται και το μυστικό της, στο … μυστικισμό της.
«Oι αρχαίοι θα θεωρούσαν, αναμφίβολα, πρέπον να επανεκτιμήσουμε τον χριστιανισμό τούτη τη στιγμή του χρόνου» (Freke T. , Gandy P., Τα μυστήρια του Ιησού, μτφρ. Σιδέρη Ν., Ενάλιος 2001, σελ. 357).






ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ



Beck H. G., Η βυζαντινή χιλιετία, μτφρ. Κούρτοβικ Δ., Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 2005.

Βρυώνης Σ. Η παρακμή του μεσαιωνικού ελληνισμού στη μικρά Ασία και η διαδικασία εξισλαμισμού 11ος – 15ος αιώνας, μτφρ. Κάτια Γαλαταριώτου, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 2000.

C. Mango, Bυζάντιο Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, μτφρ. Δ. Τσουγκαράκη, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 2002.

Claude Mosse, Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας 2000 – 31 π.χ., μτφρ. Λ. Στεφάνου, Δ. Ν. Παπαδήμα, Αθήνα 1996.

Eco Umberto, Πώς γίνεται μια διπλωματική εργασία, Αθήνα 1994.

Freke T. , Gandy P. Τα μυστήρια του Ιησού, μτφρ. Σιδέρη Ν., Ενάλιος 2001.

Ι. Γιαννόπουλος, «Το Βυζάντιο, το όνομα, η σημασία του πολιτισμού, το κράτος», στο Ι. Γιαννόπουλος κ.α., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τόμος Β’, ΕΑΠ, Πάτρα 2000.

Κεκαυμένου, Στρατηγικόν, Α’ 8, Κανάκης, Αθήνα 1996.

Πέννα Β., Νικολούδης Ν. "Βυζαντινοί Θεσμοί" στο Ελληνική Ιστορία – Βυζάντιο και
Ελληνισμός, τόμος Β, των Β. Πέννα, Ν. Νικολούδης, Χ. Γάσπαρης, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 1999.

Paul Lemerle, «Ο Πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός», σημειώσεις και παρατηρήσεις για την εκπαίδευση και την παιδεία στο Βυζάντιο από τις αρχές ως τον 10ο αιώνα, (μτφρ. Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου). Β΄ έκδοση. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Αθήνα 1985.

Runciman S. , Βυζαντινός Πολιτισμός, μτφρ.Δετζωρτζή Δ., Ερμείας 1969.

Γεωργίου Τσάμπη, Η Παιδεία στο Χριστιανικό Βυζάντιο», εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1999.










«Παιδείας αι μεν ρίζαι πικραί, οι δε καρποί ηδείς» Ισοκράτης

Δεν υπάρχουν σχόλια: