Σάββατο 22 Μαρτίου 2008

ΕΛΠ 11 εργ.3η Τα ελληνικά πολιτικά κόμματα κατά την περίοδο της οθωνικής μοναρχίας


ΑΡΓΥΡΗΣ ΗΛΙΑΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
Πρόγραμμα Σπουδών: ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Θεματική Ενότητα: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ακαδ. Έτος: 2007-2008
Όνομα Καθηγητή: ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΕΥΑΝΘΗΣ
Θέμα της Γ΄ Εργασίας
για την ΕΛΠ 11
Ακαδημαϊκό έτος 2007-2008
Τα ελληνικά πολιτικά κόμματα κατά την περίοδο της οθωνικής μοναρχίας (ιστορικές καταβολές, εξέλιξη, οργανωτικές δομές, ο ρόλος τους στο πολιτικό σύστημα της χώρας και η ιδεολογική τους φυσιογνωμία).
Αναπτύξτε το θέμα σε 2200 λέξεις.















ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕΛ. 3
ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ ΣΕΛ. 4
Τα ελληνικά πολιτικά κόμματα κατά την περίοδο της οθωνικής μοναρχίας
Α. Ιστορικές καταβολές και εξέλιξη ΣΕΛ. 4
Β. Οργανωτικές δομές ΣΕΛ. 6
Γ. Η ιδεολογική τους φυσιογνωμία ΣΕΛ. 7
Δ. Ο ρόλος τους στο πολιτικό σύστημα της χώρας ΣΕΛ. 9
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΣΕΛ. 11
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΕΛ. 12
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
«Η Ελληνική Επανάσταση ήταν προϊόν πολλών παραγόντων που λειτούργησαν ταυτόχρονα, όταν η τουρκική κυριαρχία είχε εξασθενίσει και η ανταρσία του Αλή-Πασά είχε στερήσει από την τουρκική ισχύ ένα από τα κυριότερα στηρίγματά της στο δυτικό άκρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας» (D. Dakin, Ο αγώνας των ελλήνων για την ανεξαρτησία 1821-1833, μτφρ. Ρ. Σταυρίδη-Πατρίκιου, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1999, σελ. 391).
Η επίκληση της Αρχαιότητας «αποτέλεσε το βασικό συνδετικό ιστό των τότε Νεοελλήνων, τον απελευθερωτικό μύθο της περιόδου αυτής της αναδημιουργίας» (Γ. Μαργαρίτης, "Ο Οθωμανικός χώρος και η συγκρότηση του νέου Ελληνισμού" στο Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική ιστορία, τόμος Γ’, των Γ. Μαργαρίτης, Σ. Μαρκέτος, Κ. Μαυρέας, Ν. Ροτζώκος, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 1999, σελ. 55).
Μήπως η Αρχαιότητα χρησιμοποιήθηκε με δόλο από τους προγόνους μας, όπως έκανε περιοδικά κατά το δοκούν ο Όθων με τα κόμματα, μέχρι να υπογράψουν οι χώρες (πρώτα Αγγλία, μετά Γαλλία) για εκταμίευση του δανείου;
Ο κοινός αγώνας ξεκίνησε με χάσμα ανάμεσα σε γαιοκτήμονες και άκληρους χωρικούς, όπου «στο μέτρο που ο κοινός εχθρός εκδιωκόταν, εμφανίζονταν νέες συγκρούσεις» (G. Herring, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, τόμος Α’, μτφρ.Θ. Παρασκευόπουλος, , Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2006, σελ. 73).
Γενική ήταν η γνώμη «ότι τα κόμματα ήταν τρεις «πελατείες» που περιορίζονταν σχεδόν αποκλειστικά στην πρωτεύουσα, ότι είχαν οργανωθεί από τις ξένες αποστολές, ότι αποτελούνταν από άτομα ιδιοτελή που δεν εκπροσωπούσαν παρά μόνο τον εαυτό τους, και ότι εξασφάλιζαν την εύνοια των ξένων αποστολών προσφέροντας ως αντάλλαγμα την παροχή πληροφοριών και μια υποτυπώδη υποστήριξη προς την αντίστοιχη δύναμη» (J. Petropoulos, Πολιτική και συγκρότηση Κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο (1833-1843), μτφρ. Ν. Διαμαντούρος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1997).
«Σε αντίθεση με την εξέλιξη στη Δυτική Ευρώπη, εδώ τα κόμματα δημιουργήθηκαν πριν από την εντελή εξασφάλιση της κρατικής υπόστασης και της επικράτειας και όχι στο εσωτερικό ενός σταθεροποιημένου κράτους, και έτσι ήταν τα κόμματα και όχι το εμβρυακό κράτος φορείς της νομιμοποίησης και παράγοντες της ενσωμάτωσης» (G. Herring, ό.π., σελ. 114).
Αρωγός στα πρώτα τους βήματα στάθηκε το κίνημα του Φιλελληνισμού που βοήθησε το κράτος ιδιαίτερα στις διπλωματικές του σχέσεις, ενώ συντέλεσε ουσιαστικά και στη λήψη του 1ου δανείου από την Αγγλία.
Παράλληλα με τους ηγέτες των κομμάτων υπήρχαν λαμπρές φυσιογνωμίες εκτός κομμάτων. με έργο πολιτικό, με στόχο την ανάδειξη της ιστορίας, της γλώσσας, του πολιτισμού του έθνους και την εθνική αφύπνιση, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής που στο τέλος έβλεπε το έργο του να καίγεται, αλλά άφησε κληρονομιά πολιτισμού.
Θα δούμε στη συνέχεια την κυκλοθυμική πορεία των κομμάτων που μπορεί να ζαλίζει τους απ’ έξω, να πλουτίζει κάποιους από μέσα, να εξοστρακίζει τους «καλούς» που ωρίμασαν πρόωρα και εν τέλει να μορφοποιεί ένα νέο κράτος με στοιχεία πολυσπερματικά.
ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ
Α. Ιστορικές καταβολές και εξέλιξη ΣΕΛ. 4
«Η επανάσταση ήταν σε μεγάλο βαθμό μια αγροτική εξέγερση που διενεργήθηκε μέσα σε έντονες κοινωνικές συγκρούσεις, με κορυφώσεις τους δύο εμφύλιους πολέμους στα 1823-1824» (Π. Κιτρομηλίδη, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, μτφρ. Σ. Νικολούδη, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2000, σελ. 467), με καταλυτική τη συμμετοχή των διανοούμενων (πολλοί ετερόχθονες), εξαιτίας της υπεροχής τους στη μόρφωση, και στη γνώση διεθνών θεμάτων.
«Από την οθωμανική κυριαρχία είχαν δημιουργηθεί για αρκετούς λόγους πελατειακές ενώσεις» ενώ «φυσικούς και αξιόπιστους συμμάχους έβρισκε κανείς… στην οικογένεια», (G. Herring, ό.π., σελ. 63), όπου η σχέση φιλίας συγγένειας και εξυπηρέτησης ήταν πέρα από πολιτικές οροθετήσεις και άμβλυνε τις κοινωνικές επιπτώσεις.
«Ο σχηματισμός ομάδων από τις υπάρχουσες φατρίες σε εθνικό επίπεδο πέρασε από τρεις φάσεις». Το 1821-1824 εξελίχθηκε με βάση ταξικές διαφορές, το 1824 σύμφωνα με τοπικούς διαχωρισμούς, και το 1825 «σύμφωνα με την προτίμησή τους για κάποια από τις τρεις δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) και τελικά μπήκαν υπό την προστασία τους» (J. Petropoulos, ό.π., σελ. 129).
Οι Έλληνες ήρθαν σε επαφή με τις μεγάλες δυνάμεις ελπίζοντας σε βοήθεια εναντίων των Τούρκων και «από τις τρεις δυνάμεις πήραν τις ονομασίες τα τρία κόμματα που δημιουργήθηκαν τη δεκαετία του 1820» και «οι ονομασίες των ελληνικών κομμάτων όπως και των βρετανικών δόθηκαν αρχικά από τους πολιτικούς τους αντιπάλους» (G. Herring, ό.π., σελ. 141), ενώ «καμιά ιστορική πηγή πριν το 1825 δεν δίνει στις φατρίες ξενικές επωνυμίες» (J. Petropoulos, ό.π., σελ. 117).
Το Ρωσικό Κόμμα ακολούθησαν παραδεδομένες ή νέες πελατειακές δομές που αρχικά αναπτύχθηκαν και στη συνέχεια διαλύθηκαν ή μειώθηκε η σημασία τους για τις πολιτικές αποφάσεις. Άλλος λόγος των οπαδών του είναι ότι «οι Έλληνες είχαν ζωντανή την ελπίδα ότι ο τσάρος θα τους απελευθέρωνε μια μέρα» (G. Herring, ό.π., σελ. 221), αν και η αδιαφορία στη συμφωνία του Άκκερμαν (1826) και στη συνθήκη ειρήνης της Αδριανούπολης τους πάγωσε.
Ο Υψηλάντης με τον Κολοκοτρώνη ήταν οι ηγέτες του που σταδιακά αποκαθηλώθηκαν μια και ο γέρος του Μωριά «απέδωσε τους καρπούς της επανάστασης, αφού δεν έφταναν για όλους, αρχικά στον εαυτό του» και «του έδωσαν το παρατσούκλι Καπετάν Λαφύρας» (G. Herring, ό.π., σελ. 107).
«Ο Υψηλάντης αποδείχθηκε από τις ευγενέστερες φυσιογνωμίες της Ελληνικής Επανάστασης. Το αφάνταστο θάρρος του, ο θερμός πατριωτισμός του, η μεγάλη του εντιμότητα εντυπωσίαζαν ακόμη και τους εχθρούς του, δεν ήταν όμως πλασμένος για ηγέτης» (J. Petropoulos, ό.π., σελ. 95).
Αργότερα ο Καποδίστριας – ως φυσική συνέχεια - πίστευε ότι τα κόμματα βοηθούν την έξαψη διενέξεων την απείθεια στη Κυβέρνηση και τη δουλική προσκόλληση σε ξένες δυνάμεις «έθεσε ως στόχο να αποδυναμώσει τα ανώτερα στρώματα και τα κόμματα» (G. Herring, ό.π., σελ. 109), δίνοντας δικαίωμα ψήφου στους ακτήμονες, και καταργώντας την εκμίσθωση φόρων.
Η «σχετικά μακρά και σθεναρή διακυβέρνηση του Καποδίστρια του είχε δώσει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει την ευρεία δημοτικότητά του και τη διοικητική μηχανή του κράτους για να συγκροτήσει ένα καλά οργανωμένο κόμμα με πλατιά λαϊκή υποστήριξη» (J. Petropoulos, ό.π., σελ. 162), αλλά δεν βοήθησε στην ανέλιξη των κομμάτων για δημοκρατικές διαδικασίες ενώ η υπεροψία του στον θεωρητικό λόγο, «ήταν εκείνο που ενοχλούσε οποιονδήποτε ερχόταν σ’ επαφή μαζί του και εκείνο που είχε κάνει τον Μέττερνιχ να πει ότι «ήταν ένα αληθινό θαύμα ξεροκεφαλιάς»» (D. Dakin, ό.π., σελ. 377), η αναβλητικότητά του δε με την αλλαγή θέσεων οδήγησαν στο μοιραίο.
Το Αγγλικό Κόμμα ακολούθησαν άνθρωποι από τους άρχοντες, από τους στρατιωτικούς και από τους «Δυτικούς» δηλαδή «σπουδαγμένοι σε δυτικοευρωπαϊκά Πανεπιστήμια ή πρώην κάτοικοι δυτικοευρωπαϊκών χωρών, κυρίως όμως διανοούμενοι και έμποροι, εμφορούμενοι από εθνικιστικές και δημοκρατικές ιδέες», γίνεται δε εμφανές ότι «δεν είχαν ούτε μεταξύ τους ούτε με τον Μαυροκορδάτο σχέσεις που θα μπορούσαν να περιγραφούν με την έννοια της πελατειακής ένωσης ή έστω μιας χαλαρής φατρίας οικογενειών» (G. Herring, ό.π., σελ. 105).
Για τον Μαυροκορδάτο – ηγέτη του κόμματος - «οι προσωπικές προτιμήσεις δεν είχαν καμιά θέση στις κρατικές υποθέσεις», έχοντας ως πεποίθηση «πως η μεγαλύτερη ελπίδα για την Ελλάδα βρισκόταν στην υποκίνηση του ανταγωνισμού ανάμεσα στη Βρετανία και τη Γαλλία», ενώ «έδωσε προτεραιότητα στη Βρετανία» (J. Petropoulos, ό.π., σελ. 123-4).
Το Γαλλικό Κόμμα δημιουργήθηκε ως εκπρόσωπος των συμφερόντων των Ρουμελιωτών στρατιωτικών κυρίως όπου εδώ διαπιστώνουμε τη μέγιστη διάρκεια των πελατειακών δομών, και ηγέτη τον Κωλέττη αφού χάθηκαν οι φυσικοί του ηγέτες πρώτα ο Ανδρούτσος το 25, ο Καραϊσκάκης το 27, και ο Γκούρας το 28. «Στην Πελοπόννησο αναπτύχθηκε γύρω από τη φατρία των Δεληγιανναίων, και περιέλαβε ένα τμήμα της τάξης των πελοποννήσιων προεστών» (J. Petropoulos, ό.π., σελ. 167).
Αν και με την πρώτη ματιά “δεν κομίζει γλαύκα εις Αθήνας”, «είχε αναπτύξει πιο ισόρροπη εκπροσώπηση των γνωστών ομάδων συμφερόντων της ελληνικής κοινωνίας», και ενώ «η κατάσταση αυτή αποτελούσε πλεονέκτημα στο βαθμό που έδινε στο κόμμα ευρύτερο, και επομένως εθνικό, χαρακτήρα…, είχε το μειονέκτημα ότι δημιουργούσε εσωτερική αστάθεια και διαφωνία» (J. Petropoulos, ό.π., σελ. 551).
Χαρακτηριστικό δείγμα κινητικότητας οπαδών και ομάδων ήταν που «η φατρία των Κουντουριώτηδων εγκατέλειψε το «αγγλικό» κόμμα για να ενωθεί με το «γαλλικό», αν και αυτή ακόμη η σύμπραξη είχε χαρακτήρα προσωρινό» (J. Petropoulos, ό.π., σελ. 171).
«Σε όλες τις παρατάξεις συναντά κανείς τη μεγάλη εξάρτηση των αγωνιστών από τον εφοδιασμό τους με τρόφιμα και πυρομαχικά και την απαίτηση για μισθό» (G. Herring, ό.π., σελ. 100-1), οικονομικά δηλαδή είναι άθλια.
Ιδεολογικά αφού «άρχισαν να χάνουν την αίγλη τους στην Ελλάδα τα φιλελεύθερα και ριζοσπαστικά ιδανικά του Κοραή και των διαφωτιστών, περίπου τον καιρό της Ελληνικής Επανάστασης, σχεδόν όλοι οι πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής ασπάζονταν αυταρχικές αντιλήψεις, ακόμη και αν επικαλούνταν δημοκρατικά ιδεολογήματα» (Σ. Μαρκέτος, ό.π., σελ. 142).
«Η πρώτη αντιβασιλεία, θέλοντας να εμπεδώσει την εξουσία της, …ευνόησε τα ασθενέστερα κόμματα κι έπληξε το ισχυρότερο από αυτά, δηλαδή το ρωσόφιλο», και «αποξένωσε τους οπαδούς του» (Σ. Μαρκέτος, ό.π., σελ. 145), ενώ απαλλάχθηκε από τους αρχηγούς των κομμάτων στέλνοντας το Μαυροκορδάτο και τον Τρικούπη ως πρεσβευτές στο εξωτερικό, ενώ ο Κωλέττης πήγε αργότερα στη δεύτερη αντιβασιλεία.
Επί αντιβασιλείας συντελείται η πιο σημαντική χρονική περίοδος στην ωρίμανση των κομμάτων, όπου αντιλήψεις όπως αλυτρωτισμός, ανεξαρτησία, ενότητα και συνταγματική διακυβέρνηση έβρισκαν κοινό τόπο στα κόμματα, με πολιτικό ευνουχισμό της περιφέρειας στο επίπεδο των κοινοτήτων μια και οι αντιβασιλείς «περιέκοψαν τα δικαιώματα της παραδοσιακής αυτοδιοίκησης των Ελλήνων» (G. Herring, ό.π., σελ. 125).
Β. Οργανωτικές δομές ΣΕΛ. 6
Τα πολιτικά κόμματα διαμορφώθηκαν την περίοδο των εθνικών συνελεύσεων, με άτυπες οργανωτικές δομές χωρίς καταστατικό, μέλη και γραφεία, «είχαν τις καταβολές τους στις οργανωτικές μεθόδους που δίδαξε η Φιλική Εταιρεία και στις κοινωνικές και ιδεολογικές αντιθέσεις, οι οποίες κορυφώθηκαν τον καιρό του Αγώνα». Ουσιαστικά αποτελούσαν συνέχεια δικτύων συγγενείας με οικονομική αλληλεξάρτηση, ενώ οι τότε «οικογένειες ήταν πολύ πιο διευρυμένες από τις σημερινές και συχνά αποτελούσαν πολυμελείς φατρίες» (Σ. Μαρκέτος, ό.π., σελ. 146).
Η εσωτερική διάρθρωση των κομμάτων «ως μια σχετικά χαλαρή σχέση φατριών» απειλούσε τη ενότητά τους λόγω «του τοπικισμού, του ταξικού ανταγωνισμού, και της προσωπικής αντιζηλίας» (J. Petropoulos, ό.π., σελ. 173). Υπήρχε οριζόντια ανάπτυξη των οικογενειών «η οικογένεια καλλιεργούσε από κοινού τη γη με την καθοδήγηση του πατέρα» (J. Petropoulos, ό.π., σελ. 70), χωρίς μοιρασιά πλούτου – γης και χωρίς αμφισβήτηση του πατριάρχη.
Ο Υψηλάντης παρ’ ότι αντιπαθούσε τους άρχοντες που είχαν ανέλθει επί τουρκικής κυριαρχίας στο σχέδιό του για τον Καταστατικό Χάρτη της Πελοποννήσου είχε προβλέψει «μικρότερη συμμετοχή των αγροτικών στρωμάτων στη διαμόρφωση της πολιτικής βούλησης απ’ ότι οι άρχοντες». Στις συγκρούσεις του Υψηλάντη με τους άρχοντες «διαμορφωνόταν μια δυνατότητα …να ευνοεί η λαϊκή υποστήριξη, τη διαμόρφωση ή συντήρηση αυταρχικών δομών κυριαρχίας» (G. Herring, ό.π., σελ. 85).
Θα λέγαμε για ύπαρξη παράλληλων δικτύων πελατείας και πατρωνίας και όχι κομμάτων, με την πολιτική ζωή να περνά μέσα από αυτά, διατηρώντας το πατερναλισμό και την κοινωνική αδικία.
Καταλύτης της πολιτικής ζωής ήταν οι συναλλαγές με κάθε αυτόνομο κέντρο εξουσίας, εντός και εκτός κομμάτων, που άλλαζαν κατεύθυνση κατά το δοκούν.
Στα νησιά όμως είτε με τη «διαρκή αποδυνάμωση των παλιών ελίτ ή και στον παραμερισμό τους από την αυτοδιοίκηση» έχουμε τη «διάλυση των πελατειακών σχέσεων» (G. Herring, ό.π., σελ. 82).
Η θεωρία βέβαια των πελατειακών σχέσεων δέχεται μεγάλο πλήγμα με το θάνατο του Καποδίστρια όπου με τον εμφύλιο πόλεμο υπήρξαν πολλά ενδοοικογενειακά θύματα.
Και όμως σαν τον φοίνικα αναγεννήθηκαν τα κόμματα επί α’ αντιβασιλείας, «και αυτό δεν έχει καμιά σχέση με την υποτιθέμενη στήριξή τους σε πελατειακές σχέσεις» (G. Herring, ό.π., σελ. 123).
Ο Όθων επιδίωξε το 1835 «να κυβερνήσει …με συνέπεια κατά των κομμάτων», δεν τα κατάφερε, «στο τέλος δε τα κόμματα πέτυχαν το δικό τους μακροπρόθεσμο στόχο, τη συνταγματική μοναρχία, και διέκοψαν την πορεία του βασιλιά» (G. Herring, ό.π., σελ. 125).
Πολιτική υπήρχε παντού, σ’ ένα πανηγύρι, σε κάποιο ταξίδι, σ’ ένα μοναστήρι κλπ μια και «η πολιτική αποτελούσε, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, μια οικονομική δραστηριότητα, ένα τρόπο βιοπορισμού» χωρίς να αποτελεί απασχόληση πλουσίων και ισχυρών, ασκούσε έλξη στους περισσότερους Έλληνες δίνοντάς τους ευχαρίστηση, ενώ θεωρούσαν την πολιτική «μια δραστηριότητα αναγκαία για να διατηρήσει κανείς ότι είχε, όσο μικρό κι αν ήταν» (J. Petropoulos, ό.π., σελ. 74,5).
Έτσι οι κομματικοί συνεργάτες από διάφορες περιοχές της Ελλάδας επικοινωνούσαν μεταξύ τους και διεκπεραίωναν τις κομματικές εργασίες χάρη σ’ ένα παραδοσιακό σύστημα προφορικής επικοινωνίας, οργανωτικό γνώρισμα που «κληρονομήθηκε άμεσα απ’ τη Φιλική Εταιρεία» (J. Petropoulos, ό.π., σελ. 626).
Γ. Η ιδεολογική τους φυσιογνωμία ΣΕΛ. 7
Υπήρχε μια καθυστέρηση «στην εξέλιξη της πολιτικής σκέψης: ότι έμοιαζε ξένο προς τη δομή των συμφερόντων και τους τρόπους συμπεριφοράς της ιδιαίτερης πατρίδας αξιολογούνταν πολύ γρήγορα αρνητικά με ηθικές κατηγορίες, ενώ συγκρούσεις συμφερόντων και διαπάλη των απόψεων θεωρούνταν συμπτώματα διατάραξης της τάξης και – όταν επρόκειτο για συμφέροντα και απόψεις άλλων – δείγματα ασυγκράτητης ιδιοτέλειας» (G. Herring, ό.π., σελ. 207).
«Οι θιασώτες της απολυταρχίας και του αντιδιαφωτισμού έκοψαν ακόμη και τις γέφυρες που ήθελε να οικοδομήσει προς τη Δύση ο δημοκρατικός εθνικισμός του Κοραή», ενώ «από φορείς των δημοκρατικών ιδανικών, του ορθού λόγου και της κριτικής σκέψης, μεταμόρφωσαν τους αρχαίους συγγραφείς σε προδρόμους του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», τον οποίο ανακάλυψαν (ή κατασκεύασαν) την ίδια εποχή» (Σ. Μαρκέτος, ό.π., σελ. 202).
Οι πολιτικές αξίες του νέου κράτους – 1832 – «διαμορφώθηκαν από ιδεολογικές αρχές και πολιτισμικούς προσανατολισμούς διαφορετικούς από εκείνους που είχαν εμπνεύσει την ιδεολογία της Ελληνικής Επανάστασης» (Π. Κιτρομηλίδη, ό.π, σελ. 472).
Τα τρία κόμματα προέκυψαν από την «αφοσίωση σε μια ηγετική φυσιογνωμία ή την ταύτιση με μια συγκεκριμένη ομάδα, και όχι από την πίστη στα διακηρυγμένα ιδανικά της ομάδας αυτής» και θα «πρέπει να προσέξει κανείς να μην υπερβάλει ως προς το κατά πόσο τα κόμματα είχαν αποκτήσει σταθερή ιδεολογία στο τέλος της περιόδου της απολυταρχίας»
(J. Petropoulos, ό.π., σελ. 629).
Το Ρωσικό Κόμμα είχε θεμέλιο της κοινωνικής τάξης τη θρησκεία και «από αυτήν προέκυπταν η πολιτική ηθική και τα κριτήρια για τη νομιμότητα της εξουσίας», ενώ «η βάση της πολιτικής αυτού του κόμματος δεν πρέπει να αναζητηθεί στο πεδίο της διπλωματίας αλλά στο πεδίο της εσωτερικής πολιτικής» (G. Herring, ό.π., σελ. 224).
Η εκκλησία αποτελούσε δομικό πλέγμα και θεμέλιο κοινωνικής τάξης, προσδοκώντας παραμονή σε εξουσίες που είχε και ξεπερνούσαν πολύ τη θρησκευτική της αποστολή (πολιτική, διοίκηση του κράτους, απονομή δικαίου, γη, κλπ).
Οι Εκκλησιαστικές διώξεις λογοτεχνών, ακόμη και στη Πάτρα το 1861 η γενικευμένη διαμαρτυρία «για την παράσταση ιταλικής όπερας την περίοδο της Σαρακοστής» (G. Herring, ό.π., σελ. 289), ήταν απ’ τις κακές στιγμές τους, αν και θέσεις όπως «τι τους χρειαζόμαστε τους μορφωμένους; Καταστρέψανε την πατρίδα και πρέπει να τους διώξουμε για να ελευθερωθούμε» (G. Herring, ό.π., σελ. 282) διχάζουν διαχρονικά.
Το κόμμα αυτό «συγκέντρωνε ήδη τη υποστήριξη των πολυπληθέστερων στρωμάτων του πληθυσμού: των φτωχότερων, των πολιτισμικά συντηρητικότερων και των αντιδυτικών ορθοδόξων» (Σ. Μαρκέτος, ό.π., σελ. 148). Ήταν δε πρόθυμο να συμπράξει στην έγκριση συντάγματος «στο χάος πριν από την άφιξη και μετά τον θάνατο του Καποδίστρια, σε καταστάσεις δηλαδή όπου κινδύνευαν οι προσβάσεις του κόμματος στην εξουσία, ακόμη και η ελευθερία και η ζωή των πολιτικών του» (G. Herring, ό.π., σελ. 228).
Για το Αγγλικό Κόμμα «βασικές αρχές μιας νόμιμης εξουσίας ήταν το κοινοβουλευτικό αντιπροσωπευτικό σύστημα κι η διάκριση των εξουσιών, αρχές στις οποίες είχαν σταθεί πάντοτε πιστοί κατά τη διάρκεια του πολέμου της ανεξαρτησίας» (G. Herring, ό.π., σελ. 200), ενώ προσπαθούσε να κρατήσει την εκκλησία «απ’ έξω» χωρίς να περιορίζει την κυριαρχία του λαού και του βασιλιά και χωρίς έλεγχο της διδασκαλίας της.
Τo κόμμα αυτό προσέλκυσε ακραίους φιλελεύθερους, δημοκρατικούς στο βάθος, όπως ήταν ο Αλέξανδρος Σούτσος και ο Αντωνιάδης, αλλά στερούταν τοπικών ερεισμάτων στην επαρχία όπου οι ηγέτες του δημιουργούσαν φθόνο λόγω μόρφωσης και παιδείας.
Η Αγγλία αποτελούσε πρότυπο κράτους οργάνωσης, παιδείας, και πηγής φιλελλήνων που βοήθησαν υλικά και ιδεολογικά τον αγώνα, ενώ δεσπόζουσας σημασίας κρίνεται ότι ήταν αυτή που έδωσε το πρώτο δάνειο στην Ελλάδα και ουσιαστικά βοήθησε τη συνέχεια του αγώνα και την κατοχύρωση του νέου κράτους.
Το Γαλλικό Κόμμα το προσδιορίζει η γέννησή του από αρματολούς και οπλαρχηγούς της Στερεάς, με ηγέτη τον Κωλέττη. Αυτό που συνέδεε τους αριστοκράτες αρματολούς με τους ριζοσπάστες κλέφτες ήταν ο πολεμικός ενθουσιασμός. Κατανοούμε το πρόβλημα που είχαν να αποδεχθούν τον τακτικό στρατό των βαυαρών, «αν ο ήρωας δεν καταφέρει να βρεί νέους εχθρούς και νέα πεδία αγώνων δε επιζεί ως ήρωας και πεθαίνει τον «άδοξο θάνατο» του περιττού» (G. Herring, ό.π., σελ. 212). Στους υποστηρικτές του αρκετοί χριστιανοί και η οικογένεια Δεληγιάννη (αφεντικά του Κολοκοτρώνη πριν την επανάσταση).
Η Γαλλία αποτελούσε πρότυπο χωρίς πολλά ερωτήματα μια και η γαλλική επανάσταση και το Σύνταγμα αποκαθιστούσε τα δίκαια του έθνους. Ήταν η καρδιά της Ευρώπης στο διαφωτισμό και την αναγέννηση άρα ιδανική σημαία για επανάσταση ή κόμμα!
Η εφαρμογή βέβαια αυτών των αρχών στην Ελλάδα «ξεπερνούσε κάθε φαντασία των Ελλήνων για την παραβίαση του νόμου, την αναξιοκρατία, και τη συγκεντρωτική χειραγώγηση» (G. Herring, ό.π., σελ. 220).
Η κλασσική διατύπωση του Κωλέττη: «το βασίλειο της Ελλάδας δεν είναι η Ελλάδα* είναι μικρό τμήμα της και μάλιστα το μικρότερο και το φτωχότερο» (G. Herring, ό.π., σελ. 213), αποτελεί τη Μεγάλη Ιδέα, όπου αρχικός σκοπός της «δεν ήταν η συγκέντρωση όλων των Ελλήνων σ’ ένα εθνικό κράτος και η αποκόλλησή τους από τις άλλες εθνοτικές ομάδες, αλλά η ανάδειξή τους σε καταλύτη του εκπολιτισμού ολόκληρης της ανατολής» ενώ «επί τρεις γενιές καθόριζε την εξωτερική πολιτική και τις εσωτερικές προτεραιότητες χωρίς να μπορεί ποτέ «να κρυσταλλωθεί σε κάποιο περιεκτικό και γενικής αποδοχής πολιτικό πρόγραμμα» (Σ. Μαρκέτος, ό.π., σελ. 203). Η «απήχηση αυτού του πολιτικού προγράμματος έγινε τόσο ισχυρή, σε σημείο ώστε με την πάροδο των δεκαετιών η διαφωνία ή η κριτική να φτάσουν να αντιμετωπίζονται ως προδοσία των ιερότερων αξιών και των μύχιων πόθων του έθνους», συμβάλλοντας στην εδραίωση συντηρητικών τάσεων, σε απήχηση στις μάζες, και έχοντας παράλληλη ιδεολογική σχέση με τον «πολιτισμικό εθνικισμό του Herder» (Π. Κιτρομηλίδη, ό.π, σελ. 490-6), την περίοδο του διαφωτισμού.
Εν κατακλείδι η ιδεολογική φυσιογνωμία των κομμάτων, ήταν ο συντηρητισμός και η Ορθοδοξία για το «ρωσικό», τα παλικάρια για το «γαλλικό», και η ευρωπαϊκή καλλιέργεια για το «αγγλικό», και αυτή έτεινε να αντιπροσωπεύει διαφορετικούς τρόπους ζωής και αντικρουόμενα συστήματα αξιών από τη μία, αλλά και κοινά συστήματα αξιών απ’ την άλλη όπως: η Μεγάλη Ιδέα, το σύνταγμα ως επιθυμητή μορφή διακυβέρνησης, η απονομή ανταμοιβών από το κράτος για υπηρεσίες προς την Επανάσταση, η χρησιμοποίηση όλων των επαγγελματικά εξειδικευμένων ατόμων στη διοίκηση, η αποκήρυξη κάθε επιρροής και εύνοιας προς τις ξένες δυνάμεις, η αποδοχή μιας Εκκλησίας αυτοκέφαλης απέναντι στο Πατριαρχείο και αυτόνομης απέναντι στο ελληνικό κράτος.
Κύριο χαρακτηριστικό των κομμάτων στην εξουσία ήταν η λήθη των αιτημάτων τους στην αντιπολιτευτική περίοδό τους, ούτε λόγος δε για δημοκρατία.
Δ. Ο ρόλος τους στο πολιτικό σύστημα της χώρας ΣΕΛ. 9
Με το ξεκίνημα χάθηκε «το όνειρο του Διαφωτισμού για μια φιλελεύθερη πολιτεία και το νέο πολιτικό σώμα πήρε τη μορφή του βασιλείου», ενώ η συνέχεια απογοήτευσε «τις κατώτερες κοινωνικές ομάδες και ιδιαίτερα για τους αγρότες, που είχαν αγωνιστεί στην Επανάσταση με την ελπίδα να βελτιώσουν την οικονομική τους κατάσταση με την απαλλοτρίωση των πρώην τουρκικών γαιών» (Π. Κιτρομηλίδη, ό.π, σελ. 473).
Ευγενής φιλοδοξία των κομματικών μηχανισμών είναι να δρουν σ’ ένα φιλελεύθερο κράτος πρεσβεύοντας τις κοινωνικές θέσεις και αρχές που εκφράζουν σαν φορέας πολιτικής και πολιτισμού της κοινωνίας και ευτυχώς «στη συγκρότησή τους αγνόησαν τους ταξικούς διαχωρισμούς, τους τοπικούς δεσμούς και τους διαφορετικούς τρόπους ζωής» (J. Petropoulos, ό.π., σελ. 640), συμβάλλοντας θετικά στη κοινωνία.
Όμως «αντί να μετασχηματίσουν προς την κατεύθυνση του φιλελευθερισμού την κοινωνία …έγιναν μηχανισμοί μέσα από τους οποίους οι παραδοσιακές πρακτικές – πελατειακές σχέσεις, σχήματα παραδοσιακής επιβολής και εξάρτησης καθώς και ο γενικότερος κατακερματισμός της κοινωνίας – διατηρήθηκαν», ενώ «οι φιλελεύθεροι μη έχοντας πολιτικούς συμμάχους, υποχρεώθηκαν να ενσωματωθούν στις ισορροπίες ισχύος και συμφερόντων, θυσιάζοντας τις αρχές τους» (Π. Κιτρομηλίδη, ό.π, σελ. 509-511).
Δυστυχώς η απόσταση μεταξύ κράτους και κοινωνίας που αποτελεί θεσμικό ρόλο των κομμάτων διευρύνθηκε, με το κράτος να φοβίζει σαν κάτι ξένο και απειλητικό απέναντι σε μια ολιγαρχική κοινωνία που μόλις αναδύθηκε απ’ τον οθωμανικό ζυγό.
Κανένα κόμμα δεν ήταν σε θέση να προσφέρει λύση, ενώ δεν ακούγονταν επαναστατικά αιτήματα όπως «το αίτημα για απαλλοτρίωση της μεγάλης έγγειας ιδιωτικής ή εκκλησιαστικής ιδιοκτησίας» μη δίνοντας «λύση στο ζωτικό πρόβλημα του αγροτικού κράτους» (G. Herring, ό.π., σελ. 251)
Πολιτικοί και πνευματικοί ηγέτες «απορροφήθηκαν τελικά στην κοινωνική ολιγαρχία, που νόθευε τη λειτουργία των φιλελεύθερων θεσμών και διαμόρφωσε το σύστημα των κομματικών συμφερόντων και της πελατειακής συναλλαγής» (Π. Κιτρομηλίδη, ό.π, σελ. 512), χαρακτηριστική η ρήση του Κωλέττη πριν αναχωρήσει για το Παρίσι: «να αντιταχθώ στην εισβολή των δημοκρατικών ιδεών» (G. Herring, ό.π., σελ. 255).
Τα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα υποδιαιρούνται σε τρεις περιόδους: την περίοδο της α’ αντιβασιλείας (1833 - 1835), την περίοδο της β’ αντιβασιλείας ή απόλυτης μοναρχίας με την ενηλικίωση του Όθωνα (1835 - 1843) και την περίοδο της Συνταγματικής Μοναρχίας (1843 - 1862), με την επιβολή (επαναστατική) των δύο συνταγμάτων.
Δεν βλέπουμε μια συνέχεια, μια αυτονόητη διαδικασία κράτους, αντίθετα ανάλογα με το ποιός κυβερνούσε αντίστοιχη ήταν και η επάνδρωσή του. Τα χρόνια 1838-1839 που κυριάρχησε το Ρωσικό κόμμα, οι Ναπαίοι «είχαν κατορθώσει να θέσουν υπό τον πλήρη έλεγχό τους την περιφερειακή διοίκηση», για το λόγο ότι «στα τέλη του 1837, η Ελλάδα είχε πάρει ένα μέρος από το βρετανικό μερίδιο της τρίτης δόσης του δανείου χάρη στην αγγλόφιλη πολιτική του Armansperg, και δεν είχε τίποτα να περιμένει από αυτή την πλευρά» έτσι στρεφόμενη προς τη Ρωσία βλέπει την πολιτική της να αποδίδει το 1838, «όταν η Ρωσία κατέβαλε το ποσό του ενός εκατομμυρίου φράγκων, έναντι του δικού της μεριδίου της τρίτης δόσης του δανείου» (J. Petropoulos, ό.π., σελ. 334-6).
Στην οικονομική πολιτική το Γαλλικό Κόμμα είχε «τις πιο προωθημένες θέσεις», με προτεραιότητα την υλική εξέλιξη του έθνους και την επαγγελματική κατάρτιση «σε σχέση
με τη γενική «πνευματική» μόρφωση, όπου μπορούσαν να γίνουν περικοπές» (G. Herring, ό.π., σελ. 247)
Όταν έγινε το πρώτο βήμα διολίσθησης σ’ ένα περιβάλλον ανοχής και δόλου, μοιραίο ήταν η συνέχεια να ψάχνει την πολιτική στα λόγια, να μην μπορεί να ορθώσει λόγο δικαίου σε φατρίες κομματικών συμφερόντων και συναλλαγών. Τα κόμματα οδηγήθηκαν σε ατραπούς ταραγμένης σκέψης, εθνικισμού, και ρατσισμού, με χαμένους θύτες και θύματα.
Ελάχιστοι επιβίωσαν … της πολιτικής του Νώε, την στιγμή που «η συνταγματική διακυβέρνηση και οι σημαντικές πολιτειακές αλλαγές στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκαν, όχι ως συνέπεια φιλελεύθερων πολιτικών προγραμμάτων, αλλά μέσω στρατιωτικών επεμβάσεων στην πολιτική στα 1843, 1862 και 1900» (Π. Κιτρομηλίδη, ό.π, σελ. 509).
«Η διοικητική παράλυση οφειλόταν συχνά σε σκόπιμη κομματική δράση», μια και τα κόμματα επιχειρούσαν την έξωση οπαδών των άλλων κομμάτων από δημόσια αξιώματα* με «το τέχνασμα της αναφοράς προς το Στέμμα», ενώ «το Στέμμα στο ζήλο του να ανακαλύπτει καταχρήσεις, έπεφτε θύμα αυτών των συχνών συκοφαντικών επιχειρήσεων των κομμάτων» (J. Petropoulos, ό.π., σελ. 521).
Στις εμφυλιοπολεμικές συνθήκες πριν το 1863 «πρόβαλε έντονα το σχεδόν αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ του Ρωσικού Κόμματος από τη μια και του Αγγλικού και Γαλλικού από την άλλη» (G. Herring, ό.π., σελ. 125). Εκπληκτικό δε ήταν ότι το 1839 η πιο ανατρεπτική αντιπολίτευση προέρχονταν από το ίδιο το κόμμα των Ναπαίων (με κορυφή την αποτυχημένη συνωμοσία της Φιλορθόδοξης Εταιρείας), το οποίο “έσυραν” τα άλλα δύο κόμματα στη διεκδίκηση συντάγματος.
Την περίοδο 1839-1841 η μετουσίωση της Μεγάλης Ιδέας στη τότε πολιτική πρακτική «ενίσχυσαν τον ιδεολογικό προσανατολισμό κάθε κόμματος» (J. Petropoulos, ό.π., σελ. 492), γύρω από τα θέματα της Ευρωπαϊκής διπλωματίας, του απελευθερωτικού πολέμου, του πια ευρωπαϊκή δύναμη είχε τη δύναμη και τη θέληση να βοηθήσει, της εξωτερικής πολιτικής, της ένωσης με ελληνοκατοικημένες περιοχές, αν έπρεπε η Ελλάδα να ξεκινήσει μόνη τον αλυτρωτικό πόλεμο και αν ήταν ορθότερο η διαχείριση των πόρων να κατευθυνθεί σε εσωτερική ανάπτυξη ή δημιουργία πολεμικής μηχανής.
Η φιλοπόλεμη φιλογαλλική πολιτική της Κυβέρνησης βρέθηκε αστήρικτη με τη Συνθήκη του Λονδίνου (15/7/1940) και τη διπλωματική ήττα της Γαλλίας. Aντί να αναζητούμε ευθύνες για την πλάνη μας θεωρήσαμε καλό “εδώ και τώρα πόλεμος”…
«Την 3η Σεπτεμβρίου του 1843 τα τρία κόμματα και οι στρατιωτικοί επέβαλαν στον Όθωνα
οργανώνοντας ένα ριψοκίνδυνο κίνημα, την παραχώρηση συντάγματος» (Γ. Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 149), όπου και ψηφίστηκε το Μάρτη του 1844 με τη συνεργασία των τριών κομματικών αρχηγών – του Μαυροκορδάτου, του Κωλέττη, και του Ανδρέα Μεταξά.
«Στο πλαίσιο της λειτουργίας των κοινοβουλευτικών θεσμών, φυσιολογικά αναβαθμίστηκε ο ρόλος των κομμάτων», με την «καθαγίαση της πολιτισμικής οπισθοδρομικότητας» (Σ. Μαρκέτος, ό.π., σελ. 153-4).
«Με την εισαγωγή του καθολικού εκλογικού δικαιώματος δημιουργήθηκαν νέοι όροι για την πολιτική και ιδίως για την κομματική δραστηριότητα». Οι νέοι θεσμοί του 1844 ήταν «θεμελιώδης προϋπόθεση για τη δραστηριότητα των πολιτικών δυνάμεων, και την κινητοποίηση ομάδων που δεν ανήκαν στην ολιγαρχία των ελίτ και για τη σταδιακή επιβολή του κράτους δικαίου» (G. Herring, ό.π., σελ. 264).
Τα κόμματα έβρισκαν οπαδούς «έξω από τα κοινωνικά στρώματα και τις περιοχές όπου βρίσκονταν οι πυρήνες των πρώτων οπαδών τους» (G. Herring, ό.π., σελ. 265).
Ο Όθωνας παρ’ ότι στερήθηκε τους Βαυαρούς «έπαιζε μόνος του» διορίζοντας όποιον και όπου ήθελε επιβάλλοντας μειοψηφίες και υπονομεύοντας θεσμούς και σύνταγμα !!!
Έτσι η πρώτη κιόλας κοινοβουλευτική περίοδος χαρακτηρίζεται «από ταχύρρυθμη αποσύνθεση των κομμάτων», με αλληλοκατηγορίες για διαπλοκή και καταπίεση, και «πολιτικά αιτήματα… άνευ αντικειμένου» (G. Herring, ό.π., σελ. 277-8).
Κατάληξη όλων αυτών των παλινωδιών του μονάρχη ήταν η στάση του Ναυπλίου το 62 και η αλυσιδωτή αντίδραση σε άλλες πόλεις και την Αθήνα, που οδήγησε σταδιακά στη ρήξη και στην επιστροφή του Όθωνα στο Μόναχο.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τα παγιωμένα συμφέροντα ισχυρών ομάδων «ήθελαν να διατηρήσουν την παραδοσιακή φυσιογνωμία της ελληνικής κοινωνίας και απλώς να αντικαταστήσουν τους Οθωμανούς στην άσκηση εξουσίας» (Π. Κιτρομηλίδη, ό.π, σελ. 467).
«Ενώ η παραδοσιακή ηγεσία ταύτιζε την τύχη της με εκείνη του ξένου δεσποτισμού, φάνηκε ότι οι νέες κοινωνικές ομάδες θα είχαν τη δυνατότητα να διαμορφώσουν το μέλλον του έθνους σύμφωνα με τις δικές τους πολιτικές και πολιτισμικές επιδιώξεις». Αλλά και οι έμποροι «οι οποίοι βαθμιαία απέκτησαν συμφέροντα … ένωσαν τις δυνάμεις τους με τα παλαιότερα ολιγαρχικά στοιχεία και μετέβαλαν τις φιλελεύθερες επιδιώξεις τους», στερώντας «τη διανόηση του Διαφωτισμού από τους φυσικούς της κοινωνικούς συμμάχους», και «το όραμα της δημοκρατικής Ελλάδας του Διαφωτισμού έχασε την πολιτική του αποτελεσματικότητα και αντικαταστάθηκε από τη «νεοκλασική αντίδραση» του ρομαντικού ελληνισμού» (Π. Κιτρομηλίδη, ό.π, σελ. 506-7).
«Τα είκοσι χρόνια της ύπαρξης του ελληνικού κράτους υπήρξαν αρκετά μεγάλη, αρκετά επώδυνη και αρκετά αιματηρή περίοδος, για να διδάξουν όλα τα κόμματα πως η απεριόριστη χρήση της εξουσίας και η δίωξη του πολιτικού αντιπάλου δεν ωφελούσε εντέλει, επειδή ο σημερινός νικητής θα υφίστατο αύριο την εκδίκηση του θύματός του» (G. Herring, ό.π., σελ. 260).
Το 1843/1844 «η Ελλάδα ήταν το πρώτο κράτος που εισήγαγε το καθολικό εκλογικό δικαίωμα για άνδρες», ενώ «η έννοια του κόμματος δεν υπήρχε ούτε στο σύνταγμα ούτε στον εκλογικό νόμο» και «δεν εξασφαλιζόταν η αναλογική εκπροσώπηση των κοινοβουλευτικών ομάδων» (G. Herring, ό.π., σελ. 264) με τον κανονισμό της Βουλής (κλήρωση).
Από το 1850 και μετά η εμπειρία της εξωτερικής πολιτικής άλλαξε την πολιτική σκέψη των Ελλήνων με το διαχωρισμό «των πολιτικών αρχών από την εκάστοτε ιστορική τους πραγματικότητα», ενώ βοήθησε σε αυτό η είσοδο της νέας γενιάς στην πολιτική όπου «τα ξενικά κόμματα έχασαν το λόγο ύπαρξής τους» (G. Herring, ό.π., σελ. 308,320)
«Η νέα γενιά άρχισε να ενδιαφέρεται για την ιστορική συνέχεια του ελληνισμού» (G. Herring, ό.π., σελ. 343), ευελπιστώντας στην πρόσδεση στο πολιτιστικό ιδεώδες της Ευρώπης.
«Η πολιτική κληρονομιά του διαφωτισμού επιβίωσε στην παράδοση του ελληνικού φιλελευθερισμού του δεκάτου ενάτου αιώνα, όπως αυτή εκφράζεται στη μεταρρυθμιστική και δυτικόφιλη πολιτική του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και του Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, και γνώρισε την καλύτερή της ώρα στις συζητήσεις της Εθνοσυνέλευσης του 1862-1864, η οποία εκπόνησε το φιλελεύθερο ελληνικό σύνταγμα του 1864» (Π. Κιτρομηλίδη, ό.π, σελ. 495).
Η δημοκρατία, «αντί να καθιερωθεί ως βασική τεχνική της πολιτικής και μέθοδος των πολιτικών αγώνων, επί μακρόν παρέμεινε απλό ζητούμενο στη ροή της πολιτικής διαμάχης» (Π. Κιτρομηλίδη, ό.π, σελ. 514), παρέμενε διεκδίκηση αντί για μέθοδο δημόσιας ζωής, και νοσταλγία για φιλέλληνες που μας έβλεπαν «ως ένα τόπο μαγευτικό, γεμάτο ίχνη Αρχαιότητας» (Γ. Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 111).
Τα κόμματα κατέληξαν να θεωρούνται διαιρετικοί μηχανισμοί, που δεν είχαν άλλο κίνητρο παρά την επιδίωξη του προσωπικού κέρδους αδίστακτων αρχηγών και ιδιοτελών οπαδών, ενώ εξακολουθεί να βασανίζει την Ελλάδα ακόμη και σήμερα, το υπερσυγκεντρωτικό σύστημα και η απουσία τοπικής πρωτοβουλίας, αλλά περί διαφθοράς…μύθος
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
D. Dakin, Ο αγώνας των ελλήνων για την ανεξαρτησία 1821-1833, μτφρ. Ρ. Σταυρίδη-Πατρίκιου, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1999.
G. Herring, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, τόμος Α’, μτφρ. Θ. Παρασκευόπουλος, , Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2006.
Eco Umberto, Πώς γίνεται μια διπλωματική εργασία, Αθήνα 1994.
J. Petropoulos, Πολιτική και συγκρότηση Κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο (1833-1843), μτφρ. Ν. Διαμαντούρος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1997.
Π. Κιτρομηλίδη, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, μτφρ. Σ. Νικολούδη, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2000.
Γ. Μαργαρίτης, "Ο Οθωμανικός χώρος και η συγκρότηση του νέου Ελληνισμού" στο Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική ιστορία, τόμος Γ’, των Γ. Μαργαρίτης, Σ. Μαρκέτος, Κ. Μαυρέας, Ν. Ροτζώκος, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 1999.
Σ. Μαρκέτος, "Ο Οθωμανικός χώρος και η συγκρότηση του νέου Ελληνισμού" στο Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική ιστορία, τόμος Γ’, των Γ. Μαργαρίτης, Σ. Μαρκέτος, Κ. Μαυρέας, Ν. Ροτζώκος, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 1999.
Ιστορικοί που αποζητούν τη σύνθεση νοσταλγούν την παρηγοριά της φιλοσοφίας…
SIEGFRIED KRACAUER, Geschichte – von den letzten Dingen, Φραγκφούρτη 1971.
ΣΗΜΕΙΟΛΟΓΙΑ ΧΡΟΝΟΥ
1824-6
Με την έγκριση του δανείου απ’ την Αγγλία «η Ρωσία έσπευσε να προλάβει τις αγγλικές κινήσεις προτείνοντας διακανονισμό του ελληνικού ζητήματος» (Γ. Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 116). Αυτό συντέλεσε καταλυτικά και μέσω διπλωματικών παραγόντων στη σταδιακή μορφοποίηση των κομμάτων : αγγλικό γαλλικό και ρωσικό κόμμα, ενώ στις 4/4/1826 συμφωνήθηκε στις αγγλορωσικές διαπραγματεύσεις η «ανάγκη ύπαρξης ελληνικού κράτους σε μια κάποια μορφή» (Γ. Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 118) με το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης.
Το στίγμα της εποχής ήταν ότι «Συνταγματικοί και αντισυνταγματικοί πολεμούσαν ο ένας τον άλλο, υπό το πρόσχημα αρχών που τους ήταν στην ουσία αδιάφορες» (G. Herring, ό.π., σελ. 226)
Αν και στο ξεκίνημα φαίνονταν ρόδινα «στην πορεία συγκρούστηκαν αρκετά συχνά αναμεταξύ τους και ποτέ δεν συμφώνησαν όλοι μαζί για το τι είδους ελεύθερο κράτος επιθυμούσαν να κτίσουν», το αποκορύφωμα δε ήταν ότι «ο καθένας σκόπευε να ιδιοποιηθεί τα χρήματα του δανείου και να επιβάλει την εξουσία του στους υπολοίπους» (Γ. Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 61,124)
«Η ανάγκη υιοθέτησης ευρωπαϊκών θεσμών ανέδειξε νέους πόλους, δύο νέες ομάδες, που και οι δύο είχαν τις ρίζες τους στη φαναριώτικη αριστοκρατία» (Γ. Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 97), η ομάδα του Δημητρίου Υψηλάντη, και του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου που ήταν και ο κυρίαρχος στην α’ εθνοσυνέλευση του 1822, με τη γέννηση του ελληνικού κράτους.
Με τη β’ εθνοσυνέλευση του 1823 επιβεβαιώνει τη μη λειτουργία του εκτελεστικού και βουλευτικού σώματος που αποτελούν και τις κοιτίδες δημιουργίας των νέων κομμάτων.
1827
Το πολιτικό σύνταγμα του Μαΐου του 1827, «στην ουσία εγκατέλειψε το αίτημα των φιλελεύθερων θεσμών» και «αργότερα ανεστάλη προσωρινά και στον κυβερνήτη δόθηκαν δικτατορικές εξουσίες» (Π. Κιτρομηλίδη, ό.π, σελ. 469).
1831
« Στις αρχές του 1831, ο Καποδίστριας έλαβα όχι μόνο οικονομική ενίσχυση από τις Δυνάμεις αλλά και την υπόσχεση για συνοριακή γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού»
(D. Dakin, Ο αγώνας των ελλήνων για την ανεξαρτησία 1821-1833, μτφρ. Ρ. Σταυρίδη
Πατρίκιου, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1999, σελ. 368).
Ενώ λίγο αργότερα σε επιστολή του προς τις μεγάλες δυνάμεις έλεγε «η Ελλάδα δεν είναι έτοιμη για το αντιπροσωπευτικό πολίτευμα το οποίο δήθεν ζητούσαν» (D. Dakin, Ο αγώνας των ελλήνων για την ανεξαρτησία 1821-1833, μτφρ. Ρ. Σταυρίδη
Πατρίκιου, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1999, σελ. 375).
1832
«Στο τέλος αυτής της περιόδου, κατά την οποία σχηματίστηκαν τα πολιτικά κόμματα, υπήρχε συναίνεση για την ανάγκη να κληθεί βασιλιάς, ώστε να τεθεί τέρμα στην εσωτερική αστάθεια και στους εμφυλίους» (G. Herring, ό.π., σελ. 125), όπως στο ποδόσφαιρο όταν δεν παίζουν οι ομάδες τους φταίει ο διαιτητής και η λύση να φέρουμε διαιτητή απ’ έξω...
Με την Ε’ Εθνική Συνέλευση του 1832 θεσπίστηκε η «ύπαρξη έμμεσα εκλεγμένης κάτω βουλής, οι αποφάσεις της οποίας όμως εξουδετερώνονταν σε μεγάλο βαθμό από τα προνόμια της γερουσίας, τα μέλη της οποίας διόριζε ο μονάρχης. Το στέμμα ήταν κληρονομικό, ο βασιλέας ήταν ανεύθυνος και απολάμβανε πολλών προνομίων, συμπεριλαμβανομένης της επιλογής και του διορισμού του υπουργικού συμβουλίου» (Π. Κιτρομηλίδη, ό.π, σελ. 470), καθιερώθηκε επισήμως το μοναρχικό πολίτευμα, και επί της ουσίας δε πα να ψήφιζε ο λαός … ο βασιλέας αποφάσιζε… ποιος κυβερνά αυτό το τόπο.
Και να’ ταν έτσι πάλι καλά γιατί ούτε αυτό δεν ήταν ικανός να αποφασίσει…
Με την έλευση του Όθωνα «οι Βαυαροί έδωσαν στα ελληνικά κόμματα να καταλάβουν ότι δεν ήταν καθόλου διατεθειμένοι να επιτρέψουν σε κάποια από τις ελληνικές φατρίες να κυριαρχήσει στην πολιτική σκηνή» (D. Dakin, ό.π., σελ. 394), «τον είχαν επιλέξει οι Δυνάμεις για να διοικήσει την Ελλάδα, η οποία αποδείχθηκε ανίκανη να πετύχει την ενότητα και την ομόνοια από μόνη της» (Σ. Μαρκέτος, “Από τον Καποδίστρια στον Βενιζέλο: πολιτική ιστορία” στο Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική ιστορία, τόμος Γ’, των Γ. Μαργαρίτης, Σ. Μαρκέτος, Κ. Μαυρέας, Ν. Ροτζώκος, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 1999, σελ. 141).
1837
Η ίδρυση του Πανεπιστημίου Αθηνών δημιούργησε αντίπαλο δέος για τους Φαναριώτες,
εστία ανάπτυξης και διάδοσης της εθνικής ιδεολογίας, και αναβίωση των δημοκρατικών και φιλελεύθερων ιδεών, εξ άλλου «ο φιλελευθερισμός εξ ορισμού αντιπροτείνει στην ενότητα την πολλαπλότητα» (Σ. Μαρκέτος, ό.π., σελ. 202).
1839
Στις 8/4/1939 άρθρο στην εφημερίδα Αθηνά υπογράμμιζε «την ύπαρξη κομμάτων στις ισχυρές και οικονομικά προηγμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, καθώς και στην αρχαία Αθήνα, που είχε αποτινάξει τους τυράννους της» με συμπέρασμα «¨τα πολιτικά κόμματα εξασφαλίζουν ευημερία και ελευθερία» (J. Petropoulos, ό.π., σελ. 530).
1844
«Την 3η Σεπτεμβρίου του 1843 τα τρία κόμματα και οι στρατιωτικοί επέβαλαν στον Όθωνα
οργανώνοντας ένα ριψοκίνδυνο κίνημα, την παραχώρηση συντάγματος» (Γ. Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 149), όπου και ψηφίστηκε το Μάρτη του 1844 με τη συνεργασία των τριών κομματικών αρχηγών – του Μαυροκορδάτου, του Κωλέττη, και του Ανδρέα Μεταξά.
«Στο πλαίσιο της λειτουργίας των κοινοβουλευτικών θεσμών, φυσιολογικά αναβαθμίστηκε ο ρόλος των κομμάτων», με την «καθαγίαση της πολιτισμικής οπισθοδρομικότητας» (Σ. Μαρκέτος, ό.π., σελ. 153-4). Την περίοδο αυτή με την κυβέρνηση Κωλέττη όπως έλεγε και ο Σούτσος «ένας ληστής πρέπει να γίνει υπουργός, ώστε να ασκεί το επάγγελμά του ανοιχτά και δημοσία δαπάνη» (G. Herring, ό.π., σελ. 315).
Κατά τη διάρκεια των εκλογών για την πρώτη τακτική βουλή, η κομματική διαμάχη ξέσπασε με ανανεωμένη βιαιότητα» μια και «το σύνταγμα πρόσφερε ένα καινούριο ερέθισμα για επιδίωξη αξιωμάτων – έδρες στη Βουλή και τη Γερουσία.
1848
Έγινε αισθητό και στην Ελλάδα το κύμα της Επανάστασης που σάρωνε την υπόλοιπη Ευρώπη … το κύμα του διαφωτισμού …
1850
Έχουμε το ναυτικό αποκλεισμό των ελληνικών λιμανιών απ’ το Βρετανικό στόλο λόγω της στροφής του Όθωνα προς τη ρωσική πολιτική.
1854
Μετά την συμφωνία των δυτικών δυνάμεων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την κήρυξη του πολέμου στο τσάρο, οι Αγγλογάλλοι κατέλαβαν τον Πειραιά και επέβαλαν την αντιρωσσικού όσο και αντιδημοφιλή κυβέρνηση Μαυροκορδάτου, ενώ η κατοχή διήρκησε ως το 1857.
Τότε με τη συνδρομή «ανασκαφών από Γάλλους αξιωματικούς στον Πειραιά, οι οποίοι ιδιοποιούνταν τα ωραιότερα διατηρημένα ευρήματα» (G. Herring, ό.π., σελ. 316) “καθάρισε ο τόπος” απ’ την πολιτισμική κληρονομιά μας.
1862
Η στάση του Ναυπλίου και η αλυσιδωτή αντίδραση σε άλλες πόλεις οδήγησε σταδιακά στη ρήξη και στην επιστροφή του Όθωνα στο Μόναχο.
1864
Έχουμε την παραχώρηση των Επτανήσων και το νέο Φιλελεύθερο σύνταγμα με την καθιέρωση της βασιλευόμενης δημοκρατίας, υπό του βασιλιά Γεωργίου Γκλύξμπουργκ.
Οι μεγάλες δυνάμεις που κοιτούσαν το θέμα «Ελλάδα» ήταν Ρωσία Αγγλία και Γαλλία:
η Ρωσία θεωρούταν φυσικός προστάτης των χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
η Αγγλία και ιδιαίτερα ο Κάννιγκ (υπουργός εξωτερικών) δεν εμπόδισε τη σύναψη δανείων υπέρ της επαναστατικής κυβέρνησης της Ελλάδας, ούτε τη δραστηριότητα φιλελλήνων,
η Γαλλία είχε μια ευκαιρία αποκατάστασης του χαμένου κύρους με τον ελληνικό αγώνα για την ανεξαρτησία και η Αυστρία παρέμεινε σταθερά εχθρική προς τους Έλληνες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: