Δευτέρα 12 Μαΐου 2008

ΕΛΠ 11 εργ.4η Εξελίξεις στην ελληνική αγροτική οικονομία από τo 1870 μέχρι και το μεσοπόλεμο.

ΑΡΓΥΡΗΣ ΗΛΙΑΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
Πρόγραμμα Σπουδών: ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Θεματική Ενότητα: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ακαδ. Έτος: 2007-2008
Όνομα Καθηγητή: ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΕΥΑΝΘΗΣ
ΕΛΠ 11
Ακ. έτος 2007-2008
Θέμα τέταρτης εργασίας
Εξελίξεις στην ελληνική αγροτική οικονομία από τo 1870 μέχρι και το μεσοπόλεμο. (2.500 λέξεις)

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΡΟΑΙΡΕΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΙΕΕ, τ. ΙΓ΄ ( Η εθνική οικονομία, 1869-1875), σ. 310-314, (Κοινωνία, 1833-1881), σ. 448- 454.
ΙΕΕ, τ. ΙΔ΄, (Ελληνική κοινωνία και οικονομία στην πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα: Η κατάσταση της γεωργίας και τα τσιφλίκια της Θεσσαλίας- Εμπόριο, ναυτιλία και βιομηχανία), σ. 192-197.
ΙΕΕ, τ. ΙΕ΄, (Οι εξελίξεις της οικονομίας από το 1922 ως το 1926), σ. 296-303, ( Η ελληνική οικονομία από το 1926-1935) σ. 327-342.
Σ. Πετμεζάς, «Αγροτική Οικονομία», Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, τ. Α1΄, σ. 54-84 και τ. Β1΄, σ. 189-246.
Κ. Κωστής, Αγροτική Οικονομία και Γεωργική Τράπεζα. Όψεις της Ελληνικής Οικονομίας στο Μεσοπόλεμο (1919-1928), Αθήνα 1987.
Κ. Κωστής, «Αγροτική Μεταρρύθμιση και Οικονομική Ανάπτυξη στην Ελλάδα», 1917-1940)», Γ. Μαυροκορδάτος και Χ. Χατζηιωσήφ (επιμ.), Βενιζελισμός και Αστικός Εκσυγχρονισμός, Ηράκλειο 1988, σ. 149-157.
Π. Πιζάνιας, Οικονομική Ιστορία της Ελληνικής Σταφίδας, 1851-1912, Αθήνα 1988.
Καίτη Αρώνη–Τσίχλη, Το σταφιδικό ζήτημα και οι κοινωνικοί αγώνες. Πελοπόννησος 1893 – 1905, Αθήνα, Παπαζήσης, 1999.
Θ. Καλαφάτης, Αγροτική πίστη και οικονομικός μετασχηματισμός στη Β. Πελοπόννησο, MIET, 3 τόμοι, Αθήνα 1990-1992.
Κ. Μαυρέας, " Η πολιτική οργάνωση του αγροτικού χώρου στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1922-1936" στο Θ. Σακελλαρόπουλος (επιμ.), Νεοελληνική κοινωνία: ιστορικές και κριτικές προσεγγίσεις, Κριτική, Αθήνα, 1993, σ. 119-147.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕΛ. 3
ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ ΣΕΛ. 4
Εξελίξεις στην ελληνική αγροτική οικονομία από τo 1870 μέχρι και το μεσοπόλεμο.
Α. Α’ Αγροτική μεταρρύθμιση 1871 ΣΕΛ. 4
1. πολιτικό περιβάλλον… ευγενείς φιλοδοξίες ΣΕΛ. 4
2. Α’ Αγροτική μεταρρύθμιση 1871 ΣΕΛ. 5
Β. Β’ Αγροτική μεταρρύθμιση 1917 (1918-1925) ΣΕΛ. 6
1. πολιτικό περιβάλλον και Βαλκανικοί Πόλεμοι Α’1910 Β’ ΣΕΛ. 6
2. Β’ Αγροτική μεταρρύθμιση 1917 (1918-1925) ΣΕΛ. 7
Γ. Ο Μεσοπόλεμος 1918-1939 και η ύφεση του 1929 ΣΕΛ. 8
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΣΕΛ. 10
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΕΛ. 11
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η επανάσταση του 1821 αποτίναξε τον οθωμανικό ζυγό, χωρίς το ποθητό αποτέλεσμα, για το πολυπληθές και πολύπαθο αγροτικό στοιχείο. Η ηγεσία του κράτους μετά τη δημιουργία του δεν πέρασε στις ριζοσπαστικές δυνάμεις των Φιλικών μια και στερούμενες διοικητικής πείρας και λόγω αδυναμίας προσέγγισης του αγροτικού πληθυσμού δεν έκαναν κτήμα του λαού το επαναστατικό τους πρόγραμμα, παρότι η σκέψη τους επηρέασε τον λαό για μεγάλο διάστημα. Αυτοί που ανέλαβαν την ηγεσία ήταν πρόκριτοι και κοτζαμπάσηδες, που γνώριζαν από διοίκηση έχοντας οικονομική δύναμη και με ευελιξία πέτυχαν το στόχο τους.
Μετά την εξαφάνιση των Φιλικών ο λαός συνέχισε τον κοινωνικό και δημοκρατικό του αγώνα, χωρίς κάποια πολιτική και ιδεολογική καθοδήγηση, έλειπε ένα κόμμα αρχών.
Ο αγροτικός κόσμος και η πλειοψηφία του λαού, γίνεται βορά του πελατειακού πολιτικού συστήματος, που δεν υλοποιεί τις υποσχέσεις για το μοίρασμα των εθνικών γαιών, αφού οι σχέσεις πατρωνίας είναι εξ ορισμού προσωποπαγείς, και στερούνται ανιδιοτέλειας. Είναι λοιπόν ασυμβίβαστες με κάθε έννοια συλλογικού συμφέροντος μια και το «ατομικό κέρδος» είναι εγγενές χαρακτηριστικό τους.
Οι «εδαφικές επεκτάσεις, του 1864 στα Ιόνια και του 1881 στη Θεσσαλία και την Άρτα, κατέστησαν το ελληνικό κράτος υπολογίσιμο παράγοντα στα Βαλκάνια» (Σ. Μαρκέτος, "Ο Οθωμανικός χώρος και η συγκρότηση του νέου Ελληνισμού" στο Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική ιστορία, τόμος Γ’, των Γ. Μαργαρίτης, Σ. Μαρκέτος, Κ. Μαυρέας, Ν. Ροτζώκος, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 1999, σελ. 157).
Απ’ το 1870 έως το 1909, η πρώτη αγροτική μεταρρύθμιση και η ένταξη των νέων περιοχών, βελτίωσαν τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της χώρας. Αρχίζει η σταδιακή δομή ενός κράτους, με ασαφές κοινωνικοοικονομικό σύστημα, και μεγέθυνση συνόρων.
Η Ελλάδα αν και αποκλείστηκε από τα δυτικά χρηματιστήρια ως το 1878 και δεν μπόρεσε να δημιουργήσει εγκαίρως την οικονομική υποδομή που θα της έδινε τη δυνατότητα να παίξει το ρόλο της μικρής ακμαίας δύναμης, και βρέθηκε επί Τρικούπη στην πτώχευση «το Δεκέμβριο του 1893» (Σ. Μαρκέτος, ό.π., σελ. 160), παρά τις παλινωδίες κομμάτων πολιτικών και συντεχνιών ανάπτυξε την οικονομία της τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα.
Οι αγορές είναι μοχλός ανάπτυξης, πρόσβαση σε φθηνό χρήμα, δυνατότητες για εταιρείες και οικονομίες γενικότερα, σε ένα περιβάλλον ταχύτητας και έντασης κεφαλαίου, ενώ ένας νέος όρος καθιερώνεται σε Ευρώπης και Αμερική, ο “καπιταλισμός”.
Το κόμμα αρχών που αναζητούσαν βρήκε τον εκφραστή του στον Ελευθέριο Βενιζέλο και παρ’ όλη την 7ετή καθυστέρηση των υποσχέσεών του ήταν αυτό που έκανε νόμο την δεύτερη αγροτική μεταρρύθμιση το 1917. Και όμως η «συντριπτική πλειονότητα των απαλλοτριώσεων πραγματοποιήθηκε μεταξύ 1923 και 1925» (Mark Mazower, H Ελλάδα και η οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου, μτφρ. Σ. Μαρκέτος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2002, σελ. 109), μετά δηλαδή την Μικρασιατική καταστροφή του 1922 και την έλευση ενός εκατομμυρίου μεταναστών.
Το περιβάλλον που υλοποιούνταν όλα αυτά είναι εξαιρετικά ασταθές και με συνεχείς πολέμους και αλλαγές ισορροπιών μεταξύ αντιμαχομένων, δίνοντας ανοχή στην αντίληψη του χρόνου εφαρμογής των διαφόρων υποσχέσεων, και εν δυνάμει της πολιτικής διαχείρισης των κρίσεων που θα δούμε αναλυτικά στη συνέχεια.
Σε αυτό το πλαίσιο πολιτικής και οικονομικής εξέλιξης, προσπαθούμε να κατανοήσουμε για την ελληνική πραγματικότητα από τo 1870 μέχρι και το μεσοπόλεμο τις εξελίξεις στην αγροτική οικονομία, τις μεταρρυθμίσεις και το φορολογικό καθεστώς, ώστε να φτάσουμε σε ασφαλέστερες αναλύσεις και συμπεράσματα.
ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ
Α. Α’ Αγροτική μεταρρύθμιση 1871 ΣΕΛ. 4
1. πολιτικό περιβάλλον… ευγενείς φιλοδοξίες ΣΕΛ. 4
Η ελληνική «επανάσταση ήταν σε μεγάλο βαθμό μια αγροτική εξέγερση που διενεργήθηκε μέσα σε έντονες κοινωνικές συγκρούσεις, με κορυφώσεις τους δύο εμφύλιους πολέμους στα 1823-1824» (Π. Κιτρομηλίδη, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, μτφρ. Σ. Νικολούδη, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2000, σελ. 467). Κανένα κόμμα δεν ήταν σε θέση να προσφέρει λύση, ενώ δεν ακούγονταν επαναστατικά αιτήματα όπως «το αίτημα για απαλλοτρίωση της μεγάλης έγγειας ιδιωτικής ή εκκλησιαστικής ιδιοκτησίας» μη δίνοντας «λύση στο ζωτικό πρόβλημα του αγροτικού κράτους» (G. Herring, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, τόμος Α’, μτφρ.Θ. Παρασκευόπουλος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2006, σελ. 251).
Δημιουργείται ένα χάσμα με τους άκληρους αγρότες να παραμένουν στο έλεος των υποσχέσεων κομμάτων και πολιτικών. Το Σύνταγμα του 1844 αν και είχε κάποιες φιλελεύθερες απόψεις και προστάτευε βασικές πολιτικές ελευθερίες, εντούτοις μπορεί να χαρακτηριστεί συντηρητικό συγκριτικά με τα Συντάγματα του Αγώνα. Έτσι, δεν έγινε δυνατό να αλλάξουν βασικές κοινωνικές και οικονομικές δομές που υπήρχαν από την τουρκοκρατία, και παρά τις προσδοκίες ακτημόνων και φτωχών αγροτών για βελτίωση των όρων ζωής με την παροχή εθνικών γαιών, το ζήτημα δεν επιλύθηκε μέχρι το 1971.
Οι αγρότες, μικρογεωργοί στην πλειοψηφία τους, «αντιμετώπιζαν μεγάλη έλλειψη ρευστού χρήματος», το κόστος από τοκογλύφους ήταν συνήθως 15% -45% (Μαρκέτος, ό.π., σελ. 179). Το Ελληνικό κράτος δεν αγνοούσε τα δίκτυα δανεισμού και τις επιπτώσεις τους σε παραγωγή και εμπόριο, και προχώρησε στη δημιουργία της Εθνικής Τράπεζας το 1841 με στόχος της τα χαμηλότοκα δάνεια για εμπόριο και αγροτική παραγωγή. Και αυτή όμως στο τέλος τα έδινε σε «… μικρεμπόρους …με ετήσιο επιτόκιο 8-10%» και «στο ίδιο το ελληνικό κράτος» και «εντέλει αναγκάστηκε να συμβιβαστεί με τους τοκογλύφους» έτσι ο «συνασπισμός Εθνικής Τράπεζας και τοκογλύφων θα στερούσε κάθε ελπίδα φτηνού δανεισμού κι επομένως κάθε ικμάδα από τους αγρότες παραγωγούς» (Μαρκέτος, ό.π., σελ. 179-180). Πως ξέφυγε αυτό αλήθεια απ’ τους ηγέτες της επανάστασης στο Σύνταγμα του 1844; στο Σύνταγμα του 1863; στο Σύνταγμα του 1911; Ίσως γιατί με «τις δεδομένες συνθήκες κοινωνικής κυριαρχίας των εμπόρων και των τοπικών δικτύων εξουσίας, η επίλυση του προβλήματος έθετε σε αμφισβήτηση τους ίδιους τους όρους της κοινωνικής κυριαρχίας και αναπαραγωγής τους» (Σ. Πετμεζάς, Η Ελληνική αγροτική οικονομία κατά τον 19ο αιώνα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2003, σελ. 93).
Το φορολογικό καθεστώς επίσης, αν και κατάργησε «το σύνολο των προσωπικών φόρων», των «διανεμητικών», και «όλα τα δοσίματα και οι φόροι που ήταν έκτακτοι, στρατιωτικού χαρακτήρα», χαρακτηρίζεται από ατολμία με την υιοθέτηση ίδιων μέτρων της οθωμανικής εποχής όπως τη δεκάτη ή την ανοχή της διαφθοράς στο σύστημα ενοικίασης φόρων, και συνέχισε την ανισοκατανομή με «υποκατάσταση των άμεσων έγγειων φόρων από τους έμμεσους» (Σ. Πετμεζάς, ό.π., σελ. 59-57) που πλήττουν κυρίως τους φτωχούς.
Το «ελληνικό φορολογικό σύστημα δεν έτεινε ποτέ προς την τελειότητα ή την ισότητα, ούτε βεβαίως αποτέλεσε ουσιαστικό παράγοντα ενίσχυσης της οικονομικής ανάπτυξης» (Σ. Πετμεζάς, ό.π., σελ. 90).
«Η ακρίβεια του ψωμιού δεν οδηγούσε σε άνοδο, όπως θα έπρεπε σύμφωνα με την κλασσική πολιτική οικονομία, αλλά σε πτώση της τιμής των ημερομισθίων», γιατί η αύξηση εντατικοποιούσε «την απασχόληση του εργατικού δυναμικού που περικλείει η οικογένεια» (Σ. Πετμεζάς, ό.π., σελ. 294), με πτώση παραγωγικότητας και ημερομισθίων.
2. Α’ Αγροτική μεταρρύθμιση 1871 ΣΕΛ. 5
Η Ελλάδα είχε εμπειρία στις αγροτικές καλλιέργειες, γόνιμα εδάφη, υγιή πληθυσμό, εύκρατο κλίμα, και εμπορική γνώση λόγω ναυτικής παιδείας, με τους ομογενείς να αποτελούν κεφάλαιο στις αναπτυξιακές της προσπάθειες (εξαγωγές, κλπ). Από «τα βασικά επίδικα ζητήματα του 19ου αιώνα», που επηρέασε την οικονομία, ήταν «η νομική σχέση» των αγροτών «με τη γη που καλλιεργούσαν» και «η τεχνική μορφή της καλλιέργειας» διότι μετά την ανεξαρτησία η γη των Οθωμανών, πέρασε στην ιδιοκτησία του ελληνικού κράτους και δημιουργήθηκαν «οι εθνικές γαίες» (Μαρκέτος, ό.π., σελ. 181-182).
Άλλο ζήτημα ήταν ότι οι αγρότες, έχασαν τα προνόμια που είχαν επί οθωμανικής διοίκησης - το δικαίωμα να έχουν σπιτικό στην περιοχή του τσιφλικά, το δικαίωμα χρήσης μέρους της εκδούλευσής τους για επιβίωση της οικογένειάς τους κλπ – και αντιμετωπίζουν τον φόβο της απόλυσης, της πείνας και της εξαθλίωσης.
Οι γεωργοί μπορούσαν να είναι «μικροϊδιοκτήτες» που καλλιεργούσαν τη δική τους γη, «μισθωτές των εθνικών γαιών» ή «μορτίτες» (Μαρκέτος, ό.π., σελ. 182) που κρατούσαν μέρος της απόδοσης (1/2 με 1/3) της γης που καλλιεργούσαν και ανήκε στην εκκλησία ή αλλού, ενώ η καλλιέργεια γινόταν με πρωτόγονες συνθήκες, φέρνοντας χαμηλή παραγωγή. Το ενοίκιο που πλήρωναν οι αγρότες μέχρι το 1871, και ο θεσμός της μορτής περιόριζε τα κέρδη και τις επενδύσεις – κέρδος ήταν μόνο η επιβίωση - και μεγάλο μέρος εθνικών γαιών έμενε αναξιοποίητο, μια και δεν συνέφερε η επένδυση σε ξένη γη, και οι λόγοι αυτοί ήταν αρκετά ισχυροί για απαίτηση της διανομή της, και την Α’ αγροτική μεταρρύθμιση.
Η κυβέρνηση Κουμουνδούρου το 1871 προχωρεί στο μοίρασμα των εθνικών γαιών με νόμο «έναντι λογικού αντιτίμου», και περίπου 350.000 αγρότες έγιναν ιδιοκτήτες γης, από την πρώτη αγροτική μεταρρύθμιση που δημιούργησε «ένα εκτεταμένο στρώμα σχετικά εύπορων μικροϊδιοκτητών στην ύπαιθρο» (Μαρκέτος, ό.π., σελ. 183-184). Το παράδοξο ήταν να έχουμε ανάγκη για να καλλιεργούν τα αμπέλια, «εργάτες από τα Βαλκάνια, τη Μικρά Ασία, την Αίγυπτο, ακόμη και από την Ιταλία» (Μαρκέτος, ό.π., σελ. 176).
Η κοινωνική ανισότητα βελτιώθηκε με την αναδιανομή γης, αν και δεν έλειψαν διάφορα παρατράγουδα όπως η συγκέντρωση «πάνω από το 10% των γαιών που διανεμήθηκαν στην Αμαλιάδα!» σε βουλευτή με το γαμπρό του, και στηριγμένος στα γεγονότα αυτά «ο Φραγκιάδης υποστήριξε ότι ο νόμος διανομής του 1871 επέτρεψε σε οικονομικά ισχυρές οικογένειες ορισμένων επαρχιών να συγκεντρώσουν στα χέρια τους σχετικά σημαντικές εκτάσεις γης» (Σ. Πετμεζάς, ό.π., σελ. 36).
Η επέκταση των αμπελιών - έντονη ζήτηση για εξαγωγές σταφίδας - μείωσε την παραγωγή δημητριακών οδηγώντας σε έλλειμμα στο σιτάρι, και στις εισαγωγές «κυριαρχούν τα σιτηρά» (Μαρκέτος, ό.π., σελ. 179), με μείωση των συναλλαγματικών αποθεμάτων.
Το αμπέλι, αναδείχθηκε σε πρωταθλητή απόδοσης το διάστημα 1866 με 1872 (με τη καταστροφή γαλλικών και ισπανικών αμπελιών από φυλλοξήρα). Από 1870 έως το 1890 διπλασιάστηκε η παραγωγή σταφίδας, που αποτελούσε τον κύριο όγκο εξαγωγών, με σχεδόν μονοκαλλιέργεια στη βόρεια Πελοπόννησο, ωστόσο «το εξωτερικό εμπόριο παρέμενε παθητικό σε ολόκληρη την περίοδο που εξετάζουμε». Το Κράτος το ενθάρρυνε αυτό, λόγω φορολογικών εσόδων, αμοιβών στους αγρότες και καλλιέργειας δυσπρόσιτων εδαφών σε βουνοπλαγιές, αλλά «είχε οδυνηρές επιπτώσεις από τη δεκαετία του 1890 ως και το Μεσοπόλεμο». Εξίσου σημαντική ήταν η ανάπτυξη των πόλεων εκείνη την εποχή με το κεντρικό ρόλο «των αστικών κέντρων» (Μαρκέτος, ό.π., σελ. 178-176) με τη διατήρηση παραδοσιακών οικονομικών και κοινωνικών ρόλων.
Η δεκαετία του 1890 είναι μια εποχή, με οικονομική ανάπτυξη και ξεκινά το 1881, όταν μετά τη σύνοδο των μεγάλων δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη, προσαρτήθηκε οριστικά η Θεσσαλία και μέρος της Ηπείρου στην Ελλάδα. Μετά το 1892 η υπερπαραγωγή σταφίδας, ανάτρεψε την υπνηλία πολιτικών και λαού, με κατάρρευση τιμής και εξαγωγών. Ακολουθεί η πτώχευση του 1893, και η κατάρρευση του εμπορίου της σταφίδας, επί Χαρίλαου Τρικούπη παράλληλα με την «άθλια διαβίωση μεγάλων τμημάτων του αγροτικού πληθυσμού» (Σ. Μαρκέτος, ό.π., σελ. 249).
Από το 1893 ως τους Βαλκανικούς πολέμους η αμπελοκαλλιέργεια «περιορίστηκε κατά το 1/10, αλλά και πάλι το 1/5 της παραγωγής έμενε απούλητο». Οι σταφιδοπαραγωγοί όμως «είχαν αποκτήσει πλέον και πολιτική ισχύ», ανάγκασαν «το κράτος να λάβει δαπανηρά προστατευτικά μέτρα» (Σ. Μαρκέτος, ό.π., σελ. 183), σε βάρος του συνόλου.
Η κρίση λειτούργησε καταλυτικά στη δημιουργία νέων κοινωνικών κινημάτων, και συντέλεσε στην μετανάστευση τόσο στο εξωτερικό όσο και στα αστικά κέντρα.
Γίναμε όμως αναξιόπιστοι διεθνώς με αποτέλεσμα «την εγκατάσταση του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου» (Σ. Μαρκέτος, ό.π., σελ. 161), λόγω αναγκαίας οικονομικής εξυγίανσης. Ακολουθεί η ανάκαμψη σε όλους τους τομείς στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα αλλά παραμένει το ίδιο πρόβλημα τον νέο αιώνα: οι εθνικές γαίες των νέων περιοχών όπως της Θεσσαλίας, μα και η δικαίωση των πολεμίων της λύσης που μιλούσαν «για ζημία του Δημοσίου» μια και «σαράντα χρόνια μετά μόνο το 55% του οφειλόμενου από τους χωρικούς ποσού είχε αποπληρωθεί» (Σ. Πετμεζάς, ό.π., σελ. 31).
Από το 1870 - 1910, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει έντονη ανάπτυξη, με πολλαπλασιασμό των καλλιεργειών, του εμπορίου, των πόλεων, των βιοτεχνιών και τη δημιουργία βιομηχανίας και αστικών κέντρων με το δημόσιο τομέα να γιγαντώνεται.
Β. Β’ Αγροτική μεταρρύθμιση 1917 (1918-1925) ΣΕΛ. 6
1. πολιτικό περιβάλλον και Βαλκανικοί Πόλεμοι Α’1912, Β’ 1913 ΣΕΛ. 6
Ενώ ήταν προφανές ότι η Θεσσαλία θα έλυνε το πρόβλημα αυτάρκειας στα δημητριακά έγινε το αντίθετο, και ίσως τσιφλίκια και κολίγοι συντέλεσαν σε αυτό. Η ύπαρξη σε Θεσσαλία και Άρτα τούρκικων τσιφλικιών και η επιδείνωση αυτού του φαινομένου λίγο πριν την προσάρτηση, με τους Οθωμανούς τσιφλικάδες φοβούμενοι, να πουλούν τα τσιφλίκια τους σε έλληνες τσιφλικάδες, ήταν η νέα κοινωνική ανισσοροπία. Από την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881 μέχρι το 1896, στις κυβερνήσεις με επικεφαλής τον Τρικούπη οι «ακτήμονες μάταια έλπισαν ότι θα βελτιωνόταν η θέση τους…αντιθέτως, αυτό αναγνώρισε στους τσιφλικάδες δικαιώματα πλήρους ιδιοκτησίας και τους επέτρεψε μονομερώς να μεταβάλουν τις καλλιεργητικές σχέσεις εις βάρος των μορτιτών ή κολίγων» (Μαρκέτος, ό.π., σελ. 184). Το 1909, καμία πολιτική δύναμη δεν ήταν ικανή να γίνει φορέας ριζοσπαστικών αλλαγών, ο λαός ζούσε με προβλήματα, μα η πολιτική βούληση έλειπε. Τότε μια στρατιωτική ομάδα έφτιαξε το «Στρατιωτικό Σύνδεσμο», με αποκορύφωμα το κίνημα στο Γουδί το 1909, ενώ σε δεύτερο χρόνο, κάλεσαν τον Βενιζέλο να αναλάβει την διακυβέρνηση της χώρας.
Το 1910 εμφανίζεται με αξιώσεις στην πολιτική η αναπτυσσόμενη αγροτική τάξη* οι αγρότες της Θεσσαλίας, κινητοποιήθηκαν δυναμικά και συνάντησαν την άγρια καταστολή στο Κιλελέρ, ενώ ταυτόχρονα οι αγρότες στην σταφίδα επαναστάτησαν με όπλα.
Το Μάιο του 1912 η Ελλάδα αν και τελευταία προχώρησε στην συνθήκη συμμαχίας με την Σερβία, το Μαυροβούνιο και τη Βουλγαρία εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στις 4 Οκτωβρίου του 1912 ξέσπασε ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος και αν και ο Κωνσταντίνος (ενεργώντας με γερμανικές εντολές για να πάρουν οι φίλα προσκείμενοι προς αυτούς Βούλγαροι την Θεσσαλονίκη) ήθελε να συνεχίσει την προέλαση προς τα Σκόπια, υπάκουσε στη διαταγή του Βενιζέλου να πάρει την Θεσσαλονίκη. Το Μάιο του 1913 με τη συνθήκη του Λονδίνου, τα ευρωπαϊκά εδάφη της αυτοκρατορίας αφήνονται στους νικητές συμμάχους* αυτή η ασάφεια οδήγησε στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο με τη συμμαχία Ελλάδας και Σερβίας εναντίον της μέχρι πρότινος συμμάχου Βουλγαρίας.
Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος ξέσπασε στις 16 Ιουνίου του 1913 και η νίκη Ελλάδας και Σερβίας ήταν γρήγορη. Η υπογραφή της συνθήκης του Βουκουρεστίου δύο μήνες μετά έφερνε την Ελλάδα διπλάσια τόσο σε έκταση όσο και σε πληθυσμό σε σχέση με την ίδια ένα μόλις χρόνο πριν, δηλαδή προτού ξεσπάσουν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι.
Η Ελλάδα έγινε χώρος πολέμου κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και αν και ξεκίνησε άσχημα λόγω συσχετισμών στις συμμαχίες, συνέβαλε στη νίκη της Συμμαχίας κατά των Κεντρικών Δυνάμεων και των συμμάχων τους με αποτέλεσμα το 1918 η Βουλγαρία και η Τουρκία να συνθηκολογήσουν – συμμαχικά και ελληνικά στρατεύματα εγκαταστάθηκαν ως κατοχικές δυνάμεις στην Κωνσταντινούπολη - και το 1919 να υπογραφεί η Ελληνοβουλγαρική συνθήκη παραχώρησης στην Ελλάδα της Δυτικής Θράκης.
Η απελευθέρωση λοιπόν πρώτα της Μακεδονίας και μετά της Θράκης έδινε στην Ελλάδα εκτάσεις, ανθρώπινο δυναμικό, και προοπτικές, δηλαδή «ένα τρόπο για να πάψει να εξαρτάται οικονομικά απ’ τον εξωτερικό κόσμο» (Mark Mazower, ό.π., σελ. 148).
2. Β’ Αγροτική μεταρρύθμιση 1917 (1918-1925) ΣΕΛ. 7
Οι κολίγοι αποτελούν τη δυναμίτιδα του νέου αγροτικού ζητήματος. Μετά την οργάνωσή τους και αποδέσμευσή τους από προσωπικά κόμματα «έφεραν στο προσκήνιο τα αιτήματά τους, με την εξέγερση του Κιλελέρ» (Μαρκέτος, ό.π., σελ. 184) το 1910.
Τότε «κυριαρχούσε στην ελληνική πολιτική η επιβλητική μορφή του Ελευθέριου Βενιζέλου» (Mark Mazower, ό.π., σελ. 40) που υποσχέθηκε την αγροτική μεταρρύθμιση και την έκανε πράξη μετά από 7 έτη όταν οι εξεγερθέντες αγρότες «υποχρέωσαν την κυβέρνηση των Φιλελευθέρων, παρά την αρχική της απροθυμία, να διανείμει τα μεγάλα κτήματα με τη δεύτερη αγροτική μεταρρύθμιση, η οποία ολοκληρώθηκε τον Μεσοπόλεμο» (Μαρκέτος, ό.π., σελ. 184). Τον Δεκέμβριο του 1917 «η βενιζελική βουλή στην Αθήνα ψήφισε τον νέο Αγροτικό νόμο» (Mark Mazower, ό.π., σελ. 108).
Η «μεταρρύθμιση θα γινόταν πράξη με την αναγκαστική απαλλοτρίωση κτημάτων που ξεπερνούσαν τα 1000 στρέμματα (και ήταν έως τότε γαίες τσιφλικιών) και τη διανομή τους, μαζί με τις γαίες του Δημοσίου, σε κολίγους και αγροτικούς εργάτες» (Μαρκέτος, ό.π., σελ. 268). «Μέχρι το 1918, είχαν απαλλοτριωθεί περίπου 150 από τα 466 χωριά που αριθμούσαν αρχικά τα τσιφλίκια» (Mark Mazower, ό.π., σελ. 79). Και όμως, το αγροτικό πρόβλημα στην Ελλάδα θα περιμένει μέχρι το 1922 για να πάρει μία σχετικώς ριζική λύση, όταν τα κοινωνικά δεδομένα δεν αφήνουν περιθώρια καθυστέρησης με την άφιξη των Μικρασιατών, «ενός τουλάχιστον εκατομμυρίου νεοφερμένων σε μια χώρα με λιγότερα από πέντε εκατομμύρια κατοίκους», που «περιέπλεξε εξαιρετικά το επίπονο έργο της μεταπολεμικής Ανοικοδόμησης» (Mark Mazower, ό.π., σελ. 39).
«Οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις αυξήθηκαν σημαντικά στις αρχές της δεκαετίας του 1930 σε σύγκριση με τα τέλη της δεκαετίας του 20» και με την αγροτική μεταρρύθμιση μετέτρεψαν την Ελλάδα «σε έθνος μικροϊδιοκτητών» (Mark Mazower, ό.π., σελ. 33-111).
«Τα μεγάλα εγγειοβελτιωτικά και δημόσια έργα που υποστήριξαν την αγροτική μεταρρύθμιση και επιδίωξαν τον εκσυγχρονισμό της χώρας» (Μαρκέτος, ό.π., σελ. 265), έγιναν την πενταετία 1926 με 1931.
Αν «η σταφίδα ήταν το κυριότερο εξαγωγικό προϊόν του παρελθόντος, στις αρχές της δεκαετίας του 1920 το μέλλον έδειχνε να ανήκει στον καπνό», ενώ «ήταν δύσκολο να πειστούν οι σταφιδοκαλλιεργητές να στραφούν προς άλλα προϊόντα, αφού θυμούνταν πόσα κέρδη απολάμβαναν στις περιόδους μεγάλης ζήτησης, όπως εκείνη που ακολούθησε αμέσως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο» (Mark Mazower, ό.π., σελ. 121-117)
Μετά «την πρόσκτηση της δυτικής Θράκης το 1922, έγινε ο μεγαλύτερος απ’ τους τρεις εξαγωγείς ανατολικών καπνών, κατέχοντας το ήμισυ των συνολικών εξαγωγών», και «μέχρι το 1929, ορισμένες περιοχές είχαν πλήρως εξαρτηθεί από τη σοδειά του καπνού». Τότε αποτελούσε το 1/5 των καλλιεργούμενων εκτάσεων και απέφερε το ½ των συνολικών εξαγωγικών εσόδων (Mark Mazower, ό.π., σελ. 122-123).
«Η αγροτική μεταρρύθμιση επέφερε σημαντικά αποτελέσματα», στην «αύξηση τόσο του συνολικού ενεργού πληθυσμού όσο και των απασχολουμένων στον αγροτικό τομέα», στην «αύξηση του γυναικείου ενεργού αγροτικού πληθυσμού», (Μαρκέτος, ό.π., σελ. 268) και στην αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων σε Μακεδονία και Δυτική Θράκη.
Έτσι ελέγχθηκε η αυτονόμηση των αγροτών και «ματαιώθηκε η ανάπτυξη ισχυρού αγροτικού κινήματος», ενώ «η μακρόσυρτη διάρκεια στη διανομή της γης» οδήγησε σε «εξάρτηση των αγροτών από το κράτος», και «στον έλεγχο μεγάλου μέρους τους από τα αστικά κόμματα μέσω του συστήματος πολιτικής πελατείας» (Μαρκέτος, ό.π., σελ. 269).
Το «πνεύμα της μικροϊδιοκτησίας» επέδρασε στον αγρότη όταν αυτός μετανάστευσε στην πόλη μη σκοπεύοντας «να παραμείνει μισθωτός», στόχευε στην κοινωνικοοικονομική του ανέλιξή και «δημιουργούσε τη δική του μικροεπιχείρηση» ή «εισερχόταν στο Δημόσιο» (Μαρκέτος, ό.π., σελ. 269).
Γ. Ο Μεσοπόλεμος 1918-1939 και η ύφεση του 1929 ΣΕΛ. 8
Με την έννοια μεσοπόλεμος αναφερόμαστε στη χρονική περίοδο μεταξύ Πρώτου και Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, κυρίως μεταξύ 1918 και 1939.
«Κύριο χαρακτηριστικό της εθνικής παραγωγής» ήταν «η κυρίαρχη θέση του πρωτογενούς τομέα». «Η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού ζούσε στην ύπαιθρο και μεγάλο μέρος της απασχολούνταν στη γεωργία». «Η χώρα εισήγε από το εξωτερικό το 1/3 των αναγκών της σε δημητριακά και άλλα είδη διατροφής». Στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, «όπου η γη είναι σχετικά εύφορη, υπήρχαν μεγάλες γαιοκτησίες, τις οποίες καλλιεργούσαν φτωχοί κολίγοι, με τους γαιοκτήμονες να παρακρατούν το μισό έως το ένα τρίτο της ακαθάριστης παραγωγής» (Μαρκέτος, ό.π., σελ. 267).
Η «επιλογή να μείνει ανοιχτή η ελληνική οικονομία συνέβαλε στην εμφάνιση διαρθρωτικών αδυναμιών κι εντέλει στην καθυστέρηση της χώρας σε σχέση με τις ευρωπαϊκές μητροπόλεις» (Μαρκέτος, ό.π., σελ. 176), αντίθετα εμείς εκτιμούμε θετική την εμφάνιση διαρθρωτικών αδυναμιών, αφού δεν τις δημιουργεί η ελεύθερη οικονομία, αλλά προβάλλει παραβολικά τις υπάρχουσες* ποιος τις δημιουργεί; «η εξάρτηση της αγροτικής οικονομίας απ’ το διεθνές εμπόριο αποτελούσε ένα διαρθρωτικό στοιχείο της ελληνικής κοινωνίας», να σταματήσουμε τις εξαγωγές; όχι, αυτό δείχνει «τον χαμηλό βαθμό ολοκλήρωσης των εγχώριων αγορών προϊόντων» (Σ. Πετμεζάς, ό.π., σελ. 311-310).
Τον Νοέμβριο του 1929 λοιπόν «ένας νεαρός καθηγητής πολιτικής οικονομίας ονόματι Ξενοφών Ζολώτας παρατήρησε πως όλη η Αθήνα έμοιαζε να θέτει το ίσιο ερώτημα: υπήρχε οικονομική κρίση στην Ελλάδα, ναι ή όχι; Περίπου ένα χρόνο αργότερα, ελάχιστες αμφιβολίες μπορούσαν να υπάρχουν γι’ αυτό» (Mark Mazower, ό.π., σελ. 17). Τότε «το 70% περίπου της καλλιεργούμενης έκτασης καλυπτόταν από δημητριακά, η Ελλάδα εξακολουθούσε να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές σιτηρών» (Mark Mazower, ό.π., σελ. 124), και αυτό έκρυβε ένα παράγοντα ανάπτυξης ανεξάρτητο της κρίσης του 29 (κραχ σε wall street κλπ) που ήρθε, και οδήγησε στην πολιτική στροφή και στον “κανόνα της αυτάρκειας” (για σιτάρι κλπ). Η «επέκταση της καλλιέργειας δημητριακών, και ιδίως σιταριού, εις βάρος της αγρανάπαυσης» (Σ. Πετμεζάς, ό.π., σελ. 318), ήταν μέτρο βραχυπρόθεσμων κερδών, αλλά ζημιών μεσοπρόθεσμα, με μείωση της στρεμματικής απόδοσης, που επιδεινώνονταν απ’ τη μη χρήση λιπασμάτων.
Ενώ ο Μεσοπόλεμος ξεκινά με την αρχή απόδοσης της αγροτικής μεταρρύθμισης, την περίοδο 1929-1932 έχουμε «γενικευμένη γεωργική κρίση…ως αποτέλεσμα της πτώσης της αξίας των ελληνικών εξαγωγών» (Μαρκέτος, ό.π., σελ. 269), κάτι που οδήγησε στη μείωση των αγροτικών εισοδημάτων εξ’ αιτίας της πτώσης των τιμών σε καπνά και δημητριακά, και της μείωσης της παραγωγής τους λόγω άσχημων καιρικών συνθηκών που «μείωσαν την αναμενόμενη σοδειά έως και 40% μεταξύ 1928-31» (Mark Mazower, ό.π., σελ. 128). Ως αποτέλεσμα της κρίσης είναι το γεγονός της υπερχρέωσης των αγροτών σε «ποσοστό μεγαλύτερο του 83%» (Μαρκέτος, ό.π., σελ. 270) το 1933.
Η ύφεση «έπληξε σκληρά όχι μόνο τους καπνοπαραγωγούς» αλλά και «τους παραγωγούς δημητριακών οι οποίοι καλλιεργούσαν περισσότερο από το 70% της γης» καθώς «κατέρρεαν οι διεθνείς τιμές του σίτου» (Mark Mazower, ό.π., σελ. 178).
Τότε το 1932 εγκαταλείποντας τον κανόνα χρυσού «η δραχμή υποτιμήθηκε ραγδαία» και η κεντρική τράπεζα βελτίωσε τη συναλλαγματική θέση της* βοηθώντας έτσι τον διεθνή ανταγωνισμό των αγροτικών προϊόντων όπου βλέπουμε υποχώρηση εισαγωγών «από το 67% στο 32% για τα είδη διατροφής και από το 64% στο 27% για το σιτάρι», ενώ μια και ο εγχώριος σίτος υποκαθιστούσε τον εισαγόμενο «ωφελημένοι έβγαιναν κυρίως οι μικροϊδιοκτήτες» (Mark Mazower, ό.π., σελ. 243-311-313).
Για τη Δημοκρατία «η κρίση έφερε ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα – τόσο στο επίπεδο της ηγεσίας όσο και των μαζών», με την επιβολή στρατιωτικού νόμου το 1936 για μια χώρα «όπου ο πρωθυπουργός μπορεί να κηρύσσει δικτατορία χωρίς να χυθεί σταγόνα αίματος, χωρίς την παραμικρή αντίσταση» (Mark Mazower, ό.π., σελ. 365-375).
Και όμως τότε έχουμε την ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας «με σκοπό τον έλεγχο των αγροτικών πιστώσεων», τα «μέτρα υπέρ της αναστολής εκτέλεσης απαιτήσεων κατά των αγροτών», τους «εισαγωγικούς δασμούς στο σιτάρι», και το «νομοθέτημα 677/14-5-1937 «περί ρυθμίσεως χρεών» της Κυβέρνησης Μεταξά», όπου «οι αγρότες απαλλάσσονταν από μέρος των ήδη συσσωρευμένων χρεών τους» (Μαρκέτος, ό.π., σελ. 270-294).
Το μεταξικό καθεστώς προώθησε την εντατική καλλιέργεια, την ενίσχυση της μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας» (Μαρκέτος, ό.π., σελ. 304), «μείωσε τα επιτόκια της Αγροτικής Τράπεζας Ελλάδος, κατάργησε το παρακράτημα και ενίσχυσε ιδιαίτερα την παραγωγή του σιταριού και της σταφίδας…»*, αυτή όμως η πολιτική της αυτάρκειας είχε «ένα βασικό μειονέκτημα: προσανατόλισε τη γεωργία σε αντιοικονομικές καλλιέργειες, δηλαδή καλλιέργειες με χαμηλότερο εισόδημα από άλλες, όπως τα εξαγώγιμα αγροτικά προϊόντα» (Μαρκέτος, ό.π., σελ. 294).
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η οικονομική ανάπτυξη και η δημιουργία υποδομών έγινε αισθητή μετά το 1860, όπου, η α΄ αγροτική μεταρρύθμιση το 1871, είχε αποτέλεσμα την αύξηση της αγροτικής παραγωγής, των εμπορικών συναλλαγών, και την οικονομική άνοδο της Ελλάδας, ενώ προετοίμασε την είσοδο της οικονομίας στην καπιταλιστική μορφή. «Αντίθετα απ’ ότι πιστεύεται, το πρόβλημα της διανομής των εθνικών γαιών δεν επιλύθηκε παρά μόνο αρκετά χρόνια μετά την έκδοση του νόμου, όταν οι χωρικοί επέβαλαν ουσιαστικά τη μείωση του ύψους (και σχεδόν την παραγραφή) των τοκοχρεολυσίων», ενώ το μικρό μέγεθος «του κλήρου που επέβαλε ο νόμος…αποτέλεσε το βασικό αίτιο της χρόνιας ελλειμματικότητας των αγροτικών εκμεταλλεύσεων» (Σ. Πετμεζάς, ό.π., σελ. 38-292).
Η γεωργία «δεν οργανώθηκε σε καπιταλιστικές βάσεις, παρά την ποσοτική της μεγέθυνση, τη συγκυριακή άνθηση της αμπελοκαλλιέργειας στην Πελοπόννησο και την απόκτηση του σιτοπαραγωγού θεσσαλικού κάμπου» (Μαρκέτος, ό.π., σελ. 175) μετά το 1881. Και πως θα μπορούσε να γίνει αυτό άλλωστε όταν για το σιτάρι «υπολογιζόταν πως οι άνδρες εργάζονταν μόνο 74 ημέρες το χρόνο» (Mark Mazower, ό.π., σελ. 323).
Η κρίση της σταφίδας το 1893 ήταν η αρχή για τη μετανάστευση όπου η «ταχεία και οργανωμένη υπερατλαντική έξοδος επέτρεψε τη σχετική αποσυμφόρηση της υπαίθρου από την πλεονάζουσα υποαπασχόληση, ανεβάζοντας και πάλι την παραγωγικότητα εργασίας» (Σ. Πετμεζάς, ό.π., σελ. 318) με άνοδο των ημερομισθίων.
Με τη δεύτερη αγροτική μεταρρύθμιση το 1917 «δημιουργήθηκε μια αγροτική δομή, στην οποία κυριαρχεί μέχρι σήμερα η πολυκερματισμένη μικρή αγροτική εκμετάλλευση με εξαιρετικά υψηλό κόστος του παράγοντα εργασία» (Σ. Πετμεζάς, ό.π., σελ. 47), αλλά και η τάξη των μικροϊδιοκτητών που βοήθησε στην δημιουργία και τη διάδοση του επιχειρείν.
Σε μια «αγροτική κοινωνία, ο εκσυγχρονισμός και η συσσώρευση κεφαλαίου στο πλαίσιο της δημοκρατίας σήμαιναν πως έπρεπε να δοθεί προτεραιότητα στη γεωργία έναντι της βιομηχανίας»* ενώ έστω και από φρούδες ελπίδες «η αγροτική μεταρρύθμιση μαζί με τον εξωτερικό δανεισμό… εξαγόραζαν την υποστήριξη των αγροτών προς το βενιζελικό κράτος» (Mark Mazower, ό.π., σελ. 384). Η «διατήρηση και αύξηση του κατά κεφαλήν γεωργικού προϊόντος και, κατά συνέπεια, η αναπαραγωγή του έγγειου καθεστώτος, στηρίζονταν στη συντήρηση της διάρθρωσης του ελληνικού εξωτερικού εμπορίου και στη διατήρηση των ρυθμών ανάπτυξής του» (Σ. Πετμεζάς, ό.π., σελ. 310).
Οι αγροτικές μεταρρυθμίσεις αποτελούν βαθιά τομή και καταλύτη κοινωνικής ισορροπίας, και μετά οικονομικής ανέλιξης, και συντελούν στην αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας, μεταλλάσσοντάς τη, αν και βρίσκεται σε μόνιμο πόλεμο με τους Οθωμανούς.
Η οικονομική ανάπτυξη, στηρίχθηκε στην αύξηση των συνόρων με την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας, της Άρτας, της Μακεδονίας, της Θράκης, και στην αύξηση του πληθυσμού, και είναι προϊόν επιτάχυνσης της αστικοποίησης, καταμερισμού εργασίας, αύξησης της νομισματικής ρευστότητας και εξαγωγών σταφίδας, νέων Τραπεζών, Τράπεζας της Ελλάδος, και Αγροτικής Τράπεζας, όπου δημιουργούν τις ικανές και αναγκαίες συνθήκες.
Η κρίση του 1929 απέδειξε ότι η καθυστερημένη τότε οικονομία διέθετε «τους δικούς της μηχανισμούς ανάκαμψης, οι οποίοι μας βοηθούν να εξηγήσουμε την ασυνήθιστα γοργή οικονομική άνοδο της Ελλάδας μετά το 1932» (Mark Mazower, ό.π., σελ. 379).
Το κράτος αναμενόταν να ρυθμίσει τις διανεμητικές ανισότητες που δημιουργούταν, αλλά το κράτος δεν είναι ένας μηχανισμός εκτός κοινωνικών τάξεων. Στην καλύτερη περίπτωση είναι ο μηχανισμός της εκάστοτε άρχουσας τάξης ή του ισχυρότερου τμήματός της, με το οποίο εξυπηρετεί τα συμφέροντά της. Ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό υπήρξε, «ο αργός και σταδιακός ενοφθαλμισμός του καπιταλισμού» (Σ. Πετμεζάς, ό.π., σελ. 91).
Σε «ένα κόσμο ο οποίος μεταβάλλεται τόσο γρήγορα και όπου η μία χώρα μετά την άλλη ζει την επιθανάτια αγωνία ενός κοινωνικού σεισμού, ο ελληνικός πολιτικός κόσμος αγρόν αγοράζει» (Mark Mazower, ό.π., σελ. 393).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
G. Herring, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, τόμος Α’, μτφρ. Θ. Παρασκευόπουλος, , Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2006.
Eco Umberto, Πώς γίνεται μια διπλωματική εργασία, Αθήνα 1994.
Π. Κιτρομηλίδη, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, μτφρ. Σ. Νικολούδη, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2000.
Mark Mazower, H Ελλάδα και η οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου, μτφρ. Σ. Μαρκέτος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2002.
Σ. Μαρκέτος, "Ο Οθωμανικός χώρος και η συγκρότηση του νέου Ελληνισμού" στο Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική ιστορία, τόμος Γ’, των Γ. Μαργαρίτης, Σ. Μαρκέτος, Κ. Μαυρέας, Ν. Ροτζώκος, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 1999.
Σ. Πετμεζάς, Η Ελληνική αγροτική οικονομία κατά τον 19ο αιώνα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2003.
Ιστορικοί που αποζητούν τη σύνθεση νοσταλγούν την παρηγοριά της φιλοσοφίας…
SIEGFRIED KRACAUER, Geschichte – von den letzten Dingen, Φραγκφούρτη 1971.

Δεν υπάρχουν σχόλια: