Δευτέρα 31 Μαρτίου 2008

ΕΛΠ 11 εργ.2η Ο ρόλος της θρησκείας στη διαμόρφωση των εξωτερικών σχέσεων του Βυζαντίου

ΑΡΓΥΡΗΣ ΗΛΙΑΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
Πρόγραμμα Σπουδών: ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Θεματική Ενότητα: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ακαδ. Έτος: 2007-2008
Όνομα Καθηγητή: ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΕΥΑΝΘΗΣ
Θέμα της Β΄ Εργασίας
για την ΕΛΠ 11
Ακαδημαϊκό έτος 2007-2008
Ποιος ήταν ο ρόλος της θρησκείας στη διαμόρφωση των εξωτερικών σχέσεων του Βυζαντίου; [αναπτύξτε το θέμα σε 2200 λέξεις]

Υποχρεωτική βιβλιογραφία

Χ. Γάσπαρης, Ν. Νικολούδης, Β. Πέννα, Ελληνική Ιστορία, τόμ. Β΄: Βυζάντιο και Ελληνισμός, ΕΑΠ, Πάτρα 1999

Προαιρετική Βιβλιογραφία

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ζ΄, σ.246-251
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Η΄, σ.87-97, 125, 148-151
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Θ΄, σ.207-209
Μ. Angold, Η Βυζαντινή αυτοκρατορία από το 1071 έως το 1204, Αθήνα: Παπαδήμας 1997
Hans Georg Beck, Η Βυζαντινή χιλιετία, Αθήνα: Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2000.
Hans Georg Beck, Ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, Αθήνα: Βασιλόπουλος, 2004.
Σπύρος Βρυώνης, Η παρακμή του μεσαιωνικού ελληνισμού στη Μικρά Ασία και η διαδικασία εξισλαμισμού (11ος – 15ος αι.). Αθήνα: ΜΙΕΤ 1996
Κ. Ι. Γιαννακόπουλος, Βυζάντιο και Δύση: η αλληλεπίδραση των αμφιθαλών πολιτισμών στο Μεσαίωνα και στην Ιταλική Αναγέννηση (330-1600), Αθήνα: Εστία, 1985.
Jonathan Harris, Το Βυζάντιο και οι Σταυροφορίες, Αθήνα: Ωκεανίδα, 2004.
John Meyendorff, Βυζάντιο και Ρωσία: μελέτη των βυζαντινορωσικών σχέσεων κατά το δέκατο αιώνα, Αθήνα : Δόμος, 1988.
Marco Miotto, Η ισλαμική κατάκτηση της Συρίας: πως και γιατί το Βυζάντιο έχασε την Ανατολή του, Αθήνα: Αφοί Βλάσση, 2007.
Dmitri Obolensky, Η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία. Η Ανατολική Ευρώπη 500-1453, τ. Α΄ - Β΄, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991.
Steven Runciman Βυζαντινή Θεοκρατία, Δόμος, 1991, c1982.
Steven Runciman, Βυζαντινός πολιτισμός, Αθήνα : Γαλαξίας, 1969. 1969.
Αλέξης Σαββίδης, To οικουμενικό βυζαντινό κράτος και το Ισλάμ, Αθήνα: Εστία 1990
Αλέξης Σαββίδης, Τούρκοι και το Βυζάντιο, Αθήνα : Δόμος, 1996

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕΛ. 3
ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ ΣΕΛ. 4
Α. Βυζάντιο, θρησκεία, ιστορική περίοδος και ρόλος της θρησκείας στο Βυζάντιο
1. Βυζάντιο και ιστορική περίοδος ΣΕΛ. 4
2. Θρησκεία ΣΕΛ. 5
3. Ο ρόλος της θρησκείας στο Βυζάντιο ΣΕΛ. 6
Β. Ο ρόλος της θρησκείας στη διαμόρφωση των εξωτερικών σχέσεων του Βυζαντίου
1. Ο ρόλος της θρησκείας στη διαμόρφωση των εξωτερικών σχέσεων του Βυζαντίου σε σχέση με το βορά – Βαλκάνια ΣΕΛ. 7
2. Ο ρόλος της θρησκείας στη διαμόρφωση των εξωτερικών σχέσεων του Βυζαντίου σε σχέση με τα νοτιοανατολικά – Τούρκοι , Άραβες ΣΕΛ. 8
3. Ο ρόλος της θρησκείας στη διαμόρφωση των εξωτερικών σχέσεων του Βυζαντίου σε σχέση με τα δυτικά – Λατίνοι ΣΕΛ. 9
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΣΕΛ. 10
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΕΛ. 11
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η νέα Ρώμη, η Πόλις του Κωνσταντίνου, το Βυζάντιο, μια πόλη διακοσμημένη με αγάλματα της ελληνικής Αρχαιότητας «εγκαινιάζει την ιστορία ενός οικουμενικού κράτους σε πολιτικό και θρησκευτικό επίπεδο» Πέννα Β., ("Βυζαντινοί Θεσμοί" στην Ελληνική Ιστορία – Βυζάντιο και Ελληνισμός, τόμος Β, των Β. Πέννα, Ν. Νικολούδης, Χ. Γάσπαρης, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 1999 σελ. 27).
Το Βυζάντιο ήταν ένα ενιαίο μη φεουδαρχικό κράτος που λειτουργούσε με την ρωμαϊκή νομοθεσία, την ελληνική γλώσσα σαν επίσημη γλώσσα του κράτους, τον Χριστιανισμό σαν επίσημη θρησκεία του, και εστίες αρχαίου ελληνικού πνεύματος και φιλοσοφίας. «Αυτό που διατηρήθηκε πραγματικά από τον αρχαίο κόσμο στο Βυζαντινό μεσαίωνα ήταν η συνείδηση της υπεροχής της ελληνικής παιδείας» Beck H. G. (Η βυζαντινή χιλιετία, μτφρ. Κούρτοβικ Δ., Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 2005, σελ. 19).
Κυρίαρχο ρόλο στην ανάπτυξη του Βυζαντίου έπαιξε το εμπόριο όπου «παρά την έλλειψη πηγών, είναι φανερό ότι Έλληνες, Αρμένιοι, Εβραίοι, Ρώσοι, Χερσώνιοι, Κιρκάσιοι, Γεωργιανοί, Μουσουλμάνοι, και Ιταλοί έμποροι διέσχιζαν τους θαλάσσιους και χερσαίους εμπορικούς δρόμους» Βρυώνης Σ. (Η παρακμή του μεσαιωνικού ελληνισμού στη μικρά Ασία και η διαδικασία εξισλαμισμού 11ος – 15ος αιώνας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 2000, σελ. 26)
Το πάντρεμα εξουσίας και χριστιανισμού ξεκινά με την πρώτη οικουμενική σύνοδο στη Νίκαια, όπου όχι μόνο διαμορφώθηκε το χριστιανικό δόγμα, αλλά ήταν «το πρώτο δείγμα καισαροπαπισμού» με τον αυτοκράτορα να είναι «…η κεφαλή της χριστιανικής επικράτειας» Runciman S. (Βυζαντινός Πολιτισμός, μτφρ.Δετζωρτζή Δ., Ερμείας 1969, σελ. 30).
Στη συνέχεια της επιστημονικής μας έρευνας θα δούμε σε ποια περίοδο αναφερόμαστε, καθώς και το ρόλο της θρησκείας στο Βυζάντιο, και στη διαμόρφωση των εξωτερικών σχέσεων του Βυζαντίου.
Ειδικά για το ρόλο της θρησκείας στη διαμόρφωση των εξωτερικών σχέσεων του Βυζαντίου θα χωρίσουμε τη μελέτη μας σε τρεις ζώνες σύμφωνα με τα σύνορα του βυζαντίου, προς βόρεια με τα βαλκάνια, προς νοτιοανατολικά με Τούρκους και Άραβες, και προς δυτικά με Λατίνους.
Από την αρχαιότητα οι θρησκείες, οι πολιτισμοί, τα πολιτικά συστήματα εξελίσσονται και είναι άδικο να σταθούμε απέναντί τους με ειρωνική διάθεση… όχι όμως να θυσιάσουμε και τη μνήμη μας για χάρη τους.
Πώς να μην ‘μιλήσουμε’ για τα τάγματα της σιωπής, για τους σταυροφόρους κλπ.;
ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ
Α Βυζάντιο, θρησκεία, ιστορική περίοδος και ρόλος της θρησκείας στο Βυζάντιο
1. Βυζάντιο και ιστορική περίοδος
2. Θρησκεία
3. Ο ρόλος της θρησκείας στο Βυζάντιο
1. Βυζάντιο και ιστορική περίοδος
«Η ιστορία του Βυζαντίου είναι πρώτα απ’ όλα η ιστορία της οικονομικής του πολιτικής και η ιστορία του εμπορίου του Μεσαίωνα», ενώ «υπήρχε ένας ομοιόμορφος δασμός10% για τις εξαγωγές και για τις εισαγωγές» Runciman S. (ό.π., σελ. 183,191).
«Ο πνευματικός πολιτισμός και η ιστορία των λαών και των κοινωνιών έχουν όχι μόνο μια εσωτερική αλλά και μια εξωτερική δυναμική και ότι η μελέτη του ενός χωρίς την εξέταση του άλλου φέρνει πενιχρά αποτελέσματα» Βρυώνης Σ. (ό.π., σελ. 1).
Το Βυζάντιο προβάλλει στην ιστορία σαν όψιμο στάδιο του ελληνισμού και των γειτονικών λαών και σαν κατάληξη παρακμής αλλά «χωρίς το παρακμιακό Βυζάντιο η ιταλική Αναγέννηση θα είχε σταματήσει στα μισά του δρόμου» Beck H. G. (ό.π., σελ. 18).
Η μεταφορά της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας το 324 γίνεται λόγω υλικών αγαθών μια και η Μ. Ασία ήταν η κύρια πηγή σε αγαθά και έμψυχο υλικό, και λόγω ποιοτικών αγαθών «όταν ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη, ο Χριστιανισμός είχε είδη εξαπλωθεί αρκετά στην Ανατολή» Βρυώνης Σ. (ό.π., σελ. 20). Ξεκινά όμως έτσι και η σταδιακή απαξίωση του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας.
Υπήρξε μια αμοιβαία συνεκμετάλλευση των εξουσιών της πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας γι’ αυτό και «οι δύο κύριες δυνάμεις που διέπλασαν την ουσιαστική πολιτισμική ζωή των Ελλήνων στη βυζαντινή Ανατολή ασκήθηκαν από τη βυζαντινή διοίκηση και την Ορθόδοξη Εκκλησία» Βρυώνης Σ. (ό.π., σελ. 245), η εξελικτική συμβίωση όμως σταδιακά βρέθηκε να συρρικνώνεται, χάνοντας τις προσδοκώμενες αρετές και υπεραξίες.
Στο ξεκίνημα, αυτό που συνέβη ήταν το πάντρεμα από την «ελληνική αυτοσυνείδηση στην παιδεία και στον πολιτισμό συμβιβάστηκε με τη διείσδυση του ρωμαϊκού στοιχείου» Beck H. G. (ό.π., σελ. 32).
Εστιαζόμενο διαχρονικά προς την ανατολή, σαν πολυπληθής (6-8 εκ. ) και οικονομικά πιο σημαντική περιοχή, αρχίζει να διαγράφει τμήματα της Βορείου Αφρικής, της Αιγύπτου (ο σιτοβολώνας της), και της Ανατολικής Μεσογείου(Συρία, Παλαιστίνη, Μεσοποταμία κλπ), με μοιραία κατάληξη την κατάκτηση της Ιταλίας από γερμανικές φυλές, και των Βαλκανίων από τους Σλάβους. Περιορίστηκε δε στα νότια όρια της Βαλκανικής χερσονήσου στη Μικρά Ασία τα νησιά και τη νότια Ιταλία. Όταν σταδιακά έχασε τον έλεγχο περιοχών στη Μικρά Ασία «η αυτοκρατορία λίγο πια διέφερε από ένα ανίσχυρο πριγκιπάτο των Βαλκανίων που ανταγωνιζόταν Σέρβους και Βούλγαρους επί ίσοις όροις» Βρυώνης Σ. (ό.π., σελ. 14) καθώς και Ρώσους θα προσθέταμε εμείς.
Αποκρυσταλλώνεται σταδιακά ένα πάζλ για τον Βυζαντινό κόσμο με μια κοινωνία καθαρά εμπορική, πολιτισμική, δυναμική, δημιουργική, πολεμική, κοινωνικά ιεραρχημένη και γραφειοκρατικά συγκροτημένη με αξιωματούχους, υπαλλήλους και δομή κράτους με απρόσμενα χαρακτηριστικά όπως τους ευνούχους «όπου πολλές υψηλές θέσεις μόνο ευνούχοι μπορούσαν να τις πάρουν» Runciman S. (ό.π., σελ. 228).
Μια επιφανειακή ματιά στον Βυζαντινό κόσμο δημιουργεί πιο πολλά ερωτηματικά απ’ ότι απαντήσεις, δημιουργεί περιορισμένο ορίζοντα και αφήνει λάθος εντυπώσεις. Ακόμη και οι Βυζαντινοί νόμιζαν ότι εκπολίτισαν τους άραβες, «ο πολιτισμός της Μ. Ασίας, όμως, εξακολούθησε να αντικατοπτρίζει τα ανόμοια στοιχεία που είχαν φαινομενικά καταποντιστεί με τον ερχομό του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού» Βρυώνης Σ. (ό.π., σελ. 60), νόμιζαν όμως, μια και εξακολουθούσε να υπερτερεί το ένστικτο και ο θρησκευτικός φανατισμός τους.
Η πτώση του Βυζαντίου και του πολιτισμού του το 15ο αιώνα έχει διάφορες εκδοχές, το να επικαλείται κανείς εθνική και στρατιωτική και θρησκευτική ανομοιογένεια για να εξηγήσει τις μεταβολές, δημιουργεί πιο πολλά προβλήματα απ’ όσα λύνει, γι’ αυτό πιο ικανοποιητική φαίνεται «η πολιτική και στρατιωτική αδυναμία…» Βρυώνης Σ. (ό.π., σελ. 61) στο εσωτερικό του ίδιου του συστήματος (με τον πόλεμο μεταξύ γραφειοκρατών και στρατιωτικών για την εξουσία), και στις εξωτερικές πολεμικές πιέσεις. Σε αντίθεση δε με την απώλεια της Μέσης Ανατολής απ’ τους Άραβες που ήταν σύντομη, η μακρόχρονη και σταδιακή επί 4 αιώνες κατάκτηση της Μ. Ασίας απ’ τους Τούρκους ήταν καταστροφική, ενώ απ’ την ήττα στο Μαντζικέρτ το 1071 άρχισε η αντίστροφη μέτρηση και η αυτοκρατορία δε γίνεται μόνο μικρότερη «…αλλά και φτωχότερη» Beck H. G. (ό.π., σελ. 402).
2. Θρησκεία
«Όταν ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη, ο Χριστιανισμός είχε είδη εξαπλωθεί αρκετά στην Ανατολή» Βρυώνης Σ. (ό.π., σελ. 56). Η ύπαρξη μεγάλου μεγάλου αριθμού εβραϊκών κοινοτήτων, ο ιουδαϊσμός και η ειδωλολατρία στη φιλοσοφία, η ελληνική γλώσσα ως μέσο επικοινωνίας, και η εξάπλωση του ελληνισμού – «ξεκίνησε πριν από τη γέννηση του Χριστιανισμού» Βρυώνης Σ. (ό.π., σελ. 53) – έδρασαν καταλυτικά στην εξάπλωση του Χριστιανισμού, όπου στόχευσε τον ελληνικό ή εξελληνισμένο πληθυσμό, και φυσικά πρώτα τον αστικό και μετά της υπαίθρου.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος εγγυήθηκε την ισοτιμία ανάμεσα σε όλες τις θρησκείες αλλά ως φορέας της ανώτατης επίγειας εξουσίας, επέβαλε να είναι, ο εκλεκτός της αποκάλυψης του Θεού ως αντιπρόσωπός του στη γη, μια αποκάλυψη που ταυτίστηκε με το Θεό των χριστιανών. «…προς το τέλος της ζωής του συνειδητοποίησε, όπως φαίνεται, ότι οι τόκοι που έπρεπε να πληρώσει ως πολιτικός για την πίστωση που του έδινε η Εκκλησία ήταν υπέρογκοι», η σταδιακή ενδυνάμωση δε της Εκκλησίας όπως προκύπτει απ’ το γιό του με τη διαπίστωση για «…χαώδεις δεκαετίες, στις οποίες είναι σχεδόν αδύνατο να διακρίνουμε μια σαφή πολιτική ή θρησκευτική γραμμή» Beck H. G. (ό.π., σελ. 135), οδηγεί στην υπεροψία και τον αυταρχισμό της μοναρχίας όπου «η Εκκλησία, που πριν από τον Κωνσταντίνο ζητούσε ανεξιθρησκία, δεν ήθελε ούτε να ακούσει αυτή τη λέξη τώρα που είχε έρθει στην εξουσία» Beck H. G. (ό.π., σελ. 136). Η τάση αυτή φθάνει στα άκρα της το 380 όπου ο Θεοδόσιος Α΄ κηρύσσει την Ορθοδοξία υποχρεωτική για όλη την αυτοκρατορία, όπου «παρά το σχίσμα στη Δύση και τις αιρέσεις στην Ανατολή, η χριστιανική εκκλησία έγινε γρήγορα η πιο ισχυρή οργάνωση της Αυτοκρατορίας» Runciman S. (ό.π., σελ. 22).
«Κατά παράδοξο τρόπο η Ανατολή υπήρξε η βάση της δύναμης της Ορθόδοξης Εκκλησίας από τον 7ο μέχρι τον 11ο αιώνα και ταυτόχρονα η εστία περισσότερο ή λιγότερο σημαντικών αιρέσεων» Βρυώνης Σ. (ό.π., σελ. 50). Ο Χριστιανισμός αντιμετώπισε εύκολα την διείσδυση στην Ανατολή, όχι όμως και το πλήθος των αιρέσεων που κατά καιρούς οι αυτοκράτορες προσπαθούσαν με την εξουσία να καταπνίξουν, με το πρόβλημα να επιδεινώνεται τον 11ο αιώνα με τη μετακίνηση Αρμενίων και Σύρων προς την ανατολή.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε «πόσο ασήμαντη ήταν για τους Βυζαντινούς η ζωή…» Runciman S. (ό.π., σελ. 121) εκείνα τα χρόνια, ενώ ο χριστιανισμός τους δίνει τη βασιλεία των ουρανών, και με τον ορισμό του αληθινού φιλοσόφου της χριστιανοσύνης ως «ο μάρτυρας, που προάσπισε το χριστιανικό ιδεώδες με το ίδιο του το αίμα» Beck H. G. (ό.π., σελ. 227), δίνοντάς τους την επιλογή μπρός χριστιανισμός και πίσω ο παράδεισος (σε περίπτωση θανάτου). Στη πορεία αυτή «…πιστοί από όλες τις κοινωνικές τάξεις προσέφεραν ακριβά δώρα στους αγίους, σε ανταπόδοση για τις υπηρεσίες τους» ενώ «οι μεσαίες τάξεις ήταν εξίσου πιστές στους αγίους» Βρυώνης Σ. (ό.π., σελ. 39), ενώ η κοινωνία θεωρούσε ότι «ο μοναχισμός ήταν να λειτουργεί σαν ένας πνευματικός φάρος, που έδειχνε στον κοσμικό Βυζαντινό έναν υποτίθεται ιδανικό τρόπο ζωής» , στο δε «πέρασμα των αιώνων η μοναστηριακή περιουσία στο Βυζάντιο γινόταν όλο και μεγαλύτερη» Beck H. G. (ό.π., σελ. 298, 314).
Κάποιοι την αποκαλούν αέναη, κάποιοι ‘άγγελοι επί γης’ την εκπροσωπούν, κάποιοι ‘ηλίθιοι’ θυσιάστηκαν για να πουλήσουν το προϊόν της, οι νέοι την αποκαλούν ο Σπίλμπεργκ του θεού.
Υπάρχει όμως ένας «σκοτεινός αιώνας» 2000 ετών που η μια πλευρά - και κυρίαρχη – του χριστιανισμού χαρακτηρίζεται από αυταρχισμό, θρησκοληψία, και θρησκευτικούς πολέμους, με τη θρησκεία να είναι η βαρβαρότητα απέναντι στην ποίηση, η πονηριά απέναντι στην αθωότητα της φύσης, και ο εχθρός της γνώσης. Παρ’ όλη την αρνητική κριτική μας δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και τις θετικές επιρροές της μια και αποτελεί τον πρώτο εκφραστή της παγκοσμιοποίησης, ένα δεσμό πολιτισμού ανάμεσα σε ανθρώπους, που προκαλεί χαρά συζητήσεις συντροφικότητα. Η χριστιανική θρησκεία χαρακτηρίζεται απ’ το «άγγιγμα του Μίδα» μια και έχει συμβάλει στη δημιουργία εκλεκτών έργων που ανταγωνίζονται, και δημιουργούν πολιτισμό.
Γίνεται όμως να του κρατούν κακία του Χριστού οι συμπατριώτες του οι Εβραίοι; Μάλλον θα αποκάλυψε πολύτιμα κρατικά μυστικά…, εξ’ άλλου ουδείς προφήτης στον τόπο του, μα η εκκλησία έχει ξεκαθαρίσει τη θέση της από νωρίς ‘οι εβραίοι είναι ένας σπουδαίος λαός αλλά δεν είναι ο μόνος’. Αν και η προσπάθεια ερμηνείας στερεί κάτι από τη μαγεία της, και ίσως εκεί κρύβεται και το μυστικό της, στο … μυστικισμό της.
Χαρακτηρίζεται από μοναδικές ικανότητες, ξεχωριστό ταλέντο, να δημιουργεί πιστούς ακόμη και με μέτριους εκπροσώπους και το θαύμα είναι ότι οι πιστοί της δεν είναι ηλίθιοι.
3. Ο ρόλος της θρησκείας στο Βυζάντιο
«Ενώ η εξάπλωση του εξελληνισμένου τύπου αστικού κέντρου εξελλήνισε τις πόλεις της Μ. Ασίας, η Εκκλησία είναι αυτή που ολοκλήρωσε τη διαδικασία του εξελληνισμού των επαρχιών και έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στην εξαφάνιση των γλωσσών της Ανατολής» Βρυώνης Σ. (ό.π., σελ. 57). Με το καλημέρα ο ρόλος της ξεκινά στην καρδιά της σκέψης των ανθρώπων, μια και είμαστε ότι σκεφτόμαστε και σκεφτόμαστε στη γλώσσα που μιλάμε.
«Η Εκκλησία είχε διαμορφώσει τη διοικητική της δομή σύμφωνα με τα δεδομένα της πολιτικής διοίκησης του 4ου και του 5ου αιώνα» Βρυώνης Σ. (ό.π., σελ. 20), ενώ δεν ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε σε εποχή με «…θεσμοποιημένη δωροληψία» Beck H. G. (ό.π., σελ. 345), υπάρχει δόλος εκ των ων ουκ άνευ. Με το θέσπισμα δε της συνόδου του 451 και τον Ιουστινιανό 100 έτη αργότερα κάθε πόλη έπρεπε να έχει το δικό της επίσκοπο.
Οι επίσκοποι διατήρησαν τη δύναμη και την εξουσία τους στη διοίκηση των επαρχιών μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και μερικές και αργότερα. Η έννοια της πόλης συνδέθηκε με την παρουσία κάποιου επισκόπου και «η οργάνωση της Εκκλησίας στην επαρχία διαμορφώθηκε σε παλαιότερους αιώνες με βάση την αυτοκρατορική διοικητική οργάνωση» Βρυώνης Σ. (ό.π., σελ. 34)
«Η θρησκεία πραγματικά επηρέαζε και διαμόρφωνε όλες τις πλευρές της μεσαιωνικής κοινωνίας» Βρυώνης Σ. (ό.π., σελ. 437), είχε ρόλο κοινωνικού, οικονομικού, και θρησκευτικού θεσμού. Οι ηγούμενοι και οι αρχιμανδρίτες των μοναστηριών «ήταν συχνά άνθρωποι με μεγάλη πολιτική επιρροή» Runciman S. (ό.π., σελ. 125).
«Τον 6ο αιώνα οι επίσκοποι έπαιρναν ήδη μέρος στις εκλογές τοπικών δημοτικών αξιωματούχων, έπαιζαν σημαντικό ρόλο στα οικονομικά της πόλης, και ήταν συχνά οι αποδέκτες αυτοκρατορικών δώρων στην πόλη». «Οι επίσκοποι όχι μόνο έπαιρναν μέρος σε καθαρά κυβερνητικές υποθέσεις, αλλά είχαν, φαίνεται, αναλάβει και την παροχή πολλών υπηρεσιών τις οποίες σήμερα γενικά – αν και όχι αποκλειστικά – συνδέουμε με το κράτος: παιδεία, φροντίδα ασθενών, ηλικιωμένων, ορφανών, και άλλων αναξιοπαθούντων» Βρυώνης Σ. (ό.π., σελ. 20). Στον αιώνα αυτό το 533 χτίζεται η Αγία Σοφία απ’ τον Ιουστινιανό η «εκκλησία της Σοφίας του Θεού» Runciman S. (ό.π., σελ. 41), που έδινε την απαραίτητη αίγλη δύναμη στο ρόλο της θρησκείας στην Ανατολή .
Το 1054 «ο πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος – «φορούσε τα ερυθρά υποδήματα και ισχυριζόταν ότι ανεβάζει και κατεβάζει αυτοκράτορες» Runciman S. (ό.π., σελ. 127) - φερόταν σαν πάπας της Ανατολής…» Runciman S. (ό.π., σελ. 57) με αποτέλεσμα το σχίσμα ανατολικής εκκλησίας με Ρώμη. Οι σχέσεις της ορθόδοξης εκκλησίας του Βυζαντίου με τη Ρώμη, σε όλη την ιστορία της είχε προβλήματα, αιρέσεις, και σχίσματα.
«Την αυτονομία που η Ρώμη της αρνιόταν, η Κωνσταντινούπολη την παραχωρούσε στις εθνικές εκκλησίες της δικής της περιοχής» ενθαρρύνοντας «τις ξένες εκκλησίες που ο δικός της ιεραποστολικός ζήλος δημιουργούσε, τις διάφορες καυκασιανές και σλαβικές εκκλησίες, να διατηρούν τη γλώσσα τους και , όταν έρχόταν η στιγμή, να διοικούνται μοναχές τους» Runciman S. (ό.π., σελ. 143). Αυτό ήταν το Βυζαντινό ιδεώδες «μια σειρά από αυτοκέφαλες εκκλησίες κρατών, που θα τις ένωνε μια επικοινωνία μεταξύ τους και η πίστη στις Οικουμενικές Συνόδους» Runciman S. (ό.π., σελ. 144), αυτός ήταν και ο ουσιαστικός ιστορικός ρόλος της θρησκείας που το Βυζάντιο προωθούσε διακαώς και στήριζε οικονομικώς, η οικονομία δε ήταν και η αχίλλειος πτέρνα στην πορεία της.
«Είναι αμφίβολο αν το Βυζάντιο θα είχε επιβιώσει ως συγκεντρωτικό κράτος χωρίς εγχρήματη οικονομία και πόλεις, και είναι ακόμη πιο αμφίβολο αν η ελληνική γλώσσα και Χριστιανισμός του Βυζαντίου θα εξαπλώνονταν και θα διείσδυαν στην Ανατολή σε τέτοιο βαθμό» Βρυώνης Σ. (ό.π., σελ. 18).
Από τον 13ο αιώνα λόγω οικονομικής ένδειας της εκκλησίας «πολλοί ιεράρχες είχαν εγκαταλείψει τις Εκκλησίες τους και παρακάθονταν στη Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη» Βρυώνης Σ. (ό.π., σελ. 268), ενώ δεν άργησαν τα παρατράγουδα με Πατριάρχη να χειροτονεί μητροπολίτη και επίσκοπο «…όποιον τον δωροδοκούσε περισσότερο» Βρυώνης Σ. (ό.π., σελ. 294).
Το 14ο αιώνα γίνεται πλέον φανερή η συρρίκνωση των μητροπόλεων, με τις παραχωρήσεις μητροπόλεων σε άλλες ενώ ταυτόχρονα έχουμε μείωση των πιστών, και μείωση της επιρροής της Εκκλησίας στην πολιτική εξουσία. Αυτό επιβεβαιώνεται με τη συνοδική απόφαση του 1318-1319 που μιλά για κατάρρευση και εξαφάνιση ελληνοχριστιανικών κοινοτήτων. Το 15ο αιώνα σε επισκοπικό κατάλογο αναφέρεται «τι φρικτή παρακμή…» Βρυώνης Σ. (ό.π., σελ. 263), σε σχέση με την εξαφάνιση των μητροπόλεων, των επισκοπών, των αρχιεπισκοπών, κλπ. και την πλήρη κατάρρευση του ελληνισμού.
Ταυτόχρονα με την συρρίκνωση του Χριστιανισμού και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, έχουμε την ανατολή του μουσουλμανισμού και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Β Ο ρόλος της θρησκείας στη διαμόρφωση των εξωτερικών σχέσεων του Βυζαντίου
1. Ο ρόλος της θρησκείας στη διαμόρφωση των εξωτερικών σχέσεων του Βυζαντίου σε σχέση με το βορά – Βαλκάνια
«Η ανατολική Ευρώπη όλο της σχεδόν τον πολιτισμό τον χρωστούσε στους ιεραπόστολους και τους αξιωματούχους της Κωνσταντινούπολης» Runciman S. (ό.π., σελ. 312)
Το χάος στο βορά ξεκινά «με την εισβολή και εγκατάσταση, στα νότια του Δούναβη, μιας πολεμόχαρης φυλής, ουννικής καταγωγής, που είναι γνωστοί με το όνομα Βούλγαροι» Runciman S. (ό.π., σελ. 48). Οι προσπάθειες του εκχριστιανισμού τους πέτυχαν όταν «το 865 ο χάνης Βόγγορις, εγγονός του Ομουρτάγ, αποφάσισε και από άμεσες διπλωματικές ανάγκες και εξαιτίας μιας πολιτικής που έβλεπε μακριά, να ασπαστεί το χριστιανισμό» Runciman S. (ό.π., σελ. 314).
Ο Λέων ΣΤ΄ ήταν τόσο ευσεβής που «δε μπορούσε να πολεμήσει ο ίδιος τους Βούλγαρους, επειδή ήταν κι’ αυτοί χριστιανοί, δεν εδίστασε να πληρώσει τους αλλόθρησκους Ούγγρους για να τους επιτεθούν από τα νώτα» Runciman S. (ό.π., σελ. 178). Την νίκη όμως πέτυχε ο Βασίλειος ο Β΄ ο Βουλγαροκτόνος που άφησε την οργάνωση της εκκλησίας και τη γλώσσα της σαν πυρήνα για ένα νέο ανεξάρτητο βασίλειο.
Οι Σέρβοι που σιγά σιγά δημιουργούσαν ένα ισχυρό κράτος δίπλα τους ήταν ο επόμενος στόχος με τον Κύριλλο και τον αδελφό του Μεθόδιος να ιδρύσουν εκκλησία στη Μοραβία όπου «η Βίβλος μεταφράστηκε στη γλώσσα του τόπου, στην οποία γινόταν και η λειτουργία» Runciman S. (ό.π., σελ. 315) αν και το κέρδος ήταν ελάχιστο με μόνο το Μαυροβούνιο να μένει πιστό στη διδασκαλία τους.
Το 1371 στην αποφασιστική μάχη του Μαρίτσα – δηλαδή του Έβρου – όπου ο αυτοκρατορικός σερβικός στρατός κατατροπώθηκε απ’ τους Οθωμανούς ο σέρβος πρίγκιπας Λαζάρ απέφυγε να πάρει μέρος* ενώ αργότερα με ίντριγκες και βυζαντινισμούς ανακηρύχθηκε βασιλιάς των Σέρβων και της Βοσνίας παρά την μη τιμητική απουσία του.
Το 1389 ήταν επικεφαλής του χριστιανικού συνασπισμού που προσπαθούσε να αναχαιτίσει την εισβολή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας με το Μουράτ Α’ στο κοσυφοπέδιο. Ο συνασπισμός ηττήθηκε – αν και οι Οθωμανοί σταμάτησαν την προέλασή τους – ενώ παρ’ ότι Λαζάρ και Μουρούτ σκοτώθηκαν στη μάχη, ο Λαζάρ κηρύχθηκε Άγιος των Σέρβων.
Η τραγική ειρωνεία δε της ιστορίας είναι ότι με το πλευρό των Οθωμανών υπήρχαν μισθοφόροι Βούλγαροι, και Σέρβοι, ενώ με τους Σέρβους υπήρχαν Βούργαροι, Ρουμάνοι, Τσέχοι, Ούγγροι, και Αλβανοί.
Η εκκλησία λοιπόν του κάθε τόπου με την αυτονομία στην οργάνωση που τους έδινε το πατριαρχείο μπορούσαν να κάνουν αγίους ακόμη και διαβόλους, και δίνεται έτσι άλλο άνα κομμάτι της δύναμης που ασκούσε η εκκλησία μέσα σ’ ένα κράτος διαχρονικά. Εγώ τουλάχιστον δεν γνωρίζω αποκαθηλωμένους αγίους, έτσι και έγινες τέλειωσε.
«Οι Ρώσοι και οι Βούλγαροι, ήταν λαός σλαβικός που είχε οργανωθεί από μια ξένη αριστοκρατία» Runciman S. (ό.π., σελ. 318).
Ο Βασίλειος Β΄ το 989 συμφώνησε να δώσει την αδελφή του Άννα στο Βλαδίμηρο το Μέγα της Ρωσίας «… για να εξασφαλίσει επείγουσες διπλωματικές ανάγκες – να εκχριστιανίσει του Ρώσσους, να τους κάμει συμμάχους και να σώσει τη Χερσώνα» Runciman S. (ό.π., σελ. 180), σπάζοντας το αξίωμα των τριών όχι του Βυζαντίου (στέμμα, υγρό πύρ, πορφυρογέννητη πριγκίπισσα). Ο γάμος βέβαια «συνοδεύτηκε από ομαδική βάπτιση των Ρως και προσχώρησή τους στο χριστιανισμό» Νικολούδης Ν., (ό.π., σελ 125).
Οι Βυζαντινοί έδωσαν στους Ρώσους τη λειτουργία με τη μετάφραση του ευαγγελίου στα ρωσικά, το αλφάβητο του Κύριλλου, και Έλληνες επισκόπους του Οικουμενικού πατριαρχείου για την οργάνωση των επισκοπών στις ρωσικές επαρχίες. Η μεγαλύτερη αξία δε αυτών των γεγονότων ήταν η συμπεριφορά της Ρωσίας μετά την άλωση, όπου παρείχε καταφύγιο σε Έλληνες και «αποτέλεσε τη μεγαλύτερη ελπίδα του ελληνισμού για την απελευθέρωσή του» Νικολούδης Ν., (ό.π., σελ 126).
Η Αρμενία όπου η επίδρασή της «στο Βυζάντιο ήταν μεγαλύτερη απ’ ότι η βυζαντινή στην Αρμενία» Runciman S. (ό.π., σελ. 322) παρ΄όλη την περηφάνια της για την παλαιότητα του χριστιανισμού της δεν άντεξε, και έπεσε στα χέρια των Τούρκων. Κατάφερε δε να επανιδρυθεί μ’ ένα καινούργιο βασίλειο στην Κιλικία.
Ο χριστιανισμός εν γένει «με το πανανθρώπινο μήνυμά του, προάσπιζε την ιδέα της
οικουμενικότητας», ανοίγοντας το πεδίο της στρατιωτικής υλοποίησης και της εν δυνάμει μεγαλύτερης προσέγγισης των λαών, ως αποστολή σε κάθε νέο αυτοκράτορα, λόγω του ρόλου της θέσης, ως δούλος Χριστού, έχοντας «την πρωτοκαθεδρία στη χριστιανική Εκκλησία» Πέννα Β., (ό.π., σελ 62,65).
2. Ο ρόλος της θρησκείας στη διαμόρφωση των εξωτερικών σχέσεων του Βυζαντίου σε σχέση με τα νοτιοανατολικά – Τούρκοι , Άραβες
«Οι σχέσεις του Βυζαντίου και του Ισλάμ ήταν πολύ καλύτερες από τις σχέσεις του Βυζαντίου και της Ρώμης» Runciman S. (ό.π., σελ. 147).
Ο ρόλος που έπαιξε το Βυζάντιο στη δημιουργία του πολιτισμού του Ισλάμ ήταν τεράστιος, η εκκλησία όμως δεν μπορούσε να κάνει και πολλά πράγματα, και αυτό γιατί οι Άραβες στήριξαν τη δημιουργία του κράτους, πάνω σε μια καλά οργανωμένη θρησκευτική κοινότητα και μόνο. Δεν υπήρχε πλουραλισμός θέσεων ιδεών και πολιτισμού, το αντίθετο μάλιστα ο φανατισμός ήταν ηγέτης.
Η μεγάλη μάχη σε διάρκεια και κόστος, όπου στο τέλος ήρθε και η πτώση του Βυζαντίου ήταν με τις διάφορες φυλές των Αράβων και των μουσουλμάνων. Το Βυζάντιο προσπάθησε να τους προσηλυτίσει στο Χριστιανισμό με διάφορα ανταλλάγματα – «όποιος Σαρακηνός αιχμάλωτος δεχόταν τον Χριστιανισμό έπαιρνε τρία νομίσματα όταν βαφτιζόταν, έξι νομίσματα υπέρ ζευγαρίου και πενήντα τέσσερις μόδιους σιτηρά …» Βρυώνης Σ. (ό.π., σελ. 58) - , και κατά διαστήματα κέρδισε αρκετές μάχες, όχι όμως τον πόλεμο. Έδιναν ακόμη σε κάθε χριστιανικό σπίτι που δεχόταν, ένα προσηλυτισμένο μουσουλμάνο για γάμο, μεγάλες τριετείς φοροαπαλλαγές.
Τι άλλο να κάνει η εκκλησία, η οποία βρισκόταν εκ θέσεως σε άλλο επίπεδο; Ίσως θα έπρεπε να κατέβει στο επίπεδο του αντιπάλου για να μπορεί να παίζει με τους ίδιους όρους.
Έτσι όμως θα έχανε και την όποια καλή μαρτυρία της είχε μείνει, μια και δεν ήταν λίγες οι φορές που αμάρτησε για την ψυχή της.
Οι λόγοι που ο χριστιανισμός ηττήθηκε κατά κράτος ήταν δύο το τζιχάντ και η οικονομία. Το τζιχάντ είναι η «ηθική κάλυψη στις πολεμικές διαθέσεις των Βεδουίνων» για την «με κάθε τρόπο επιβολή του Ισλάμ στους ‘απίστους’, ακόμη και με ‘ιερό πόλεμο’» Πέννα Β., (ό.π., σελ. 99, 100), αρχές οι οποίες εμπλούτισαν τον μωαμεθανισμό δίνοντάς του συγκριτικό πλεονέκτημα. Σε σχέση με την οικονομία βλέπουμε τη δυσφορία «του ελληνικού στοιχείου προς τις βυζαντινές αρχές εξαιτίας της βαριάς φορολογίας που επέβαλαν» Νικολούδης Ν., (ό.π., σελ. 111), κάτι που ευνόησε την επικράτηση των Οθωμανών.
3. Ο ρόλος της θρησκείας στη διαμόρφωση των εξωτερικών σχέσεων του Βυζαντίου σε σχέση με τα δυτικά - Λατίνοι
Οι πρώτες απώλειες – με το χάσιμο της Ισπανίας – επί Τιβέριου τον 6ο αιώνα δεν λύπησε πολύ τους Βυζαντινούς μια και είχαν χάσει την αίσθηση της όρασης προς τα δυτικά και αλληθώριζαν προς την Ανατολή (όπου και κει τα πλήγματα ήταν μεγάλα από Πέρσες και Αβάρους).
Οι αυτοκράτορες δε νοιάζονταν τόσο για τα δυτικά ενώ η ανομοιογένεια «η έπαρση των Λατίνων και το πείσμα των Ελλήνων» δεν τους άφηναν να συμφωνήσουν ούτε για το σχίσμα των εκκλησιών, χαρακτηριστικά δε «ο Μανουήλ Β’ καλλιεργούσε με πολλή προθυμία τις σχετικές ελπίδες σαν ένα δέλεαρ για τη Δύση, και συμβούλευε και το γιό του να υπόσχεται διαπραγματεύσεις αλλά να τις αναβάλλει επ’ άπειρον» Runciman S. (ό.π., σελ. 142). Στη τελευταία δε λειτουργία της Αγίας Σοφίας «ο μέγας δούξ Λουκάς Νοταράς δεν ήταν ωστόσο μόνος όταν εδήλωνε ότι το φακιόλιον των Τούρκων ήταν προτιμότερο από την καλύπτρα των Λατίνων», γιατί «ο σουλτάνος άφησε στους Έλληνες την εκκλησία τους αυτόνομη, για να διατηρεί το πνεύμα τους ζωντανό στους αιώνες του πολιτικού σκότους, ενώ η Ρώμη αυτό το πνεύμα θα τους το στερούσε» Runciman S. (ό.π., σελ. 142)
Και εδώ όμως η δραστηριότητα της εκκλησίας επεκτεινόταν και σε διπλωματικό επίπεδο όπως «στα μέσα του 10ου αιώνα ο Βλάττος, ο αρχιεπίσκοπος του Οτράντο, και όχι ο στρατηγός, ταξίδεψε στη Μεχεδία της Τύνιδος για να εξαγοράσει χριστιανούς αιχμαλώτους» Runciman S. (ό.π., σελ. 175).
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
«Ο Helmut Ritter σ’ ένα εστιατόριο της πόλης το 1959 … μου είπε … ήταν αδύνατο να γράψει κανείς την ιστορία του μεγάλου αυτού πολιτισμικού σχηματισμού» Βρυώνης Σ. (ό.π., σελ. 9). Καταλαβαίνουμε έτσι τη δυσκολία να αξιολογήσει κανείς και να επιλέξει στοιχεία αυτού όταν πολλά απ’ αυτά έχουν χαθεί και η επιλεκτική αναφορά τους μπορεί να οδηγήσει σε δύσκολα μονοπάτια. Ιδιαίτερα δε στο θέμα μας που το Βυζάντιο σε σχέση με την θρησκεία πολλές φορές ήταν δύσκολο να ξεχωρίσεις το ποιος πραγματικά βρίσκεται πίσω από κάτι (η θρησκεία ή το κράτος του Βυζαντίου). Η εκκλησία δε, φαίνεται να πρωταγωνιστεί σε πνευματικό, και σε ηγετικό επίπεδο, οργάνωσης και διοίκησης της δομής που υπηρετεί, σε αγαστή συνεργασία με την αυτοκρατορία και τα ιδανικά της.
Η εκκλησία λοιπόν ξεκινά να υπηρετεί τις ευγενείς φιλοδοξίες επέκτασης και διατήρησης μιας αυτοκρατορίας. Το έργο αυτό όσο και να ξεκινά με καλές προθέσεις είναι σίγουρο ότι θα σε εκθέσει, μια και παύεις σαν οντότητα και θεσμός να ελέγχεις τα επόμενα βήματα.
«Όποιος επικαλείται υψηλά ιδανικά και αντλεί το γόητρό του από αυτή του την ταύτιση με υπερβατικές πνευματικές αξίες, έχει υποχρεώσεις απέναντι στην Ιστορία» Beck H. G. (ό.π., σελ. 315). Οι υποχρεώσεις αυτές δεν αποτελούσαν μέλημα των τότε ιθυνόντων.
Συντελεστές στα αποτελέσματα του εκχριστιανισμού και πολιτισμού των βαρβάρων ήταν και άλλοι παράγοντες που δεν οφείλονταν άμεσα ή έμμεσα στην θρησκεία, δεν θα μπορούσε άλλωστε να γίνει διαφορετικά σ’ ένα τέτοιο γιγάντιο και δαιδαλώδες έργο.
«Πραγματικά κανένα από τα πνευματικά τέκνα του Βυζαντίου δεν αφέθηκε να φτάσει ειρηνικά στην ωριμότητα», η Βουλγαρία κατακτήθηκε από τους Τούρκους και στη Σερβία μετά τη μάχη του Κοσσυφοπεδίου, «της επιβλήθηκε μια υποτέλεια που πολύ γρήγορα έγινε σκλαβιά» Runciman S. (ό.π., σελ. 319, 320). Στις άλλες γειτονικές χώρες Ουγγαρία και Κροατία οι αρχικές επιτυχίες χάθηκαν, απ’ τις ‘επιτυχίες’ της Δύσης και της Ρώμης.
Ούτε βέβαια στη Ρωσία δόθηκε ο απαραίτητος χρόνος με τους Μογγόλους τον 13ο αιώνα να αλλάζουν τον προσανατολισμό της και να τη διοικούν με αμείλικτο και απρόσωπο δεσποτισμό.
Με την ανοχή ότι «η ιστορική διάσταση δεν είναι πάντα τόσο φανερή» Beck H. G. (ό.π., σελ. 395), οι λόγιοι της Δύσης τον 14ο αιώνα «άρχισαν να αντιλαμβάνονται τι θησαυροί γνώσεων υπήρχαν αποταμιευμένοι στην Κωνσταντινούπολη» και «η Δύση αναγνώρισε επιτέλους το έργο των Βυζαντινών για τη διαφύλαξη της αρχαιότητας, που το 1204 το είχε σχεδόν καταστρέψει» Runciman S. (ό.π., σελ. 336). Αυτό – το 1204 - και αν ήταν θεϊκή έκπληξη, αν και πλησιάζει προς αρχαία τραγωδία με τη μάνα να θυσιάζει τη κόρη, την κόρη που για 11αιώνες ήταν το κέντρο φωτός και είχε βγάλει χώρες ολόκληρες από τη βαρβαρότητα, οδηγώντας τες στην εκλέπτυνση των ηθών και στον πολιτισμό.
«Τελικά φιλοσόφησε ο Έλληνας ο κόσμος μεταβάλλεται συνεχώς και η ροή μιας τέτοιας αλλαγής παρέσυρε και τους Έλληνες» Βρυώνης Σ. (ό.π., σελ. 360) Με τους σπόρους που άφησαν πίσω του άνδρες όπως «ο Χρυσολωράς και ο Γεμιστός Πλήθων για την προώθηση της μελέτης των ελληνικών, και του πλατωνισμού στη Δύση, όλη η Αναγέννηση είναι χρεώστης του Βυζαντίου» Runciman S. (ό.π., σελ. 331).
«Oι αρχαίοι θα θεωρούσαν, αναμφίβολα, πρέπον να επανεκτιμήσουμε τον χριστιανισμό τούτη τη στιγμή του χρόνου» Freke T. , Gandy P. (Τα μυστήρια του Ιησού, μτφρ. Σιδέρη Ν., Ενάλιος 2001, σελ. 357).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Beck H. G., Η βυζαντινή χιλιετία, μτφρ. Κούρτοβικ Δ., Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 2005.
Βρυώνης Σ. Η παρακμή του μεσαιωνικού ελληνισμού στη μικρά Ασία και η διαδικασία εξισλαμισμού 11ος – 15ος αιώνας, μτφρ. Κάτια Γαλαταριώτου, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 2000.
Eco Umberto, Πώς γίνεται μια διπλωματική εργασία, Αθήνα 1994.
Freke T. , Gandy P. Τα μυστήρια του Ιησού, μτφρ. Σιδέρη Ν., Ενάλιος 2001.
Πέννα Β., Νικολούδης Ν. "Βυζαντινοί Θεσμοί" στο Ελληνική Ιστορία – Βυζάντιο και
Ελληνισμός, τόμος Β, των Β. Πέννα, Ν. Νικολούδης, Χ. Γάσπαρης, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 1999.
Runciman S. , Βυζαντινός Πολιτισμός, μτφρ.Δετζωρτζή Δ., Ερμείας 1969.

Σάββατο 22 Μαρτίου 2008

ΕΛΠ 11 εργ.3η Τα ελληνικά πολιτικά κόμματα κατά την περίοδο της οθωνικής μοναρχίας


ΑΡΓΥΡΗΣ ΗΛΙΑΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
Πρόγραμμα Σπουδών: ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Θεματική Ενότητα: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ακαδ. Έτος: 2007-2008
Όνομα Καθηγητή: ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΕΥΑΝΘΗΣ
Θέμα της Γ΄ Εργασίας
για την ΕΛΠ 11
Ακαδημαϊκό έτος 2007-2008
Τα ελληνικά πολιτικά κόμματα κατά την περίοδο της οθωνικής μοναρχίας (ιστορικές καταβολές, εξέλιξη, οργανωτικές δομές, ο ρόλος τους στο πολιτικό σύστημα της χώρας και η ιδεολογική τους φυσιογνωμία).
Αναπτύξτε το θέμα σε 2200 λέξεις.















ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕΛ. 3
ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ ΣΕΛ. 4
Τα ελληνικά πολιτικά κόμματα κατά την περίοδο της οθωνικής μοναρχίας
Α. Ιστορικές καταβολές και εξέλιξη ΣΕΛ. 4
Β. Οργανωτικές δομές ΣΕΛ. 6
Γ. Η ιδεολογική τους φυσιογνωμία ΣΕΛ. 7
Δ. Ο ρόλος τους στο πολιτικό σύστημα της χώρας ΣΕΛ. 9
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΣΕΛ. 11
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΕΛ. 12
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
«Η Ελληνική Επανάσταση ήταν προϊόν πολλών παραγόντων που λειτούργησαν ταυτόχρονα, όταν η τουρκική κυριαρχία είχε εξασθενίσει και η ανταρσία του Αλή-Πασά είχε στερήσει από την τουρκική ισχύ ένα από τα κυριότερα στηρίγματά της στο δυτικό άκρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας» (D. Dakin, Ο αγώνας των ελλήνων για την ανεξαρτησία 1821-1833, μτφρ. Ρ. Σταυρίδη-Πατρίκιου, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1999, σελ. 391).
Η επίκληση της Αρχαιότητας «αποτέλεσε το βασικό συνδετικό ιστό των τότε Νεοελλήνων, τον απελευθερωτικό μύθο της περιόδου αυτής της αναδημιουργίας» (Γ. Μαργαρίτης, "Ο Οθωμανικός χώρος και η συγκρότηση του νέου Ελληνισμού" στο Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική ιστορία, τόμος Γ’, των Γ. Μαργαρίτης, Σ. Μαρκέτος, Κ. Μαυρέας, Ν. Ροτζώκος, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 1999, σελ. 55).
Μήπως η Αρχαιότητα χρησιμοποιήθηκε με δόλο από τους προγόνους μας, όπως έκανε περιοδικά κατά το δοκούν ο Όθων με τα κόμματα, μέχρι να υπογράψουν οι χώρες (πρώτα Αγγλία, μετά Γαλλία) για εκταμίευση του δανείου;
Ο κοινός αγώνας ξεκίνησε με χάσμα ανάμεσα σε γαιοκτήμονες και άκληρους χωρικούς, όπου «στο μέτρο που ο κοινός εχθρός εκδιωκόταν, εμφανίζονταν νέες συγκρούσεις» (G. Herring, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, τόμος Α’, μτφρ.Θ. Παρασκευόπουλος, , Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2006, σελ. 73).
Γενική ήταν η γνώμη «ότι τα κόμματα ήταν τρεις «πελατείες» που περιορίζονταν σχεδόν αποκλειστικά στην πρωτεύουσα, ότι είχαν οργανωθεί από τις ξένες αποστολές, ότι αποτελούνταν από άτομα ιδιοτελή που δεν εκπροσωπούσαν παρά μόνο τον εαυτό τους, και ότι εξασφάλιζαν την εύνοια των ξένων αποστολών προσφέροντας ως αντάλλαγμα την παροχή πληροφοριών και μια υποτυπώδη υποστήριξη προς την αντίστοιχη δύναμη» (J. Petropoulos, Πολιτική και συγκρότηση Κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο (1833-1843), μτφρ. Ν. Διαμαντούρος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1997).
«Σε αντίθεση με την εξέλιξη στη Δυτική Ευρώπη, εδώ τα κόμματα δημιουργήθηκαν πριν από την εντελή εξασφάλιση της κρατικής υπόστασης και της επικράτειας και όχι στο εσωτερικό ενός σταθεροποιημένου κράτους, και έτσι ήταν τα κόμματα και όχι το εμβρυακό κράτος φορείς της νομιμοποίησης και παράγοντες της ενσωμάτωσης» (G. Herring, ό.π., σελ. 114).
Αρωγός στα πρώτα τους βήματα στάθηκε το κίνημα του Φιλελληνισμού που βοήθησε το κράτος ιδιαίτερα στις διπλωματικές του σχέσεις, ενώ συντέλεσε ουσιαστικά και στη λήψη του 1ου δανείου από την Αγγλία.
Παράλληλα με τους ηγέτες των κομμάτων υπήρχαν λαμπρές φυσιογνωμίες εκτός κομμάτων. με έργο πολιτικό, με στόχο την ανάδειξη της ιστορίας, της γλώσσας, του πολιτισμού του έθνους και την εθνική αφύπνιση, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής που στο τέλος έβλεπε το έργο του να καίγεται, αλλά άφησε κληρονομιά πολιτισμού.
Θα δούμε στη συνέχεια την κυκλοθυμική πορεία των κομμάτων που μπορεί να ζαλίζει τους απ’ έξω, να πλουτίζει κάποιους από μέσα, να εξοστρακίζει τους «καλούς» που ωρίμασαν πρόωρα και εν τέλει να μορφοποιεί ένα νέο κράτος με στοιχεία πολυσπερματικά.
ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ
Α. Ιστορικές καταβολές και εξέλιξη ΣΕΛ. 4
«Η επανάσταση ήταν σε μεγάλο βαθμό μια αγροτική εξέγερση που διενεργήθηκε μέσα σε έντονες κοινωνικές συγκρούσεις, με κορυφώσεις τους δύο εμφύλιους πολέμους στα 1823-1824» (Π. Κιτρομηλίδη, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, μτφρ. Σ. Νικολούδη, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2000, σελ. 467), με καταλυτική τη συμμετοχή των διανοούμενων (πολλοί ετερόχθονες), εξαιτίας της υπεροχής τους στη μόρφωση, και στη γνώση διεθνών θεμάτων.
«Από την οθωμανική κυριαρχία είχαν δημιουργηθεί για αρκετούς λόγους πελατειακές ενώσεις» ενώ «φυσικούς και αξιόπιστους συμμάχους έβρισκε κανείς… στην οικογένεια», (G. Herring, ό.π., σελ. 63), όπου η σχέση φιλίας συγγένειας και εξυπηρέτησης ήταν πέρα από πολιτικές οροθετήσεις και άμβλυνε τις κοινωνικές επιπτώσεις.
«Ο σχηματισμός ομάδων από τις υπάρχουσες φατρίες σε εθνικό επίπεδο πέρασε από τρεις φάσεις». Το 1821-1824 εξελίχθηκε με βάση ταξικές διαφορές, το 1824 σύμφωνα με τοπικούς διαχωρισμούς, και το 1825 «σύμφωνα με την προτίμησή τους για κάποια από τις τρεις δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) και τελικά μπήκαν υπό την προστασία τους» (J. Petropoulos, ό.π., σελ. 129).
Οι Έλληνες ήρθαν σε επαφή με τις μεγάλες δυνάμεις ελπίζοντας σε βοήθεια εναντίων των Τούρκων και «από τις τρεις δυνάμεις πήραν τις ονομασίες τα τρία κόμματα που δημιουργήθηκαν τη δεκαετία του 1820» και «οι ονομασίες των ελληνικών κομμάτων όπως και των βρετανικών δόθηκαν αρχικά από τους πολιτικούς τους αντιπάλους» (G. Herring, ό.π., σελ. 141), ενώ «καμιά ιστορική πηγή πριν το 1825 δεν δίνει στις φατρίες ξενικές επωνυμίες» (J. Petropoulos, ό.π., σελ. 117).
Το Ρωσικό Κόμμα ακολούθησαν παραδεδομένες ή νέες πελατειακές δομές που αρχικά αναπτύχθηκαν και στη συνέχεια διαλύθηκαν ή μειώθηκε η σημασία τους για τις πολιτικές αποφάσεις. Άλλος λόγος των οπαδών του είναι ότι «οι Έλληνες είχαν ζωντανή την ελπίδα ότι ο τσάρος θα τους απελευθέρωνε μια μέρα» (G. Herring, ό.π., σελ. 221), αν και η αδιαφορία στη συμφωνία του Άκκερμαν (1826) και στη συνθήκη ειρήνης της Αδριανούπολης τους πάγωσε.
Ο Υψηλάντης με τον Κολοκοτρώνη ήταν οι ηγέτες του που σταδιακά αποκαθηλώθηκαν μια και ο γέρος του Μωριά «απέδωσε τους καρπούς της επανάστασης, αφού δεν έφταναν για όλους, αρχικά στον εαυτό του» και «του έδωσαν το παρατσούκλι Καπετάν Λαφύρας» (G. Herring, ό.π., σελ. 107).
«Ο Υψηλάντης αποδείχθηκε από τις ευγενέστερες φυσιογνωμίες της Ελληνικής Επανάστασης. Το αφάνταστο θάρρος του, ο θερμός πατριωτισμός του, η μεγάλη του εντιμότητα εντυπωσίαζαν ακόμη και τους εχθρούς του, δεν ήταν όμως πλασμένος για ηγέτης» (J. Petropoulos, ό.π., σελ. 95).
Αργότερα ο Καποδίστριας – ως φυσική συνέχεια - πίστευε ότι τα κόμματα βοηθούν την έξαψη διενέξεων την απείθεια στη Κυβέρνηση και τη δουλική προσκόλληση σε ξένες δυνάμεις «έθεσε ως στόχο να αποδυναμώσει τα ανώτερα στρώματα και τα κόμματα» (G. Herring, ό.π., σελ. 109), δίνοντας δικαίωμα ψήφου στους ακτήμονες, και καταργώντας την εκμίσθωση φόρων.
Η «σχετικά μακρά και σθεναρή διακυβέρνηση του Καποδίστρια του είχε δώσει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει την ευρεία δημοτικότητά του και τη διοικητική μηχανή του κράτους για να συγκροτήσει ένα καλά οργανωμένο κόμμα με πλατιά λαϊκή υποστήριξη» (J. Petropoulos, ό.π., σελ. 162), αλλά δεν βοήθησε στην ανέλιξη των κομμάτων για δημοκρατικές διαδικασίες ενώ η υπεροψία του στον θεωρητικό λόγο, «ήταν εκείνο που ενοχλούσε οποιονδήποτε ερχόταν σ’ επαφή μαζί του και εκείνο που είχε κάνει τον Μέττερνιχ να πει ότι «ήταν ένα αληθινό θαύμα ξεροκεφαλιάς»» (D. Dakin, ό.π., σελ. 377), η αναβλητικότητά του δε με την αλλαγή θέσεων οδήγησαν στο μοιραίο.
Το Αγγλικό Κόμμα ακολούθησαν άνθρωποι από τους άρχοντες, από τους στρατιωτικούς και από τους «Δυτικούς» δηλαδή «σπουδαγμένοι σε δυτικοευρωπαϊκά Πανεπιστήμια ή πρώην κάτοικοι δυτικοευρωπαϊκών χωρών, κυρίως όμως διανοούμενοι και έμποροι, εμφορούμενοι από εθνικιστικές και δημοκρατικές ιδέες», γίνεται δε εμφανές ότι «δεν είχαν ούτε μεταξύ τους ούτε με τον Μαυροκορδάτο σχέσεις που θα μπορούσαν να περιγραφούν με την έννοια της πελατειακής ένωσης ή έστω μιας χαλαρής φατρίας οικογενειών» (G. Herring, ό.π., σελ. 105).
Για τον Μαυροκορδάτο – ηγέτη του κόμματος - «οι προσωπικές προτιμήσεις δεν είχαν καμιά θέση στις κρατικές υποθέσεις», έχοντας ως πεποίθηση «πως η μεγαλύτερη ελπίδα για την Ελλάδα βρισκόταν στην υποκίνηση του ανταγωνισμού ανάμεσα στη Βρετανία και τη Γαλλία», ενώ «έδωσε προτεραιότητα στη Βρετανία» (J. Petropoulos, ό.π., σελ. 123-4).
Το Γαλλικό Κόμμα δημιουργήθηκε ως εκπρόσωπος των συμφερόντων των Ρουμελιωτών στρατιωτικών κυρίως όπου εδώ διαπιστώνουμε τη μέγιστη διάρκεια των πελατειακών δομών, και ηγέτη τον Κωλέττη αφού χάθηκαν οι φυσικοί του ηγέτες πρώτα ο Ανδρούτσος το 25, ο Καραϊσκάκης το 27, και ο Γκούρας το 28. «Στην Πελοπόννησο αναπτύχθηκε γύρω από τη φατρία των Δεληγιανναίων, και περιέλαβε ένα τμήμα της τάξης των πελοποννήσιων προεστών» (J. Petropoulos, ό.π., σελ. 167).
Αν και με την πρώτη ματιά “δεν κομίζει γλαύκα εις Αθήνας”, «είχε αναπτύξει πιο ισόρροπη εκπροσώπηση των γνωστών ομάδων συμφερόντων της ελληνικής κοινωνίας», και ενώ «η κατάσταση αυτή αποτελούσε πλεονέκτημα στο βαθμό που έδινε στο κόμμα ευρύτερο, και επομένως εθνικό, χαρακτήρα…, είχε το μειονέκτημα ότι δημιουργούσε εσωτερική αστάθεια και διαφωνία» (J. Petropoulos, ό.π., σελ. 551).
Χαρακτηριστικό δείγμα κινητικότητας οπαδών και ομάδων ήταν που «η φατρία των Κουντουριώτηδων εγκατέλειψε το «αγγλικό» κόμμα για να ενωθεί με το «γαλλικό», αν και αυτή ακόμη η σύμπραξη είχε χαρακτήρα προσωρινό» (J. Petropoulos, ό.π., σελ. 171).
«Σε όλες τις παρατάξεις συναντά κανείς τη μεγάλη εξάρτηση των αγωνιστών από τον εφοδιασμό τους με τρόφιμα και πυρομαχικά και την απαίτηση για μισθό» (G. Herring, ό.π., σελ. 100-1), οικονομικά δηλαδή είναι άθλια.
Ιδεολογικά αφού «άρχισαν να χάνουν την αίγλη τους στην Ελλάδα τα φιλελεύθερα και ριζοσπαστικά ιδανικά του Κοραή και των διαφωτιστών, περίπου τον καιρό της Ελληνικής Επανάστασης, σχεδόν όλοι οι πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής ασπάζονταν αυταρχικές αντιλήψεις, ακόμη και αν επικαλούνταν δημοκρατικά ιδεολογήματα» (Σ. Μαρκέτος, ό.π., σελ. 142).
«Η πρώτη αντιβασιλεία, θέλοντας να εμπεδώσει την εξουσία της, …ευνόησε τα ασθενέστερα κόμματα κι έπληξε το ισχυρότερο από αυτά, δηλαδή το ρωσόφιλο», και «αποξένωσε τους οπαδούς του» (Σ. Μαρκέτος, ό.π., σελ. 145), ενώ απαλλάχθηκε από τους αρχηγούς των κομμάτων στέλνοντας το Μαυροκορδάτο και τον Τρικούπη ως πρεσβευτές στο εξωτερικό, ενώ ο Κωλέττης πήγε αργότερα στη δεύτερη αντιβασιλεία.
Επί αντιβασιλείας συντελείται η πιο σημαντική χρονική περίοδος στην ωρίμανση των κομμάτων, όπου αντιλήψεις όπως αλυτρωτισμός, ανεξαρτησία, ενότητα και συνταγματική διακυβέρνηση έβρισκαν κοινό τόπο στα κόμματα, με πολιτικό ευνουχισμό της περιφέρειας στο επίπεδο των κοινοτήτων μια και οι αντιβασιλείς «περιέκοψαν τα δικαιώματα της παραδοσιακής αυτοδιοίκησης των Ελλήνων» (G. Herring, ό.π., σελ. 125).
Β. Οργανωτικές δομές ΣΕΛ. 6
Τα πολιτικά κόμματα διαμορφώθηκαν την περίοδο των εθνικών συνελεύσεων, με άτυπες οργανωτικές δομές χωρίς καταστατικό, μέλη και γραφεία, «είχαν τις καταβολές τους στις οργανωτικές μεθόδους που δίδαξε η Φιλική Εταιρεία και στις κοινωνικές και ιδεολογικές αντιθέσεις, οι οποίες κορυφώθηκαν τον καιρό του Αγώνα». Ουσιαστικά αποτελούσαν συνέχεια δικτύων συγγενείας με οικονομική αλληλεξάρτηση, ενώ οι τότε «οικογένειες ήταν πολύ πιο διευρυμένες από τις σημερινές και συχνά αποτελούσαν πολυμελείς φατρίες» (Σ. Μαρκέτος, ό.π., σελ. 146).
Η εσωτερική διάρθρωση των κομμάτων «ως μια σχετικά χαλαρή σχέση φατριών» απειλούσε τη ενότητά τους λόγω «του τοπικισμού, του ταξικού ανταγωνισμού, και της προσωπικής αντιζηλίας» (J. Petropoulos, ό.π., σελ. 173). Υπήρχε οριζόντια ανάπτυξη των οικογενειών «η οικογένεια καλλιεργούσε από κοινού τη γη με την καθοδήγηση του πατέρα» (J. Petropoulos, ό.π., σελ. 70), χωρίς μοιρασιά πλούτου – γης και χωρίς αμφισβήτηση του πατριάρχη.
Ο Υψηλάντης παρ’ ότι αντιπαθούσε τους άρχοντες που είχαν ανέλθει επί τουρκικής κυριαρχίας στο σχέδιό του για τον Καταστατικό Χάρτη της Πελοποννήσου είχε προβλέψει «μικρότερη συμμετοχή των αγροτικών στρωμάτων στη διαμόρφωση της πολιτικής βούλησης απ’ ότι οι άρχοντες». Στις συγκρούσεις του Υψηλάντη με τους άρχοντες «διαμορφωνόταν μια δυνατότητα …να ευνοεί η λαϊκή υποστήριξη, τη διαμόρφωση ή συντήρηση αυταρχικών δομών κυριαρχίας» (G. Herring, ό.π., σελ. 85).
Θα λέγαμε για ύπαρξη παράλληλων δικτύων πελατείας και πατρωνίας και όχι κομμάτων, με την πολιτική ζωή να περνά μέσα από αυτά, διατηρώντας το πατερναλισμό και την κοινωνική αδικία.
Καταλύτης της πολιτικής ζωής ήταν οι συναλλαγές με κάθε αυτόνομο κέντρο εξουσίας, εντός και εκτός κομμάτων, που άλλαζαν κατεύθυνση κατά το δοκούν.
Στα νησιά όμως είτε με τη «διαρκή αποδυνάμωση των παλιών ελίτ ή και στον παραμερισμό τους από την αυτοδιοίκηση» έχουμε τη «διάλυση των πελατειακών σχέσεων» (G. Herring, ό.π., σελ. 82).
Η θεωρία βέβαια των πελατειακών σχέσεων δέχεται μεγάλο πλήγμα με το θάνατο του Καποδίστρια όπου με τον εμφύλιο πόλεμο υπήρξαν πολλά ενδοοικογενειακά θύματα.
Και όμως σαν τον φοίνικα αναγεννήθηκαν τα κόμματα επί α’ αντιβασιλείας, «και αυτό δεν έχει καμιά σχέση με την υποτιθέμενη στήριξή τους σε πελατειακές σχέσεις» (G. Herring, ό.π., σελ. 123).
Ο Όθων επιδίωξε το 1835 «να κυβερνήσει …με συνέπεια κατά των κομμάτων», δεν τα κατάφερε, «στο τέλος δε τα κόμματα πέτυχαν το δικό τους μακροπρόθεσμο στόχο, τη συνταγματική μοναρχία, και διέκοψαν την πορεία του βασιλιά» (G. Herring, ό.π., σελ. 125).
Πολιτική υπήρχε παντού, σ’ ένα πανηγύρι, σε κάποιο ταξίδι, σ’ ένα μοναστήρι κλπ μια και «η πολιτική αποτελούσε, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, μια οικονομική δραστηριότητα, ένα τρόπο βιοπορισμού» χωρίς να αποτελεί απασχόληση πλουσίων και ισχυρών, ασκούσε έλξη στους περισσότερους Έλληνες δίνοντάς τους ευχαρίστηση, ενώ θεωρούσαν την πολιτική «μια δραστηριότητα αναγκαία για να διατηρήσει κανείς ότι είχε, όσο μικρό κι αν ήταν» (J. Petropoulos, ό.π., σελ. 74,5).
Έτσι οι κομματικοί συνεργάτες από διάφορες περιοχές της Ελλάδας επικοινωνούσαν μεταξύ τους και διεκπεραίωναν τις κομματικές εργασίες χάρη σ’ ένα παραδοσιακό σύστημα προφορικής επικοινωνίας, οργανωτικό γνώρισμα που «κληρονομήθηκε άμεσα απ’ τη Φιλική Εταιρεία» (J. Petropoulos, ό.π., σελ. 626).
Γ. Η ιδεολογική τους φυσιογνωμία ΣΕΛ. 7
Υπήρχε μια καθυστέρηση «στην εξέλιξη της πολιτικής σκέψης: ότι έμοιαζε ξένο προς τη δομή των συμφερόντων και τους τρόπους συμπεριφοράς της ιδιαίτερης πατρίδας αξιολογούνταν πολύ γρήγορα αρνητικά με ηθικές κατηγορίες, ενώ συγκρούσεις συμφερόντων και διαπάλη των απόψεων θεωρούνταν συμπτώματα διατάραξης της τάξης και – όταν επρόκειτο για συμφέροντα και απόψεις άλλων – δείγματα ασυγκράτητης ιδιοτέλειας» (G. Herring, ό.π., σελ. 207).
«Οι θιασώτες της απολυταρχίας και του αντιδιαφωτισμού έκοψαν ακόμη και τις γέφυρες που ήθελε να οικοδομήσει προς τη Δύση ο δημοκρατικός εθνικισμός του Κοραή», ενώ «από φορείς των δημοκρατικών ιδανικών, του ορθού λόγου και της κριτικής σκέψης, μεταμόρφωσαν τους αρχαίους συγγραφείς σε προδρόμους του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», τον οποίο ανακάλυψαν (ή κατασκεύασαν) την ίδια εποχή» (Σ. Μαρκέτος, ό.π., σελ. 202).
Οι πολιτικές αξίες του νέου κράτους – 1832 – «διαμορφώθηκαν από ιδεολογικές αρχές και πολιτισμικούς προσανατολισμούς διαφορετικούς από εκείνους που είχαν εμπνεύσει την ιδεολογία της Ελληνικής Επανάστασης» (Π. Κιτρομηλίδη, ό.π, σελ. 472).
Τα τρία κόμματα προέκυψαν από την «αφοσίωση σε μια ηγετική φυσιογνωμία ή την ταύτιση με μια συγκεκριμένη ομάδα, και όχι από την πίστη στα διακηρυγμένα ιδανικά της ομάδας αυτής» και θα «πρέπει να προσέξει κανείς να μην υπερβάλει ως προς το κατά πόσο τα κόμματα είχαν αποκτήσει σταθερή ιδεολογία στο τέλος της περιόδου της απολυταρχίας»
(J. Petropoulos, ό.π., σελ. 629).
Το Ρωσικό Κόμμα είχε θεμέλιο της κοινωνικής τάξης τη θρησκεία και «από αυτήν προέκυπταν η πολιτική ηθική και τα κριτήρια για τη νομιμότητα της εξουσίας», ενώ «η βάση της πολιτικής αυτού του κόμματος δεν πρέπει να αναζητηθεί στο πεδίο της διπλωματίας αλλά στο πεδίο της εσωτερικής πολιτικής» (G. Herring, ό.π., σελ. 224).
Η εκκλησία αποτελούσε δομικό πλέγμα και θεμέλιο κοινωνικής τάξης, προσδοκώντας παραμονή σε εξουσίες που είχε και ξεπερνούσαν πολύ τη θρησκευτική της αποστολή (πολιτική, διοίκηση του κράτους, απονομή δικαίου, γη, κλπ).
Οι Εκκλησιαστικές διώξεις λογοτεχνών, ακόμη και στη Πάτρα το 1861 η γενικευμένη διαμαρτυρία «για την παράσταση ιταλικής όπερας την περίοδο της Σαρακοστής» (G. Herring, ό.π., σελ. 289), ήταν απ’ τις κακές στιγμές τους, αν και θέσεις όπως «τι τους χρειαζόμαστε τους μορφωμένους; Καταστρέψανε την πατρίδα και πρέπει να τους διώξουμε για να ελευθερωθούμε» (G. Herring, ό.π., σελ. 282) διχάζουν διαχρονικά.
Το κόμμα αυτό «συγκέντρωνε ήδη τη υποστήριξη των πολυπληθέστερων στρωμάτων του πληθυσμού: των φτωχότερων, των πολιτισμικά συντηρητικότερων και των αντιδυτικών ορθοδόξων» (Σ. Μαρκέτος, ό.π., σελ. 148). Ήταν δε πρόθυμο να συμπράξει στην έγκριση συντάγματος «στο χάος πριν από την άφιξη και μετά τον θάνατο του Καποδίστρια, σε καταστάσεις δηλαδή όπου κινδύνευαν οι προσβάσεις του κόμματος στην εξουσία, ακόμη και η ελευθερία και η ζωή των πολιτικών του» (G. Herring, ό.π., σελ. 228).
Για το Αγγλικό Κόμμα «βασικές αρχές μιας νόμιμης εξουσίας ήταν το κοινοβουλευτικό αντιπροσωπευτικό σύστημα κι η διάκριση των εξουσιών, αρχές στις οποίες είχαν σταθεί πάντοτε πιστοί κατά τη διάρκεια του πολέμου της ανεξαρτησίας» (G. Herring, ό.π., σελ. 200), ενώ προσπαθούσε να κρατήσει την εκκλησία «απ’ έξω» χωρίς να περιορίζει την κυριαρχία του λαού και του βασιλιά και χωρίς έλεγχο της διδασκαλίας της.
Τo κόμμα αυτό προσέλκυσε ακραίους φιλελεύθερους, δημοκρατικούς στο βάθος, όπως ήταν ο Αλέξανδρος Σούτσος και ο Αντωνιάδης, αλλά στερούταν τοπικών ερεισμάτων στην επαρχία όπου οι ηγέτες του δημιουργούσαν φθόνο λόγω μόρφωσης και παιδείας.
Η Αγγλία αποτελούσε πρότυπο κράτους οργάνωσης, παιδείας, και πηγής φιλελλήνων που βοήθησαν υλικά και ιδεολογικά τον αγώνα, ενώ δεσπόζουσας σημασίας κρίνεται ότι ήταν αυτή που έδωσε το πρώτο δάνειο στην Ελλάδα και ουσιαστικά βοήθησε τη συνέχεια του αγώνα και την κατοχύρωση του νέου κράτους.
Το Γαλλικό Κόμμα το προσδιορίζει η γέννησή του από αρματολούς και οπλαρχηγούς της Στερεάς, με ηγέτη τον Κωλέττη. Αυτό που συνέδεε τους αριστοκράτες αρματολούς με τους ριζοσπάστες κλέφτες ήταν ο πολεμικός ενθουσιασμός. Κατανοούμε το πρόβλημα που είχαν να αποδεχθούν τον τακτικό στρατό των βαυαρών, «αν ο ήρωας δεν καταφέρει να βρεί νέους εχθρούς και νέα πεδία αγώνων δε επιζεί ως ήρωας και πεθαίνει τον «άδοξο θάνατο» του περιττού» (G. Herring, ό.π., σελ. 212). Στους υποστηρικτές του αρκετοί χριστιανοί και η οικογένεια Δεληγιάννη (αφεντικά του Κολοκοτρώνη πριν την επανάσταση).
Η Γαλλία αποτελούσε πρότυπο χωρίς πολλά ερωτήματα μια και η γαλλική επανάσταση και το Σύνταγμα αποκαθιστούσε τα δίκαια του έθνους. Ήταν η καρδιά της Ευρώπης στο διαφωτισμό και την αναγέννηση άρα ιδανική σημαία για επανάσταση ή κόμμα!
Η εφαρμογή βέβαια αυτών των αρχών στην Ελλάδα «ξεπερνούσε κάθε φαντασία των Ελλήνων για την παραβίαση του νόμου, την αναξιοκρατία, και τη συγκεντρωτική χειραγώγηση» (G. Herring, ό.π., σελ. 220).
Η κλασσική διατύπωση του Κωλέττη: «το βασίλειο της Ελλάδας δεν είναι η Ελλάδα* είναι μικρό τμήμα της και μάλιστα το μικρότερο και το φτωχότερο» (G. Herring, ό.π., σελ. 213), αποτελεί τη Μεγάλη Ιδέα, όπου αρχικός σκοπός της «δεν ήταν η συγκέντρωση όλων των Ελλήνων σ’ ένα εθνικό κράτος και η αποκόλλησή τους από τις άλλες εθνοτικές ομάδες, αλλά η ανάδειξή τους σε καταλύτη του εκπολιτισμού ολόκληρης της ανατολής» ενώ «επί τρεις γενιές καθόριζε την εξωτερική πολιτική και τις εσωτερικές προτεραιότητες χωρίς να μπορεί ποτέ «να κρυσταλλωθεί σε κάποιο περιεκτικό και γενικής αποδοχής πολιτικό πρόγραμμα» (Σ. Μαρκέτος, ό.π., σελ. 203). Η «απήχηση αυτού του πολιτικού προγράμματος έγινε τόσο ισχυρή, σε σημείο ώστε με την πάροδο των δεκαετιών η διαφωνία ή η κριτική να φτάσουν να αντιμετωπίζονται ως προδοσία των ιερότερων αξιών και των μύχιων πόθων του έθνους», συμβάλλοντας στην εδραίωση συντηρητικών τάσεων, σε απήχηση στις μάζες, και έχοντας παράλληλη ιδεολογική σχέση με τον «πολιτισμικό εθνικισμό του Herder» (Π. Κιτρομηλίδη, ό.π, σελ. 490-6), την περίοδο του διαφωτισμού.
Εν κατακλείδι η ιδεολογική φυσιογνωμία των κομμάτων, ήταν ο συντηρητισμός και η Ορθοδοξία για το «ρωσικό», τα παλικάρια για το «γαλλικό», και η ευρωπαϊκή καλλιέργεια για το «αγγλικό», και αυτή έτεινε να αντιπροσωπεύει διαφορετικούς τρόπους ζωής και αντικρουόμενα συστήματα αξιών από τη μία, αλλά και κοινά συστήματα αξιών απ’ την άλλη όπως: η Μεγάλη Ιδέα, το σύνταγμα ως επιθυμητή μορφή διακυβέρνησης, η απονομή ανταμοιβών από το κράτος για υπηρεσίες προς την Επανάσταση, η χρησιμοποίηση όλων των επαγγελματικά εξειδικευμένων ατόμων στη διοίκηση, η αποκήρυξη κάθε επιρροής και εύνοιας προς τις ξένες δυνάμεις, η αποδοχή μιας Εκκλησίας αυτοκέφαλης απέναντι στο Πατριαρχείο και αυτόνομης απέναντι στο ελληνικό κράτος.
Κύριο χαρακτηριστικό των κομμάτων στην εξουσία ήταν η λήθη των αιτημάτων τους στην αντιπολιτευτική περίοδό τους, ούτε λόγος δε για δημοκρατία.
Δ. Ο ρόλος τους στο πολιτικό σύστημα της χώρας ΣΕΛ. 9
Με το ξεκίνημα χάθηκε «το όνειρο του Διαφωτισμού για μια φιλελεύθερη πολιτεία και το νέο πολιτικό σώμα πήρε τη μορφή του βασιλείου», ενώ η συνέχεια απογοήτευσε «τις κατώτερες κοινωνικές ομάδες και ιδιαίτερα για τους αγρότες, που είχαν αγωνιστεί στην Επανάσταση με την ελπίδα να βελτιώσουν την οικονομική τους κατάσταση με την απαλλοτρίωση των πρώην τουρκικών γαιών» (Π. Κιτρομηλίδη, ό.π, σελ. 473).
Ευγενής φιλοδοξία των κομματικών μηχανισμών είναι να δρουν σ’ ένα φιλελεύθερο κράτος πρεσβεύοντας τις κοινωνικές θέσεις και αρχές που εκφράζουν σαν φορέας πολιτικής και πολιτισμού της κοινωνίας και ευτυχώς «στη συγκρότησή τους αγνόησαν τους ταξικούς διαχωρισμούς, τους τοπικούς δεσμούς και τους διαφορετικούς τρόπους ζωής» (J. Petropoulos, ό.π., σελ. 640), συμβάλλοντας θετικά στη κοινωνία.
Όμως «αντί να μετασχηματίσουν προς την κατεύθυνση του φιλελευθερισμού την κοινωνία …έγιναν μηχανισμοί μέσα από τους οποίους οι παραδοσιακές πρακτικές – πελατειακές σχέσεις, σχήματα παραδοσιακής επιβολής και εξάρτησης καθώς και ο γενικότερος κατακερματισμός της κοινωνίας – διατηρήθηκαν», ενώ «οι φιλελεύθεροι μη έχοντας πολιτικούς συμμάχους, υποχρεώθηκαν να ενσωματωθούν στις ισορροπίες ισχύος και συμφερόντων, θυσιάζοντας τις αρχές τους» (Π. Κιτρομηλίδη, ό.π, σελ. 509-511).
Δυστυχώς η απόσταση μεταξύ κράτους και κοινωνίας που αποτελεί θεσμικό ρόλο των κομμάτων διευρύνθηκε, με το κράτος να φοβίζει σαν κάτι ξένο και απειλητικό απέναντι σε μια ολιγαρχική κοινωνία που μόλις αναδύθηκε απ’ τον οθωμανικό ζυγό.
Κανένα κόμμα δεν ήταν σε θέση να προσφέρει λύση, ενώ δεν ακούγονταν επαναστατικά αιτήματα όπως «το αίτημα για απαλλοτρίωση της μεγάλης έγγειας ιδιωτικής ή εκκλησιαστικής ιδιοκτησίας» μη δίνοντας «λύση στο ζωτικό πρόβλημα του αγροτικού κράτους» (G. Herring, ό.π., σελ. 251)
Πολιτικοί και πνευματικοί ηγέτες «απορροφήθηκαν τελικά στην κοινωνική ολιγαρχία, που νόθευε τη λειτουργία των φιλελεύθερων θεσμών και διαμόρφωσε το σύστημα των κομματικών συμφερόντων και της πελατειακής συναλλαγής» (Π. Κιτρομηλίδη, ό.π, σελ. 512), χαρακτηριστική η ρήση του Κωλέττη πριν αναχωρήσει για το Παρίσι: «να αντιταχθώ στην εισβολή των δημοκρατικών ιδεών» (G. Herring, ό.π., σελ. 255).
Τα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα υποδιαιρούνται σε τρεις περιόδους: την περίοδο της α’ αντιβασιλείας (1833 - 1835), την περίοδο της β’ αντιβασιλείας ή απόλυτης μοναρχίας με την ενηλικίωση του Όθωνα (1835 - 1843) και την περίοδο της Συνταγματικής Μοναρχίας (1843 - 1862), με την επιβολή (επαναστατική) των δύο συνταγμάτων.
Δεν βλέπουμε μια συνέχεια, μια αυτονόητη διαδικασία κράτους, αντίθετα ανάλογα με το ποιός κυβερνούσε αντίστοιχη ήταν και η επάνδρωσή του. Τα χρόνια 1838-1839 που κυριάρχησε το Ρωσικό κόμμα, οι Ναπαίοι «είχαν κατορθώσει να θέσουν υπό τον πλήρη έλεγχό τους την περιφερειακή διοίκηση», για το λόγο ότι «στα τέλη του 1837, η Ελλάδα είχε πάρει ένα μέρος από το βρετανικό μερίδιο της τρίτης δόσης του δανείου χάρη στην αγγλόφιλη πολιτική του Armansperg, και δεν είχε τίποτα να περιμένει από αυτή την πλευρά» έτσι στρεφόμενη προς τη Ρωσία βλέπει την πολιτική της να αποδίδει το 1838, «όταν η Ρωσία κατέβαλε το ποσό του ενός εκατομμυρίου φράγκων, έναντι του δικού της μεριδίου της τρίτης δόσης του δανείου» (J. Petropoulos, ό.π., σελ. 334-6).
Στην οικονομική πολιτική το Γαλλικό Κόμμα είχε «τις πιο προωθημένες θέσεις», με προτεραιότητα την υλική εξέλιξη του έθνους και την επαγγελματική κατάρτιση «σε σχέση
με τη γενική «πνευματική» μόρφωση, όπου μπορούσαν να γίνουν περικοπές» (G. Herring, ό.π., σελ. 247)
Όταν έγινε το πρώτο βήμα διολίσθησης σ’ ένα περιβάλλον ανοχής και δόλου, μοιραίο ήταν η συνέχεια να ψάχνει την πολιτική στα λόγια, να μην μπορεί να ορθώσει λόγο δικαίου σε φατρίες κομματικών συμφερόντων και συναλλαγών. Τα κόμματα οδηγήθηκαν σε ατραπούς ταραγμένης σκέψης, εθνικισμού, και ρατσισμού, με χαμένους θύτες και θύματα.
Ελάχιστοι επιβίωσαν … της πολιτικής του Νώε, την στιγμή που «η συνταγματική διακυβέρνηση και οι σημαντικές πολιτειακές αλλαγές στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκαν, όχι ως συνέπεια φιλελεύθερων πολιτικών προγραμμάτων, αλλά μέσω στρατιωτικών επεμβάσεων στην πολιτική στα 1843, 1862 και 1900» (Π. Κιτρομηλίδη, ό.π, σελ. 509).
«Η διοικητική παράλυση οφειλόταν συχνά σε σκόπιμη κομματική δράση», μια και τα κόμματα επιχειρούσαν την έξωση οπαδών των άλλων κομμάτων από δημόσια αξιώματα* με «το τέχνασμα της αναφοράς προς το Στέμμα», ενώ «το Στέμμα στο ζήλο του να ανακαλύπτει καταχρήσεις, έπεφτε θύμα αυτών των συχνών συκοφαντικών επιχειρήσεων των κομμάτων» (J. Petropoulos, ό.π., σελ. 521).
Στις εμφυλιοπολεμικές συνθήκες πριν το 1863 «πρόβαλε έντονα το σχεδόν αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ του Ρωσικού Κόμματος από τη μια και του Αγγλικού και Γαλλικού από την άλλη» (G. Herring, ό.π., σελ. 125). Εκπληκτικό δε ήταν ότι το 1839 η πιο ανατρεπτική αντιπολίτευση προέρχονταν από το ίδιο το κόμμα των Ναπαίων (με κορυφή την αποτυχημένη συνωμοσία της Φιλορθόδοξης Εταιρείας), το οποίο “έσυραν” τα άλλα δύο κόμματα στη διεκδίκηση συντάγματος.
Την περίοδο 1839-1841 η μετουσίωση της Μεγάλης Ιδέας στη τότε πολιτική πρακτική «ενίσχυσαν τον ιδεολογικό προσανατολισμό κάθε κόμματος» (J. Petropoulos, ό.π., σελ. 492), γύρω από τα θέματα της Ευρωπαϊκής διπλωματίας, του απελευθερωτικού πολέμου, του πια ευρωπαϊκή δύναμη είχε τη δύναμη και τη θέληση να βοηθήσει, της εξωτερικής πολιτικής, της ένωσης με ελληνοκατοικημένες περιοχές, αν έπρεπε η Ελλάδα να ξεκινήσει μόνη τον αλυτρωτικό πόλεμο και αν ήταν ορθότερο η διαχείριση των πόρων να κατευθυνθεί σε εσωτερική ανάπτυξη ή δημιουργία πολεμικής μηχανής.
Η φιλοπόλεμη φιλογαλλική πολιτική της Κυβέρνησης βρέθηκε αστήρικτη με τη Συνθήκη του Λονδίνου (15/7/1940) και τη διπλωματική ήττα της Γαλλίας. Aντί να αναζητούμε ευθύνες για την πλάνη μας θεωρήσαμε καλό “εδώ και τώρα πόλεμος”…
«Την 3η Σεπτεμβρίου του 1843 τα τρία κόμματα και οι στρατιωτικοί επέβαλαν στον Όθωνα
οργανώνοντας ένα ριψοκίνδυνο κίνημα, την παραχώρηση συντάγματος» (Γ. Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 149), όπου και ψηφίστηκε το Μάρτη του 1844 με τη συνεργασία των τριών κομματικών αρχηγών – του Μαυροκορδάτου, του Κωλέττη, και του Ανδρέα Μεταξά.
«Στο πλαίσιο της λειτουργίας των κοινοβουλευτικών θεσμών, φυσιολογικά αναβαθμίστηκε ο ρόλος των κομμάτων», με την «καθαγίαση της πολιτισμικής οπισθοδρομικότητας» (Σ. Μαρκέτος, ό.π., σελ. 153-4).
«Με την εισαγωγή του καθολικού εκλογικού δικαιώματος δημιουργήθηκαν νέοι όροι για την πολιτική και ιδίως για την κομματική δραστηριότητα». Οι νέοι θεσμοί του 1844 ήταν «θεμελιώδης προϋπόθεση για τη δραστηριότητα των πολιτικών δυνάμεων, και την κινητοποίηση ομάδων που δεν ανήκαν στην ολιγαρχία των ελίτ και για τη σταδιακή επιβολή του κράτους δικαίου» (G. Herring, ό.π., σελ. 264).
Τα κόμματα έβρισκαν οπαδούς «έξω από τα κοινωνικά στρώματα και τις περιοχές όπου βρίσκονταν οι πυρήνες των πρώτων οπαδών τους» (G. Herring, ό.π., σελ. 265).
Ο Όθωνας παρ’ ότι στερήθηκε τους Βαυαρούς «έπαιζε μόνος του» διορίζοντας όποιον και όπου ήθελε επιβάλλοντας μειοψηφίες και υπονομεύοντας θεσμούς και σύνταγμα !!!
Έτσι η πρώτη κιόλας κοινοβουλευτική περίοδος χαρακτηρίζεται «από ταχύρρυθμη αποσύνθεση των κομμάτων», με αλληλοκατηγορίες για διαπλοκή και καταπίεση, και «πολιτικά αιτήματα… άνευ αντικειμένου» (G. Herring, ό.π., σελ. 277-8).
Κατάληξη όλων αυτών των παλινωδιών του μονάρχη ήταν η στάση του Ναυπλίου το 62 και η αλυσιδωτή αντίδραση σε άλλες πόλεις και την Αθήνα, που οδήγησε σταδιακά στη ρήξη και στην επιστροφή του Όθωνα στο Μόναχο.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τα παγιωμένα συμφέροντα ισχυρών ομάδων «ήθελαν να διατηρήσουν την παραδοσιακή φυσιογνωμία της ελληνικής κοινωνίας και απλώς να αντικαταστήσουν τους Οθωμανούς στην άσκηση εξουσίας» (Π. Κιτρομηλίδη, ό.π, σελ. 467).
«Ενώ η παραδοσιακή ηγεσία ταύτιζε την τύχη της με εκείνη του ξένου δεσποτισμού, φάνηκε ότι οι νέες κοινωνικές ομάδες θα είχαν τη δυνατότητα να διαμορφώσουν το μέλλον του έθνους σύμφωνα με τις δικές τους πολιτικές και πολιτισμικές επιδιώξεις». Αλλά και οι έμποροι «οι οποίοι βαθμιαία απέκτησαν συμφέροντα … ένωσαν τις δυνάμεις τους με τα παλαιότερα ολιγαρχικά στοιχεία και μετέβαλαν τις φιλελεύθερες επιδιώξεις τους», στερώντας «τη διανόηση του Διαφωτισμού από τους φυσικούς της κοινωνικούς συμμάχους», και «το όραμα της δημοκρατικής Ελλάδας του Διαφωτισμού έχασε την πολιτική του αποτελεσματικότητα και αντικαταστάθηκε από τη «νεοκλασική αντίδραση» του ρομαντικού ελληνισμού» (Π. Κιτρομηλίδη, ό.π, σελ. 506-7).
«Τα είκοσι χρόνια της ύπαρξης του ελληνικού κράτους υπήρξαν αρκετά μεγάλη, αρκετά επώδυνη και αρκετά αιματηρή περίοδος, για να διδάξουν όλα τα κόμματα πως η απεριόριστη χρήση της εξουσίας και η δίωξη του πολιτικού αντιπάλου δεν ωφελούσε εντέλει, επειδή ο σημερινός νικητής θα υφίστατο αύριο την εκδίκηση του θύματός του» (G. Herring, ό.π., σελ. 260).
Το 1843/1844 «η Ελλάδα ήταν το πρώτο κράτος που εισήγαγε το καθολικό εκλογικό δικαίωμα για άνδρες», ενώ «η έννοια του κόμματος δεν υπήρχε ούτε στο σύνταγμα ούτε στον εκλογικό νόμο» και «δεν εξασφαλιζόταν η αναλογική εκπροσώπηση των κοινοβουλευτικών ομάδων» (G. Herring, ό.π., σελ. 264) με τον κανονισμό της Βουλής (κλήρωση).
Από το 1850 και μετά η εμπειρία της εξωτερικής πολιτικής άλλαξε την πολιτική σκέψη των Ελλήνων με το διαχωρισμό «των πολιτικών αρχών από την εκάστοτε ιστορική τους πραγματικότητα», ενώ βοήθησε σε αυτό η είσοδο της νέας γενιάς στην πολιτική όπου «τα ξενικά κόμματα έχασαν το λόγο ύπαρξής τους» (G. Herring, ό.π., σελ. 308,320)
«Η νέα γενιά άρχισε να ενδιαφέρεται για την ιστορική συνέχεια του ελληνισμού» (G. Herring, ό.π., σελ. 343), ευελπιστώντας στην πρόσδεση στο πολιτιστικό ιδεώδες της Ευρώπης.
«Η πολιτική κληρονομιά του διαφωτισμού επιβίωσε στην παράδοση του ελληνικού φιλελευθερισμού του δεκάτου ενάτου αιώνα, όπως αυτή εκφράζεται στη μεταρρυθμιστική και δυτικόφιλη πολιτική του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και του Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, και γνώρισε την καλύτερή της ώρα στις συζητήσεις της Εθνοσυνέλευσης του 1862-1864, η οποία εκπόνησε το φιλελεύθερο ελληνικό σύνταγμα του 1864» (Π. Κιτρομηλίδη, ό.π, σελ. 495).
Η δημοκρατία, «αντί να καθιερωθεί ως βασική τεχνική της πολιτικής και μέθοδος των πολιτικών αγώνων, επί μακρόν παρέμεινε απλό ζητούμενο στη ροή της πολιτικής διαμάχης» (Π. Κιτρομηλίδη, ό.π, σελ. 514), παρέμενε διεκδίκηση αντί για μέθοδο δημόσιας ζωής, και νοσταλγία για φιλέλληνες που μας έβλεπαν «ως ένα τόπο μαγευτικό, γεμάτο ίχνη Αρχαιότητας» (Γ. Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 111).
Τα κόμματα κατέληξαν να θεωρούνται διαιρετικοί μηχανισμοί, που δεν είχαν άλλο κίνητρο παρά την επιδίωξη του προσωπικού κέρδους αδίστακτων αρχηγών και ιδιοτελών οπαδών, ενώ εξακολουθεί να βασανίζει την Ελλάδα ακόμη και σήμερα, το υπερσυγκεντρωτικό σύστημα και η απουσία τοπικής πρωτοβουλίας, αλλά περί διαφθοράς…μύθος
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
D. Dakin, Ο αγώνας των ελλήνων για την ανεξαρτησία 1821-1833, μτφρ. Ρ. Σταυρίδη-Πατρίκιου, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1999.
G. Herring, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, τόμος Α’, μτφρ. Θ. Παρασκευόπουλος, , Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2006.
Eco Umberto, Πώς γίνεται μια διπλωματική εργασία, Αθήνα 1994.
J. Petropoulos, Πολιτική και συγκρότηση Κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο (1833-1843), μτφρ. Ν. Διαμαντούρος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1997.
Π. Κιτρομηλίδη, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, μτφρ. Σ. Νικολούδη, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2000.
Γ. Μαργαρίτης, "Ο Οθωμανικός χώρος και η συγκρότηση του νέου Ελληνισμού" στο Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική ιστορία, τόμος Γ’, των Γ. Μαργαρίτης, Σ. Μαρκέτος, Κ. Μαυρέας, Ν. Ροτζώκος, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 1999.
Σ. Μαρκέτος, "Ο Οθωμανικός χώρος και η συγκρότηση του νέου Ελληνισμού" στο Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική ιστορία, τόμος Γ’, των Γ. Μαργαρίτης, Σ. Μαρκέτος, Κ. Μαυρέας, Ν. Ροτζώκος, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 1999.
Ιστορικοί που αποζητούν τη σύνθεση νοσταλγούν την παρηγοριά της φιλοσοφίας…
SIEGFRIED KRACAUER, Geschichte – von den letzten Dingen, Φραγκφούρτη 1971.
ΣΗΜΕΙΟΛΟΓΙΑ ΧΡΟΝΟΥ
1824-6
Με την έγκριση του δανείου απ’ την Αγγλία «η Ρωσία έσπευσε να προλάβει τις αγγλικές κινήσεις προτείνοντας διακανονισμό του ελληνικού ζητήματος» (Γ. Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 116). Αυτό συντέλεσε καταλυτικά και μέσω διπλωματικών παραγόντων στη σταδιακή μορφοποίηση των κομμάτων : αγγλικό γαλλικό και ρωσικό κόμμα, ενώ στις 4/4/1826 συμφωνήθηκε στις αγγλορωσικές διαπραγματεύσεις η «ανάγκη ύπαρξης ελληνικού κράτους σε μια κάποια μορφή» (Γ. Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 118) με το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης.
Το στίγμα της εποχής ήταν ότι «Συνταγματικοί και αντισυνταγματικοί πολεμούσαν ο ένας τον άλλο, υπό το πρόσχημα αρχών που τους ήταν στην ουσία αδιάφορες» (G. Herring, ό.π., σελ. 226)
Αν και στο ξεκίνημα φαίνονταν ρόδινα «στην πορεία συγκρούστηκαν αρκετά συχνά αναμεταξύ τους και ποτέ δεν συμφώνησαν όλοι μαζί για το τι είδους ελεύθερο κράτος επιθυμούσαν να κτίσουν», το αποκορύφωμα δε ήταν ότι «ο καθένας σκόπευε να ιδιοποιηθεί τα χρήματα του δανείου και να επιβάλει την εξουσία του στους υπολοίπους» (Γ. Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 61,124)
«Η ανάγκη υιοθέτησης ευρωπαϊκών θεσμών ανέδειξε νέους πόλους, δύο νέες ομάδες, που και οι δύο είχαν τις ρίζες τους στη φαναριώτικη αριστοκρατία» (Γ. Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 97), η ομάδα του Δημητρίου Υψηλάντη, και του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου που ήταν και ο κυρίαρχος στην α’ εθνοσυνέλευση του 1822, με τη γέννηση του ελληνικού κράτους.
Με τη β’ εθνοσυνέλευση του 1823 επιβεβαιώνει τη μη λειτουργία του εκτελεστικού και βουλευτικού σώματος που αποτελούν και τις κοιτίδες δημιουργίας των νέων κομμάτων.
1827
Το πολιτικό σύνταγμα του Μαΐου του 1827, «στην ουσία εγκατέλειψε το αίτημα των φιλελεύθερων θεσμών» και «αργότερα ανεστάλη προσωρινά και στον κυβερνήτη δόθηκαν δικτατορικές εξουσίες» (Π. Κιτρομηλίδη, ό.π, σελ. 469).
1831
« Στις αρχές του 1831, ο Καποδίστριας έλαβα όχι μόνο οικονομική ενίσχυση από τις Δυνάμεις αλλά και την υπόσχεση για συνοριακή γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού»
(D. Dakin, Ο αγώνας των ελλήνων για την ανεξαρτησία 1821-1833, μτφρ. Ρ. Σταυρίδη
Πατρίκιου, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1999, σελ. 368).
Ενώ λίγο αργότερα σε επιστολή του προς τις μεγάλες δυνάμεις έλεγε «η Ελλάδα δεν είναι έτοιμη για το αντιπροσωπευτικό πολίτευμα το οποίο δήθεν ζητούσαν» (D. Dakin, Ο αγώνας των ελλήνων για την ανεξαρτησία 1821-1833, μτφρ. Ρ. Σταυρίδη
Πατρίκιου, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1999, σελ. 375).
1832
«Στο τέλος αυτής της περιόδου, κατά την οποία σχηματίστηκαν τα πολιτικά κόμματα, υπήρχε συναίνεση για την ανάγκη να κληθεί βασιλιάς, ώστε να τεθεί τέρμα στην εσωτερική αστάθεια και στους εμφυλίους» (G. Herring, ό.π., σελ. 125), όπως στο ποδόσφαιρο όταν δεν παίζουν οι ομάδες τους φταίει ο διαιτητής και η λύση να φέρουμε διαιτητή απ’ έξω...
Με την Ε’ Εθνική Συνέλευση του 1832 θεσπίστηκε η «ύπαρξη έμμεσα εκλεγμένης κάτω βουλής, οι αποφάσεις της οποίας όμως εξουδετερώνονταν σε μεγάλο βαθμό από τα προνόμια της γερουσίας, τα μέλη της οποίας διόριζε ο μονάρχης. Το στέμμα ήταν κληρονομικό, ο βασιλέας ήταν ανεύθυνος και απολάμβανε πολλών προνομίων, συμπεριλαμβανομένης της επιλογής και του διορισμού του υπουργικού συμβουλίου» (Π. Κιτρομηλίδη, ό.π, σελ. 470), καθιερώθηκε επισήμως το μοναρχικό πολίτευμα, και επί της ουσίας δε πα να ψήφιζε ο λαός … ο βασιλέας αποφάσιζε… ποιος κυβερνά αυτό το τόπο.
Και να’ ταν έτσι πάλι καλά γιατί ούτε αυτό δεν ήταν ικανός να αποφασίσει…
Με την έλευση του Όθωνα «οι Βαυαροί έδωσαν στα ελληνικά κόμματα να καταλάβουν ότι δεν ήταν καθόλου διατεθειμένοι να επιτρέψουν σε κάποια από τις ελληνικές φατρίες να κυριαρχήσει στην πολιτική σκηνή» (D. Dakin, ό.π., σελ. 394), «τον είχαν επιλέξει οι Δυνάμεις για να διοικήσει την Ελλάδα, η οποία αποδείχθηκε ανίκανη να πετύχει την ενότητα και την ομόνοια από μόνη της» (Σ. Μαρκέτος, “Από τον Καποδίστρια στον Βενιζέλο: πολιτική ιστορία” στο Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική ιστορία, τόμος Γ’, των Γ. Μαργαρίτης, Σ. Μαρκέτος, Κ. Μαυρέας, Ν. Ροτζώκος, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 1999, σελ. 141).
1837
Η ίδρυση του Πανεπιστημίου Αθηνών δημιούργησε αντίπαλο δέος για τους Φαναριώτες,
εστία ανάπτυξης και διάδοσης της εθνικής ιδεολογίας, και αναβίωση των δημοκρατικών και φιλελεύθερων ιδεών, εξ άλλου «ο φιλελευθερισμός εξ ορισμού αντιπροτείνει στην ενότητα την πολλαπλότητα» (Σ. Μαρκέτος, ό.π., σελ. 202).
1839
Στις 8/4/1939 άρθρο στην εφημερίδα Αθηνά υπογράμμιζε «την ύπαρξη κομμάτων στις ισχυρές και οικονομικά προηγμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, καθώς και στην αρχαία Αθήνα, που είχε αποτινάξει τους τυράννους της» με συμπέρασμα «¨τα πολιτικά κόμματα εξασφαλίζουν ευημερία και ελευθερία» (J. Petropoulos, ό.π., σελ. 530).
1844
«Την 3η Σεπτεμβρίου του 1843 τα τρία κόμματα και οι στρατιωτικοί επέβαλαν στον Όθωνα
οργανώνοντας ένα ριψοκίνδυνο κίνημα, την παραχώρηση συντάγματος» (Γ. Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 149), όπου και ψηφίστηκε το Μάρτη του 1844 με τη συνεργασία των τριών κομματικών αρχηγών – του Μαυροκορδάτου, του Κωλέττη, και του Ανδρέα Μεταξά.
«Στο πλαίσιο της λειτουργίας των κοινοβουλευτικών θεσμών, φυσιολογικά αναβαθμίστηκε ο ρόλος των κομμάτων», με την «καθαγίαση της πολιτισμικής οπισθοδρομικότητας» (Σ. Μαρκέτος, ό.π., σελ. 153-4). Την περίοδο αυτή με την κυβέρνηση Κωλέττη όπως έλεγε και ο Σούτσος «ένας ληστής πρέπει να γίνει υπουργός, ώστε να ασκεί το επάγγελμά του ανοιχτά και δημοσία δαπάνη» (G. Herring, ό.π., σελ. 315).
Κατά τη διάρκεια των εκλογών για την πρώτη τακτική βουλή, η κομματική διαμάχη ξέσπασε με ανανεωμένη βιαιότητα» μια και «το σύνταγμα πρόσφερε ένα καινούριο ερέθισμα για επιδίωξη αξιωμάτων – έδρες στη Βουλή και τη Γερουσία.
1848
Έγινε αισθητό και στην Ελλάδα το κύμα της Επανάστασης που σάρωνε την υπόλοιπη Ευρώπη … το κύμα του διαφωτισμού …
1850
Έχουμε το ναυτικό αποκλεισμό των ελληνικών λιμανιών απ’ το Βρετανικό στόλο λόγω της στροφής του Όθωνα προς τη ρωσική πολιτική.
1854
Μετά την συμφωνία των δυτικών δυνάμεων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την κήρυξη του πολέμου στο τσάρο, οι Αγγλογάλλοι κατέλαβαν τον Πειραιά και επέβαλαν την αντιρωσσικού όσο και αντιδημοφιλή κυβέρνηση Μαυροκορδάτου, ενώ η κατοχή διήρκησε ως το 1857.
Τότε με τη συνδρομή «ανασκαφών από Γάλλους αξιωματικούς στον Πειραιά, οι οποίοι ιδιοποιούνταν τα ωραιότερα διατηρημένα ευρήματα» (G. Herring, ό.π., σελ. 316) “καθάρισε ο τόπος” απ’ την πολιτισμική κληρονομιά μας.
1862
Η στάση του Ναυπλίου και η αλυσιδωτή αντίδραση σε άλλες πόλεις οδήγησε σταδιακά στη ρήξη και στην επιστροφή του Όθωνα στο Μόναχο.
1864
Έχουμε την παραχώρηση των Επτανήσων και το νέο Φιλελεύθερο σύνταγμα με την καθιέρωση της βασιλευόμενης δημοκρατίας, υπό του βασιλιά Γεωργίου Γκλύξμπουργκ.
Οι μεγάλες δυνάμεις που κοιτούσαν το θέμα «Ελλάδα» ήταν Ρωσία Αγγλία και Γαλλία:
η Ρωσία θεωρούταν φυσικός προστάτης των χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
η Αγγλία και ιδιαίτερα ο Κάννιγκ (υπουργός εξωτερικών) δεν εμπόδισε τη σύναψη δανείων υπέρ της επαναστατικής κυβέρνησης της Ελλάδας, ούτε τη δραστηριότητα φιλελλήνων,
η Γαλλία είχε μια ευκαιρία αποκατάστασης του χαμένου κύρους με τον ελληνικό αγώνα για την ανεξαρτησία και η Αυστρία παρέμεινε σταθερά εχθρική προς τους Έλληνες.