Δευτέρα 27 Απριλίου 2009

ΕΛΠ 20 εργ.3η Ο χαρακτήρας της βυζαντινής οικονομίας από τον 7ο έως και τον 12ο αι. και ο ρόλος του κράτους και των κοινωνικών ομάδων στη διαμόρφωσή της


ΑΡΓΥΡΗΣ ΗΛΙΑΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Πρόγραμμα Σπουδών: ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Θεματική Ενότητα: ΕΛΠ 20 ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ
Ακαδημαϊκό Έτος: 2008-2009
Όνομα Καθηγήτριας: ΚΟΛΛΙΑ ΕΛΕΝΗ
Τρίτη γραπτή εργασία στον Δημόσιο και Ιδιωτικό Βίο Ι

ΘΕΜΑ

«Ο χαρακτήρας της βυζαντινής οικονομίας από τον 7. έως και τον 12. αι. και ο
ρόλος του κράτους και των κοινωνικών ομάδων στη διαμόρφωσή της».
Με άξονα το θέμα αυτό: 1) να παρουσιάσετε τις αγροτικές-γεωργικές, τις αστικές-εμπορικές και τις βιοτεχνικές δραστηριότητες των διαφόρων κοινωνικών ομάδων, 2) να περιγράψετε την παρέμβαση του κράτους στην οικονομική ζωή (με ποιο τρόπο εκφραζόταν, με ποιους θεσμούς και σε ποιους τομείς)

Υποχρεωτική/Προτεινόμενη Βιβλιογραφία

1) Οι σελ. 115-68 από τον δεύτερο τόμο του εγχειριδίου της ΘΕ ΕΛΠ 20,
2) Οι σελ. 45-7 στο άρθρο της Λαΐου στον πρώτο τόμο της Οικονομικής ιστορίας του Βυζαντίου,
3) Οι σελ. 361-73 από την επισκόπηση της βυζαντινής οικονομίας της Λαΐου στον τρίτο τόμο της Οικονομικής ιστορίας του Βυζαντίου,
4) Το άρθρο της Mango για το εμπόριο από τον συλλογικό τόμο Ιστορία του Βυζαντίου.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕΛ. 3
ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ ΣΕΛ. 3
Α. Κοινωνικό πλαίσιο της μεσοβυζαντινής περιόδου: ΣΕΛ. 3
Β. Ιδιωτικός χαρακτήρας: αγροτικές-γεωργικές, αστικές-εμπορικές
και βιοτεχνικές δραστηριότητες των διαφόρων κοινωνικών ομάδων
1. Αγροτικές-γεωργικές δραστηριότητες: ΣΕΛ. 4
2. Αστικές-εμπορικές δραστηριότητες: ΣΕΛ. 4
3. Βιοτεχνικές δραστηριότητες: ΣΕΛ. 5
Γ. Ο ρόλος του κράτους στην μεσοβυζαντινή οικονομία: ΣΕΛ. 5
Δ. Τρόποι έκφρασης του κρατικού παρεμβατισμού σε θεσμούς και τομείς
της οικονομικής ζωής
1. Κοπή νομίσματος: ΣΕΛ. 7
2. Μέτρα σταθμά: ΣΕΛ. 7
3. Κυκλοφορία του χρήματος: ΣΕΛ. 8
4. Τα επιτόκια της μεσοβυζαντινής περιόδου: ΣΕΛ. 8
5. Οι φόροι: ΣΕΛ. 8
6. Συντεχνίες: ΣΕΛ. 9
7. Αυτοκρατορικά εργαστήρια: ΣΕΛ. 9
8. Εμφύτευση: ΣΕΛ. 9
9. Στρατιωτικές δαπάνες - Δημόσιες δαπάνες: ΣΕΛ. 10
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΣΕΛ. 10
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΕΛ. 11
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τον 7ο αι. το Βυζάντιο[i] λίγο διαφέρει από ένα ανίσχυρο πριγκιπάτο των Βαλκανίων που ανταγωνίζεται Σέρβους και Βούλγαρους.[ii] Στη μεσοβυζαντινή περίοδο η αυτοκρατορία δεν υπάρχει ως συμπαγές κράτος, αλλά ως σύνολο κάστρων.[iii]
Το 1025 η αυτοκρατορία φτάνει απ’ το Δούναβη ως τον Ευφράτη. Το 1042 η παραμονή της αυτοκράτειρας Ζωής[iv] στο θρόνο, έχει πολιτικό και στρατιωτικό τίμημα. Η ήττα στο Μαντζικέρτ[v] το 1071 συρρικνώνει και παροδικά φτωχαίνει την αυτοκρατορία.[vi] Αργότερα η νίκη επί των Νορμανδών,[vii] με αντίτιμο τα εμπορικά προνόμια στους Ενετούς, ωθεί την αυτοκρατορία απ’ τις αλκυονίδες ημέρες των αρχών του 11ου στον χρυσό 12ο αι..
Η εργασία εντρυφά στην οικονομία της μεσοβυζαντινής περιόδου και στο ρόλο του κράτους και των κοινωνικών ομάδων στη διαμόρφωσή της, με την επιχειρηματική ευδαιμονία να αποτελεί τμήμα της παιδείας του.[viii] Κυρίαρχο ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη παίζει το εμπόριο, όπου έμποροι διασχίζουν τους θαλάσσιους και χερσαίους δρόμους. Η «πόλις» ως αστικό κέντρο είναι η καρδιά της οικονομίας, το κέντρο εμπορίου και βιοτεχνίας και το κέντρο βασικών δομών διοίκησης και πολιτισμού.
ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ
Α. Κοινωνικό πλαίσιο της μεσοβυζαντινής περιόδου:
Το πολίτευμα μπορεί να χαρακτηρισθεί ως συγκλητική αριστοκρατία, ενώ κατά διαστήματα, όπως επί των Μακεδόνων και των Κομνηνών, ως κληρονομική αριστοκρατία.[ix]
Τον 7ο αι. το Βυζάντιο βρίσκεται σε έκδηλη δημογραφική, πολιτική και οικονομική κρίση.[x] Απ’ τον 9ο αι. οι πλούσιοι γαιοκτήμονες της επαρχίας, βαθμιαία αποκτούν δύναμη με την άσκηση κρατικών λειτουργημάτων, διαμορφώνοντας την «άρχουσα τάξη». Διακρίνεται μια πορεία προς ένα είδος φεουδαλισμού και αστικοποίησης της κοινωνίας.[xi] Τα εξοχότερα γνωρίσματα είναι ιεραρχικά η περιουσία, η θέση στον κρατικό μηχανισμό, η καταγωγή και το ήθος. Τον 11ο αι. οι δυνατοί αγοράζουν τα κτήματα των φτωχών και γίνονται ο ισχυρότερος κοινωνικός φορέας (αριστοκρατία της γης) της πολιτικής ζωής.[xii]
Οι τάξεις της εποχής είναι: η άρχουσα τάξη (οι άρχοντες-δυνατοί, οι συγκλητικοί[xiii], οι ηγούμενοι, η εκκλησιαστική ιεραρχία), η μεσαία τάξη (κρατικοί υπάλληλοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, τραπεζίτες, έμποροι, βιοτέχνες) και η φτωχολογιά (εργάτες, ψαράδες, τεχνίτες, ζητιάνοι και δούλοι).[xiv][xv] ενώ το οικονομικό συμφέρον ενώνει τα μέλη μεταξύ τους.[xvi] Δημογραφικά προβλήματα επιλύονται με μετακινήσεις πληθυσμών,
Τον 11ο αι. επέρχεται σταδιακή διάλυση της κεντρικής εξουσίας και κατάρρευση της αστικής ζωής, ενώ η ύπαιθρος δεν υφίσταται θεμελιακές αλλαγές.[xvii] Κύριο χαρακτηριστικό της ζωής είναι ο ιδιωτικός της χαρακτήρας.[xviii] Στην έκκληση βοήθειας που απευθύνει ο Βυζαντινός αυτοκράτορας στον πάπα, αυτός κηρύσσει την Α΄ Σταυροφορία το 1095.[xix] Τον 12ο αι. χαρακτηρίζει η επικράτηση της ελεύθερης οικονομίας, των νέων κοινωνικών τάξεων, των ξένων εμπόρων και τα ανομοιογενή κοινωνικά χαρακτηριστικά. Όμως η κοινωνική αναφορά της κάστας της εξουσίας, ασχολείται με τη σφυρηλάτηση μιας συνείδησης και της σημασίας που είχε εντός της.
Β. 1. Αγροτικές-γεωργικές δραστηριότητες:
Οι αγρότες διακρίνονταν στους ελεύθερους καλλιεργητές και στους εξαρτημένους γεωργούς, που ανάλογα με το ισχύον νομικό καθεστώς καλλιεργούσαν τα κτήματα των μεγαλογαιοκτημόνων.[xx] Η κυριαρχία της μικρής ιδιοκτησίας ήταν καταλυτική στην αγροτική οικονομία,[xxi] παράλληλα με βιομηχανικές καλλιέργειες[xxii] και κτηνοτροφία. Η βυζαντινή γεωργία στόχευε στην αυτάρκεια[xxiii] και η διαφοροποίηση με την πολυκαλλιέργεια οδηγούσε στην υπέρβασή της, εισάγοντας τον αγρότη στην δευτερογενή αγορά της οικονομίας της ανταλλαγής και του εμπορίου. Το σύστημα των θεμάτων,[xxiv] πηγή φόρων για την αυτοκρατορία[xxv] και ως αντίβαρο στους μεγαλογαιοκτήμονες· οι οποίοι διαβλέποντας δυνατότητες επένδυαν σε εκχερσώσεις. Η εποικιστική πολιτική, ο προοδευτικός εκχρηματισμός της υπαίθρου και η συνεχής δημογραφική άνοδος,[xxvi] απ’ τον 8ο-12ο αι., ήταν κύριοι αναπτυξιακοί παράγοντες της αγροτικής οικονομίας.[xxvii] λειτουργούσε ως βάση για τη διατήρηση της ελεύθερης αγροτικής οικονομίας, ως σημαντική
Η πώληση κλασματικών[xxviii] γαιών σε ιδιώτες, ευνοούσε τη συσσώρευση, αντίθετα με τις επιδιώξεις των Μακεδόνων, ενώ και ο Βασίλειος Β’ ενσωμάτωνε νέες γαίες και κλασματικά εδάφη στη γη του.[xxix] Η αγροτική πυρηνική οικογένεια όμως παρέμενε ο κανόνας παρά την γιγάντωση των γαιοκτημόνων.[xxx]
Στον 11ο-12ο αι. αναπτύσσονται νέες καλλιέργειες (βρώμη, σίκαλη) και σε χέρσες περιοχές, ενώ ο νερόμυλος βελτιώνεται διεισδύοντας περισσότερο. Η χάραξη πλήθους δρόμων αυξάνει την παραγωγικότητα των αγροτών.[xxxi] Το κράτος συνεχίζει τη δωρεά κτημάτων σε μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας και σε στρατιώτες, υπό τη μορφή πρόνοιας, έχοντας κυρίαρχη θέση ως γαιοκτήμονας, παράλληλα με τις μικρές μονάδες εντός του πλαισίου της μεγάλης ιδιοκτησίας.[xxxii]
Β. 2. Αστικές-εμπορικές δραστηριότητες
Με τον όρο αστικές δραστηριότητες εννοούμε και τις εμπορικές συναλλαγές με ξένα κράτη, ή γειτονικές πόλεις και χωριά, με κυρίαρχο χαρακτηριστικό την ιδιωτική πρωτοβουλία. Το Βυζάντιο ήταν αυτάρκες σε οτιδήποτε, εκτός από τα μπαχαρικά της Άπω Ανατολής και τις γούνες της Ρωσίας.[xxxiii] Η πόλη ήταν κέντρο βιοτεχνίας, εμπορίου, τεχνιτών, εμπόρων,[xxxiv] και δούλων.[xxxv] Δίπλα στην Κωνσταντινούπολη υπήρχαν εξίσου αντάξιες πόλεις[xxxvi] στον τομέα του εμπορίου όπως η Τραπεζούντα, η Αντιόχεια, η Θεσσαλονίκη, κ.α. Τα περισσότερα αστικά κέντρα ήταν κοντά στη θάλασσα, που είχε ζωτική σημασία στο εμπόριο, στην ύπαρξη και στην ταυτότητα του Βυζαντίου.
Αντικείμενο εμπορίου ήταν τα τρόφιμα, τα ποτά, τα έπιπλα, η ένδυση, η υπόδηση κ.α., ενώ υπήρχαν προσφερόμενες υπηρεσίες[xxxvii] εστιατορίων, καπηλειών, ξενοδοχείων, ξυλουργών, αρχιτεκτόνων, δικηγόρων, κ.α. Τα διάφορα μέταλλα, το ελεφαντόδοντο, το μετάξι κ.α. αποτελούσαν αντικείμενο διεθνούς εμπορίου. Το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου διεκπεραιωνόταν από μικρομεσαίους εμπόρους, μικροπωλητές και γυρολόγους, με ακτίνα δράσης περιορισμένη στα γεωγραφικά όρια των αστικών κέντρων.[xxxviii] Απ’ τον 11ο αι. η αριστοκρατία επένδυε σε αστικά ακίνητα και αργότερα στο εμπόριο, αναπληρώνοντας τον περιορισμό του κράτους, αφού στη σκέψη των Βυζαντινών η επιδίωξη του κέρδους ήταν συνυφασμένη με τον έμπορο.[xxxix]
Το επίθετο δίκαιο ακολουθούσε την αξία, την τιμή και το κέρδος, προερχόμενο από νομοθετικούς κώδικες, ή νεαρές, ή ρυθμιστικά κείμενα (Επαρχικόν βιβλίον). Όμως παρά το επιχειρείν των ιδιωτών, το κράτος ήταν αυτό που έδινε συγκεκριμένο περιεχόμενο σε αυτές τις έννοιες·[xl] η τιμή των σιτηρών, σταθερή ανά αιώνες, ήταν κοινωνική σταθερά.
Β. 3. Βιοτεχνικές δραστηριότητες:
Η αριστοκρατία με τους εμπόρους επένδυε και στη βιοτεχνία, ωθώντας σε ακμή τις πόλεις. Ο έλεγχος και η επιβολή ανωτάτου ορίου κέρδους, εξασφάλιζε τον ανεφοδιασμό και την αποφυγή υπερβολικών διακυμάνσεων στις τιμές των εμπορευμάτων. Οι πόλεις ήταν τα κέντρα της βιοτεχνικής παραγωγής, με την ύπαιθρο σε μικρότερο βαθμό.
Οι άνθρωποι κατεργάζονταν υφάσματα, μετάξι, χρυσό, λίθο, πυλό (λευκό, κόκκινο), μάρμαρο και άλλα υλικά που ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένα.[xli] Διακρίνονταν εμπορικά η βιοτεχνία υφασμάτων και βαφής τους, η βιομηχανία μεταξιού, η ταπητουργία, τα ναυπηγεία, η μεταλλουργία και η οπλουργία. Οι τεχνολογικές εξελίξεις επέτρεπαν τη μαζική παραγωγή σε είδη όπως τα κεραμικά και η μεταξουργία.[xlii]
Τον 9ο αι. η τεχνολογική καινοτομία των εφυαλωμένων κεραμικών αύξανε τη ζήτηση και την εισαγωγή τους. Τον 10ο αι. έκαναν την εμφάνισή τους προηγμένοι χειροκίνητοι αργαλειοί.[xliii] Την ίδια εποχή αύξανε η εισαγωγή ελεφαντόδοντων και η επεξεργασία τους μέχρι και τον 11ο αι.. Τότε άκμαζε και η εξαγωγή ορειχάλκινων θυρόφυλλων διακοσμημένων με ένθετες μορφές και προορισμό την Ιταλία.[xliv]
Γ. Ο ρόλος του κράτους στην μεσοβυζαντινή οικονομία:
Η κρίση του 7ου και 8ου αι. αλλάζει τις οικονομικές και δημοσιονομικές δομές καθώς μετεξελίσσονται ποιοτικά, δημιουργώντας τις βάσεις για τη μεγέθυνση της βυζαντινής οικονομίας.[xlv] Στα τέλη του 8ου αι.[xlvi] διακρίνεται ζωντάνεμα του εμπορίου με αναβίωση των πόλεων, ενώ στο τέλος του 9ου αι. ξεκινά νέα φάση ανάπτυξης.[xlvii] Η οικονομική και δημοσιονομική αναδιάρθρωση ευνοεί ένα αναπτυξιακό κύκλο, με ραγδαία ανάκαμψη στο δεύτερο μισό του 10ου αι. και μείωση της σημασίας των μεγάλων γαιοκτησιών.[xlviii] Παράλληλα δημιουργείται μια μέση αστική τάξη σχετικά πλουσίων, από βιοτέχνες, εμπόρους, τραπεζίτες, ναύκληρους, ειδικευμένους τεχνίτες και ελεύθερους επαγγελματίες.[xlix]
Το κράτος δρα ενοποιητικά μέχρι τον 11ο αι., αναδιοργανώνοντας την οικονομία με σημαντικές παρεμβάσεις όπως: η αναδιανομή με τη μορφή μισθών, η παραμονή της αγροτικής οικονομίας σε χέρια μικροϊδιοκτητών,[l] η διευκόλυνση του εκχρηματισμού της υπαίθρου, η μη άσκηση πλήρη διοικητικού ελέγχου επί της οικονομίας, η ελευθερία των συναλλαγών, η παρέμβαση για τη μη συγκέντρωση πλούτου,[li] η σύμπραξη με ιδιώτες επιχειρηματίες, η παραμονή της οικονομίας των ανταλλαγών σε χέρια ναυκλήρων ναυτικών και εμπόρων,[lii] ο έλεγχος των εμπορικών ανταλλαγών με τους κομμερκιάριους[liii]η διττή συμπεριφορά τους (να ενεργούν και ως επιχειρηματίες παρ’ ότι κρατικοί εκπρόσωποι) και τέλος η αύξηση των δούλων λόγω επέκτασης. Τότε κυριαρχεί η εικόνα μιας ισορροπημένης οικονομίας, μεταξύ κρατικού και ιδιωτικού τομέα. Η κρατική διαχείριση τον 9ο 10ο και αρχές 11ου αι. είναι πλεονασματική.[liv] Την εποχή αυτή γίνεται σημαντική αύξηση των μεγάλων γαιοκτησιών,[lv] παρά τη μέριμνα του Βασιλείου Β΄ για προστασία των μικρών γαιοκτησιών. Στα τέλη του 11ου αι., με την δημοσιονομική πολιτική του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού, το φαινόμενο επισπεύδεται ενώ και το κράτος εκμεταλλεύεται μεγάλες ιδιοκτησίες για τις ανάγκες του (στρατός, ταχυδρομείο, ιδρύματα κ.α.).[lvi] και
Η οικονομική σκέψη οφείλεται εν μέρει στο ρωμαϊκό δίκαιο, στην ισορροπία ελευθερίας δράσης με κοινωνική δικαιοσύνη και στις πρακτικές της ελεύθερης αγοράς μετά τον 11ο αι.·[lvii] τότε διακρίνεται θετική αξία στο κέρδος με προνομιακή μεταχείριση του ατόμου.[lviii] Η οικονομία οδηγείται στην αξία των τιμών των προϊόντων με βάση τη ζήτηση και όχι με ότι ίσχυε μέχρι τότε (συνδυασμός κόστους, εργασίας και κινδύνου).
Τον 11ο αι. υπάρχει μια οξεία οικονομική και κοινωνική κρίση, με υποτίμηση[lix] του χρυσού νομίσματος, εμφύλιο πόλεμο,[lx] κατάρρευση του φορολογικού συστήματος και της κρατικής οικονομίας.[lxi] Εκεί οδηγούν μακροχρόνιες εξελίξεις όπως: η σταδιακή διάλυση της κεντρικής εξουσίας, η επέκταση της ενοικίασης του δικαιώματος φοροσυλλογής, η πώληση αξιωμάτων, η απονομή της εξκουσσείας και της πρόνοιας, η εμφάνιση των Ενετών ως ευπόρων και η φορολόγηση του ατομικού πλούτου με αποτέλεσμα τη συσσώρευση γης σε λίγους.[lxii] Και όμως η συσσώρευση δεν φρενάρει την οικονομική ανάπτυξη. Ενισχύεται ο ιδιωτικός τομέας και η μεγάλη έγγειος ιδιοκτησία γίνεται συντελεστής ανάπτυξης της οικονομίας, αντίθετα με τις εδαφικές και στρατιωτικές εξελίξεις «…για πρώτη φορά στη βυζαντινή ιστορία» Λάιου Αγγελική (τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 368). Σε αυτό βοηθά ο συνδυασμός της ικανότητας προσαρμογής του κράτους στις ανάγκες μιας νέας εποχής, το άνοιγμα των δυτικοευρωπαϊκών αγορών, η ευημερία της Μεσογείου, η αστικοποίηση, η ανοδική τάση του πληθυσμού που συμβάλλει στην μεγέθυνση της οικονομίας και το ελεύθερο εμπόριο.[lxiii] Οι καλλιεργημένες περιοχές αυξάνουν μαζί με την αγροτική παραγωγή και τους περισσότερους τομείς της οικονομίας· η ελεύθερη αγορά παίζει μεγάλο ρόλο στην επιταχυνόμενη μεγέθυνση του 11ου και 12ου αι..[lxiv]
Για τις μη προνομιούχες ομάδες, λόγω έλλειψης δυνατοτήτων ν’ ακολουθούν την εξέλιξη, η ανάπτυξη αυτή δημιουργεί ανομοιογενή χαρακτηριστικά. Χωρίς να αποτελεί ιστορική αλήθεια, κείμενο του 12ου αι. αφηγείται την ιστορία μιας γυναίκας που έφαγε το παιδί της λόγω φτώχειας.[lxv] Η λέξη πάροικος χρησιμοποιείται για τους μισθωτούς καλλιεργητές και τους φορολογούμενους ιδιοκτήτες που πληρώνουν φόρους σε τρίτους στα μέσα του 11ου αι..[lxvi] Οι βυζαντινές πόλεις διατηρούν μια επίφαση ζωτικότητας, με το σύνολο των κερδών τους να διοχετεύεται στη Δύση.[lxvii] Το κέρδος της αστικής ανάπτυξης το τρυγούν οι ξένοι με τον πληθυσμό τους να φθάνει το 20% στην Κωνσταντινούπολη τον 12ο αι.. Η σύλληψη των Βενετών κατοίκων με δήμευση της περιουσίας τους το 1171 και η σφαγή Λατίνων στην Κωνσταντινούπολη το 1182 είναι μαύρες ψηφίδες στον χρυσό κάμπο του ψηφιδωτού της οικονομίας. Ο 12ος αι. είναι ο χρυσός αιώνας της οικονομίας,[lxviii] μα χωρίς κοινωνική συνοχή και συναίσθημα,[lxix] ενώ οι μεγαλογαιοκτήμονες-αριστοκράτες,[lxx] με το νόμισμα ως μόνο μέτρο, χαρακτηρίζονται ως ουτιδανοί φιλόσοφοι.[lxxi]
Ένας καταλυτικός αλλά μη μετρήσιμος, οικονομικός παράγοντας είναι ο πολιτισμός ως προϊόν. Το Βυζάντιο[lxxii] καταφέρνει να πουλήσει πολιτισμό με οικονομικά οφέλη.
Δ. 1. Κοπή νομίσματος:
Το Βυζάντιο διατηρούσε πάντα το μονοπώλιο της κοπής του νομίσματος.[lxxiii] Ο έλεγχος
της παραγωγής και της διακίνησής του, ήταν η συντεταγμένη νομισματική πολιτική.[lxxiv] Ο σόλιδος-νόμισμα ήταν η βάση του νομισματικού συστήματος.
Δ. 2. Μέτρα σταθμά:
Τον 7ο αι. διατηρούνται τρεις παραδοσιακοί τύποι χρυσού νομίσματος: το σόλιδο (4,5 γρ.)[lxxv], το σημίσιο (2,25 γρ.) και το τριμήσιο (1,5 γρ.) με υψηλή καθαρότητα 98%, τρεις τύποι αργυρού και δύο χάλκινου. Τον 8ο με 10ο αι. μετά τις υποτιμήσεις έχουμε την εποχή του αργυρού μιλιαρήσιου[lxxvi] που ακολουθείται απ’ το χρυσό υπέρπυρον τον 11ο αι. Τότε, δημιουργούνται αρκετές υποδιαιρέσεις και κράματα για τη διευκόλυνση των συναλλαγών σε εμπορεύματα μέσης αξίας.[lxxvii]
Δ. 3. Κυκλοφορία του χρήματος:
Το νόμισμα, εκτός από προϊόν, ήταν μέσο μιας περίπλοκης όσο και εξελιγμένης οικονομικής και δημοσιονομικής οργάνωσης, συμβάλλοντας στην οικονομική ενοποίηση με τη διατήρηση ενός βαθμού συναλλαγών, ακόμη και στους σκοτεινούς αιώνες.[lxxviii] Απαγορευόταν το θησαυρίζειν γιατί μπορούσε να οδηγήσει σε έλλειψη νομίσματος.[lxxix] Ο εκχρηματισμός της οικονομίας ήταν υψηλός φθάνοντας στο 46% στο απόγειό της.[lxxx]
Η κυκλοφορία ήταν φυσική και πιστωτική, επηρεαζόμενη απ’ την ανάπτυξη. Κύριοι φυσικοί παράγοντες που αύξαναν την κυκλοφορία ήταν: το νόμισμα, η πληρωμή των μισθών της δημόσιας διοίκησης (το κράτος ήλεγχε τη διάθεση σημαντικής μερίδας του χρυσού νομίσματος), ο εκχρηματισμός της φορολογίας (πλήρης στα τέλη του 8ου αι.),[lxxxi] και κύριοι πιστωτικοί ήταν: τα δάνεια, η οικονομία των ανταλλαγών και το εμπόριο.
Δ. 4. Τα επιτόκια της μεσοβυζαντινής περιόδου:
Το Βυζάντιο διατηρούσε πάντα τον έλεγχο των επίσημων επιτοκίων, απαραίτητη θεσμική βάση για προσέλκυση επενδύσεων.[lxxxii] Τα επιτόκια συνδέονταν με ένα ποσοστό κέρδους και ήταν πιθανό το επιτόκιο να αυξανόταν όσο αυξανόταν το ποσοστό κέρδους, όπως τον 11ο και 12ο αι. που το επιτόκιο από 6% αυξήθηκε σε 8,33%.[lxxxiii]
Το 6% ήταν ένα υψηλό επιτόκιο που καθόριζε την ευελιξία και την στόχευση της πολιτικής. Μία απόδοση 6% για τους έχοντες,[lxxxiv] περιόριζε την επιχειρηματικότητα. Οι έμποροι ήταν οι προνομιούχοι δανειολήπτες, ενώ δίνονταν δάνεια και στην αγορά γης. Η επιλογή της εξουσίας ήταν πίστωση στους δυνατούς, αποθαρρύνοντας φτωχούς και νέους απ’ το επιχειρείν, αφού τους στερούσε τα πιστωτικά δίκτυα.
Δ. 5. Φόροι:
Απ’ τον 7ο αι. παρατηρούνται αλλαγές στο σύστημα φορολογίας και μέχρι τον 11ο αι. το κράτος με ελέγχους και διάφορα μέτρα, προσπαθεί να πετύχει κοινωνική ισορροπία με αναδιανομή του εισοδήματος. Το 769 ο Κωνσταντίνος Ε’ απαιτώντας τη συλλογή των φόρων σε χρυσά νομίσματα, οδηγεί σε καταστροφή τους αγρότες που δεν διαθέτουν, αναγκάζοντάς τους να πουλήσουν φθηνά τις σοδειές.[lxxxv] Οι φόροι συντηρούν το δημόσιο βίο και το βάρος πέφτει σε όσους έχουν την οικονομική ευχέρεια να το αναλάβουν.[lxxxvi]
Υπάρχει ένας δασμός 10% σε εξαγωγές και εισαγωγές[lxxxvii] και οι άμεσοι αγροτικοί φόροι: ο έγγειος φόρος, το καπνικόν (κεφαλικός φόρος), το παρακαλούθημα (φόρος για κάλυψη εκτάκτων αναγκών) και οι επήριες ή αγγαρείες[lxxxviii] (έκτακτες εισφορές σε χρήμα, υπηρεσίες ή είδος).[lxxxix][xc] Οι φορολογικές υποχρεώσεις κάνουν τους ανθρώπους παραγωγικότερους (εργάζονται περισσότερο), ή τους Έμμεση μορφή φορολογίας είναι η υποχρέωση φιλοξενίας και τροφοδοσίας κρατικών υπαλλήλων και η στρατιωτική υποχρέωση.
ωθούν στα μοναστήρια.[xci]
Κύρια πηγή φόρων είναι ο φόρος της γης και των καλλιεργητών.[xcii] Ο αγρότης πληρώνει στο κράτος, ως ιδιοκτήτης γης μαζί με τον έγγειο φόρο: 4,6% ή 21-25% επί της παραγωγής, ενώ ως μισθωτής γης: 6,5% ή 28-36% επί της παραγωγής.[xciii] Στα μεταλλεία, το κράτος περιορίζεται σε φορολογικό και αγορανομικό έλεγχο του εμπορίου πολύτιμων μετάλλων.[xciv] Απ’ τον 11ο αι. η φορολόγηση του ατομικού πλούτου, αντικαθιστά την φορολογική αλληλεγγύη της κοινότητας, υπερφορολογεί τον αγρότη και υποφορολογεί τον μεγαλοκτηματία.[xcv] Η εκχώρηση δε της είσπραξης των φόρων σε ιδιώτες ή ιδρύματα, είναι αποτελεσματική για το κράτος μα επώδυνη για τους υπηκόους.[xcvi]
Δ. 6. Συντεχνίες:
Το Επαρχικό Βιβλίο, απ’ την εποχή του Λέοντα ς΄ (886-912), βάζει όρια στις δραστηριότητες των επαγγελματιών, ορίζοντας τα μέρη που πρέπει να βρίσκονται για εύκολη επίβλεψή τους. Εμποδίζει τα παράνομα κέρδη και απαγορεύει την εξαγωγή ορισμένων ειδών πολυτελείας. Οι διατάξεις του, όπως συμβαίνει στην υπόλοιπη νομοθεσία, περισσότερο παραβιάζονται παρά τηρούνται. Έτσι οι συντεχνίες αφορούν την άσκηση επαγγέλματος, με προφανή σκοπό την αναχαίτιση του ανταγωνισμού, την εκπροσώπησή τους στις δημόσιες αρχές και την εκπαίδευση σε τεχνικές γνώσεις.[xcvii]
Τον 10ο αι. το κράτος οριοθετεί τις δραστηριότητες, θεσμοθετώντας και ποσοστά κέρδους για ορισμένες συντεχνίες, ενώ σε στιγμές κρίσης παρεμβαίνει για να εξασφαλισθεί ο εφοδιασμός της πρωτεύουσας σε χαμηλές τιμές. Το άνοιγμα των αγορών τον 11ο αι. σημαίνει το τέλος του παρεμβατισμού και των συντεχνιών στην οικονομία και οδηγεί στον αιώνα του εμπορίου και της ελεύθερης επιχειρηματικότητας χωρίς διαστρεβλώσεις.[xcviii]
Δ. 7. Αυτοκρατορικά εργαστήρια:
Σε ορισμένα προϊόντα η κατασκευή, η συντήρηση και η διανομή τους ήταν ελεγχόμενα και ουσιαστικά υπό καθεστώς κρατικού μονοπωλίου για κάλυψη κρατικών και αυτοκρατορικών αναγκών.[xcix] Τα αυτοκρατορικά εργαστήρια επεξεργάζονταν διάφορα υλικά, όπως την πορφύρα για την παραγωγή των αυτοκρατορικών μεταξωτών.[c] Μετά τον 9ο αι. επιβίωναν μόνο στην Κωνσταντινούπολη, στη σκιά των ανακτόρων.[ci]
Δ. 8. Εμφύτευση:
Ήταν ουσιαστικά μορφή εξαρτημένης γεωργίας (έμμεσα και γεωργού). Γινόταν με συμβόλαια εκμίσθωσης της γης που μεταβιβάζονταν κληρονομικά (διηνεκής μίσθωση αγροτικού ακινήτου), με εκμισθωτή το κράτος, την εκκλησία ή ιδιώτες.[cii] Αυτό βοηθούσε την καλλιέργεια ακαλλιέργητης γης στην εποχή της κρίσης 7ος-9ος αι.. Ο εμφυτευτής πλήρωνε τον έγγειο φόρο και τα ενοίκια στον ιδιοκτήτη της γης, ενώ η χρήση δημόσιας γης
επιβαρυνόταν με ενοίκιο αξίας ενός τρίτου των προϊόντων που παρήγε η γη.[ciii]
Δ. 9. Στρατιωτικές δαπάνες - Δημόσιες δαπάνες: Οι στρατιωτικές δαπάνες ενίσχυαν την ασφάλεια, δημιουργώντας ταυτόχρονα συνθήκες ασφάλειας για ανάπτυξη τόσο στην αγροτική οικονομία όσο και στη συνέχεια στην ανταλλακτική και νομισματική.[civ][cv] Οι λεηλασίες αποτελούσαν ένα συχνό φαινόμενο ατομικής εισφοράς στις στρατιωτικές δαπάνες, όταν οι στρατιώτες ενέδιδαν σε αυτό.
Ο Κωνσταντίνος Μονομάχος, για να συγκεντρώσει μετρητά, επέβαλε την εξαγορά της στρατιωτικής θητείας στο θέμα της Ιβηρίας, εξασθενίζοντας σημαντικά την άμυνα του ανατολικού συνόρου, με συνέπεια την ήττα στο Μαντζικέρτ το 1071.[cvi]
Οι δημόσιες δαπάνες αποσκοπούσαν στη διατήρηση της διοίκησης, αποτελώντας κύριο έξοδο του κράτους. Στους υπαλλήλους δίνονταν μισθός, προνόμια και δικαιώματα.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Οι ανέκκλητες αλήθειες δεν προσιδιάζουν στην μη ενιαία μεσοβυζαντινή περίοδο της οικονομίας,παραμένοντας υπόθεση της φιλοσοφίας. Μέχρι το 1025 το κράτος προσπαθεί και σε πολλές περιπτώσεις καταφέρνει, να ρυθμίσει τις διανεμητικές ανισότητες που δημιουργούνται, στηριζόμενο στην οικονομική ανάπτυξη και τα αυξημένα έσοδα.
Στον 11ο και 12ο αι. το κράτος κατά προτεραιότητα εξυπηρετεί τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης και δίνει δικαίωμα στην ελεύθερη αγορά λόγω της σταδιακής διάλυσης της κεντρικής εξουσίας. Τότε αναδύεται μια ιδεολογική τάση που προσδίδει θετική αξία στο κέρδος και αποδέχεται τη λειτουργία της αγοράς προσεγγίζοντάς την θεωρητικά. Στο τέλος της μεσοβυζαντινής περιόδου, υπάρχει μια μεικτή οικονομία που υπερέχει στο ελεύθερο εμπόριο, με μικρότερη κρατική παρέμβαση σε προϊόντα, τιμές, εργαστήρια, συντεχνίες. Νέες κάστες, Ιταλοί έμποροι, οδηγούν σε θεσμικές καινοτομίες όπως η ανάπτυξη του δικαίου της θάλασσας και η προστασία στις περιουσίες των ξένων εμπόρων που πεθαίνουν σε βυζαντινό έδαφος. Οι Ιταλοί, αχίλλειος πτέρνα της ανάπτυξης, με άλλους αριστοκράτες, αφήνοντας ένα μέρος του κεφαλαίου τους εκτός οικονομίας και τα κατώτερα στρώματα με αυξημένες πιστώσεις, προϊδεάζουν για άσχημο πιστωτικό τέλος.
Κάποιοι θεωρούν την υπερσυγκέντρωση επαρχιακών ιδιοκτησιών σε λίγους, παράγοντα αποσταθεροποίησης από πολιτικής άποψης. Άλλοι, γητευτές της οικονομίας, βλέπουν αυτή την κίνηση καταλληλότερη για την οικονομία της αγοράς.
Η οικονομία της ελεύθερης αγοράς και του ενστίκτου δεν αυτορυθμίζεται και τα οφέλη είναι πρόσκαιρα στο χωροχρόνο, χωρίς όρια. Αν και το «επιχειρείν» όσο το προσδιορίζεις τόσο το περιορίζεις, η δίκαια κοινωνικά διάχυση του πλούτου δίνει αξιοπιστία στην διαχρονική ανάπτυξη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
· Βρυώνης Σ. Η παρακμή του μεσαιωνικού ελληνισμού στη μικρά Ασία και η διαδικασία
εξισλαμισμού 11ος – 15ος αιώνας, μτφρ. Κάτια Γαλαταριώτου, Μορφωτικό
Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 2000.
· Γιαννόπουλος Ι., «Το Βυζαντινό Κράτος», στο Ι. Γιαννόπουλος κ.α.,
Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τόμος Β’, ΕΑΠ, Πάτρα 2000.
· Λάιου Αγγελική, "Επισκόπηση της βυζαντινής οικονομίας" στο Οικονομική Ιστορία του
Βυζαντίου απ’ τον 7ο έως τον 15ο αι., τόμος Γ’ της Αγγελικής Ε. Λάιου
κ.α., εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2006.
· Λάιου Αγγελική, "Οικονομική σκέψη και ιδεολογία" στο Οικονομική Ιστορία του
Βυζαντίου απ’ τον 7ο έως τον 15ο αι., τόμος Γ’ της Αγγελικής Ε.
Λάιου κ.α., εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2006.
· Λάιου Αγγελική, "Οι ανταλλαγές και το εμπόριο απ’ τον 7ο έως τον 12ο αιώνα" στο
Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου απ’ τον 7ο έως τον 15ο αι., τόμος
Γ’ της Αγγελικής Ε. Λάιου κ.α., εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2006.
· Λάιου Αγγελική, "Γύρω από τη συγγραφή της οικονομικής ιστορίας του Βυζαντίου" στο
Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου απ’ τον 7ο έως τον 15ο αι., τόμος Α’ της
Αγγελικής Ε. Λάιου κ.α., εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2006.
· Λάιου Αγγελική, "Το έμψυχο δυναμικό" στο Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου απ’ τον 7ο έως
τον 15ο αι., τόμος Α’ της Αγγελικής Ε. Λάιου κ.α., εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα
2006.
· Μπιργάλιας Ν., "Ο αρχαίος δημόσιος βίος, πολιτική ζωή και τάξεις: δικαστική,
στρατιωτική και θρησκευτική ζωή" στο Δημόσιος και ιδιωτικός
βίος στην Αρχαία Ελλάδα, τόμος Α, των Α. Μήλιος, Ν. Μπιργάλιας, Ελ. Παπαευθυμίου, Α. Πετροπούλου, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2000.
· Οικονομίδης Νίκος, "Ο ρόλος του Βυζαντινού κράτους στην οικονομία" στο
Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου απ’ τον 7ο έως τον 15ο αι., τόμος
Γ’ της Αγγελικής Ε. Λάιου κ.α., εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2006.
· Πέννα Β., Νικολούδης Ν., "Βυζαντινοί Θεσμοί" στο Ελληνική Ιστορία–Βυζάντιο και
Ελληνισμός, τόμος Β, των Β. Πέννα, Ν. Νικολούδης, Χ. Γάσπαρης,
εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 1999.
· Πέννα Β., "Ο δημόσιος, οικονομικός και κοινωνικός βίος των Βυζαντινών" στο
Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στον Βυζαντινό και Μεταβυζαντινό
Κόσμο, τόμος Β, των Β. Πέννα κ.α., εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2001.
· Beck H. G., Η βυζαντινή χιλιετία, μτφρ. Κούρτοβικ Δ., Μορφωτικό Ίδρυμα
Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 2005.
· Bryer Anthony, "Τα μέσα της αγροτικής παραγωγής: μυϊκή δύναμη και εργαλεία" στο
Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου απ’ τον 7ο έως τον 15ο αι., τόμος
Α’ της Αγγελικής Ε. Λάιου κ.α., εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2006.
· Cecile Morrisson, "Το Βυζαντινό νόμισμα: Παραγωγή και κυκλοφορία" στο
Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου απ’ τον 7ο έως τον 15ο αι., τόμος
Γ’ της Αγγελικής Ε. Λάιου κ.α., εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2006.
· Dagron Gilbert, "Η αστική οικονομία από τον 7ο έως τον 12ο αιώνα" στο Οικονομική
Ιστορία του Βυζαντίου απ’ τον 7ο έως τον 15ο αι., τόμος Α’ της
Αγγελικής Ε. Λάιου κ.α., εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2006.
· Foss Clive, "Η ζωή στην πόλη και στην ύπαιθρο" στο Ιστορία του Βυζαντίου
του Mango Cyril κ.α., εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2006.
· Λόουντεν Τζων, Πρώιμη Χριστιανική και Βυζαντινή Τέχνη, Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα
2003.
· Lefort Jacques, "Η αγροτική οικονομία 7ος – 12ος αι." στο Οικονομική Ιστορία του
Βυζαντίου απ’ τον 7ο έως τον 15ο αι., τόμος Α’ της Αγγελικής Ε.
Λάιου κ.α., εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2006.
· Magdalino Paul, "Η Μεσαιωνική αυτοκρατορία (780-1204)" στο Ιστορία του
Βυζαντίου του Mango Cyril κ.α., εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2006.
· Mango Cyril, Bυζάντιο, η αυτοκρατορία της νέας Ρώμης, μτφρ. Τσουγκαράκης Δ.,
Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 2007.
· Mango Mundell Marlia, "Εμπόριο" στο Ιστορία του Βυζαντίου του Mango Cyril κ.α.,
εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2006.
· Matschke Klaus-Peter, "Μεταλλεία" στο Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου απ’ τον 7οέως τον
15ο αι., τόμος Α’ της Αγγελικής Ε. Λάιου κ.α., εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2006.
· Muthesius Anna, "Η παραγωγή μεταξωτών υφασμάτων: μέθοδοι-αργαλειοί-τεχνικές όψεις"
στο Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου απ’ τον 7ο έως τον 15οαι., τόμος Α’
της Αγγελικής Ε. Λάιου κ.α., εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2006.
· Runciman S. , Βυζαντινός Πολιτισμός, μτφρ. Δετζωρτζή Δ., Ερμείας 1969.
· Toubert Pierre, "Βυζάντιο και μεσογειακός γεωργικός πολιτισμός" στο Οικονομική
Ιστορία του Βυζαντίου απ’ τον 7ο έως τον 15ο αι., τόμος Α’ της
Αγγελικής Ε. Λάιου κ.α., εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2006.
· Matschke Klaus-Peter, "Μεταλλεία" στο Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου απ’ τον 7οέως τον
15ο αι., τόμος Α’ της Αγγελικής Ε. Λάιου κ.α., εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2006.


[i] Εστιαζόμενο διαχρονικά προς την ανατολή, σαν πολυπληθής (6-8 εκ. ) και οικονομικά πιο σημαντική περιοχή, αρχίζει να διαγράφει τμήματα της Βορείου Αφρικής, της Αιγύπτου (ο σιτοβολώνας της) και της Ανατολικής Μεσογείου (Συρία, Παλαιστίνη, Μεσοποταμία κλπ), με μοιραία κατάληξη την κατάκτηση της Ιταλίας από γερμανικές φυλές και των Βαλκανίων από τους Σλάβους. Περιορίστηκε δε στα νότια όρια της Βαλκανικής χερσονήσου στη Μικρά Ασία τα νησιά και τη νότια Ιταλία ενώ σταδιακά έχασε τον έλεγχο περιοχών στη Μικρά Ασία.
[ii] Βρυώνης Σ. ό.π., σελ. 14
[iii] Cyril Mango, ό.π., σελ. 41-92 Οι αυτοκράτορες απάλλαξαν σταδιακά τη Μικρά Ασία απ’ τον Αραβικό κίνδυνο. Ο σημαντικότερος κίνδυνος προερχόταν από Άραβες πειρατές, οι οποίοι με βάση την Κρήτη λυμαίνονταν τα νησιά και τα παράλια του Αιγαίου. (Πέννα Β., Νικολούδης Ν., ό.π., σελ.105)
[iv] Η Ζωή, μετά απ’ την αποτυχημένη προσπάθεια του αυτοκράτορα Μιχαήλ να την ξεφορτωθεί, παντρεύτηκε το νέο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ΄.
[v] Η πτώση της Μ. Ασίας οδήγησε σταδιακά στην πτώση της Κωνσταντινούπολης και την καταστροφή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. (Βρυώνης Σ., ό.π., σελ. 360)
[vi] Beck H. G. ό.π., σελ. 402, Cyril Mango, ό.π., σελ.74
[vii] Kατείχαν για μεγάλο διάστημα τμήματα της ηπειρωτικής Ελλάδας.
[viii] Lefort Jacques, τόμος Α΄, ό.π., σελ. 472
[ix] Beck H. G., ό.π., σελ.342 Το αξίωμα του συγκλητικού, όχι μόνο μεταβιβάζεται κληρονομικά, αλλά υπάρχει συμμετοχή ολόκληρων οικογενειών στη σύγκλητο.
[x] Λάιου Αγγελική, τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 361
[xi] Cyril Mango, ό.π., σελ.65
[xii] Πέννα Β., ό.π., σελ. 122 Οι δυνατοί ήταν άνθρωποι που κατείχαν περιουσία, τίτλους, μέλη της συγκλήτου, διοικητές επίσκοποι, ηγούμενοι και άλλοι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι. (Cyril Mango, ό.π., σελ.67)
[xiii] Το αξίωμα αυτό επέφερε απαλλαγή από τα δημόσια βάρη (Foss Clive, ό.π., σελ. 104)
[xiv] Πέννα Β., Νικολούδης Ν., ό.π., σελ.74
[xv] Magdalino Paul, ό.π., σελ. 269, Πέννα Β., ό.π., σελ. 126
[xvi] Beck H. G., ό.π., σελ.332
[xvii] Cyril Mango, ό.π., σελ. 44-63
[xviii] Δεν υπήρχαν θέατρα, αίθουσες συνεδριάσεων, δημόσιες βασιλικές, ή στοές. (Cyril Mango, ό.π., σελ.102)
[xix] Ο λόγος που δεν αναφέρεται αυτή η έκκληση, στις σύγχρονες πηγές, είναι ότι και οι δύο πλευρές επιθυμούσαν να την ξεχάσουν. (Magdalino Paul, ό.π., σελ. 257)
[xx] Πέννα Β., ό.π., σελ. 157
[xxi] Επικεντρωμένη σε αγροτικά προϊόντα όπως: σιτηρά, οίνος, καρποί οπωροφόρων δέντρων, ελιές κ.α.
[xxii] Λινάρι, κάναβη, βαμβάκι κ.α.
[xxiii] Λάιου Αγγελική, τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 338 Η διατροφή περιλάμβανε: σιτηρά, όσπρια, ελαιόλαδο, κρασί, γαλακτοκομικά, ψάρια, κρέας, φρέσκα λαχανικά και φρούτα. (Λάιου Αγγελική, τόμος Α΄, ό.π., σελ. 120)
[xxiv] Τα θέματα επίσης οδήγησαν στη δημιουργία μια τάξης ναυτικών, που ευθύνονταν για την επάνδρωση και την κατασκευή των πλοίων. (Βρυώνης Σ. ό.π., σελ. 421)
[xxv] Βρυώνης Σ. ό.π., σελ. 15
[xxvi] Ο πληθυσμός διπλασιάσθηκε στην μεσοβυζαντινή περίοδο. (Magdalino Paul, ό.π., σελ. 265) Το 1025 επί εποχής Βασιλείου Β’ ήταν περίπου 19 εκατομμύρια. (Λάιου Αγγελική, τόμος Α΄, ό.π., σελ. 118)
[xxvii] Lefort Jacques, τόμος Α΄, ό.π., σελ. 380-432
[xxviii] Κλάσμα: είναι η γη που μένει εγκαταλειμμένη, δεν πληρώνει φόρο επί τριάντα χρόνια και περιέρχεται στο κράτος. (Οικονομίδης Νίκος, τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 182)
[xxix] Λάιου Αγγελική, τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 368
[xxx] Toubert Pierre, τόμος Α΄, ό., σελ. 594
[xxxi] Lefort Jacques, τόμος Α΄, ό., σελ. 385
[xxxii] Λάιου Αγγελική, τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 370
[xxxiii] Magdalino Paul, ό.π., σελ. 265
[xxxiv] Οι έμποροι (Έλληνες, Αρμένιοι, Σύριοι, Εβραίοι, Σλάβοι, Άραβες, Ρώσοι, Χερσώνιοι, Κιρκάσιοι, Ιταλοί κ.α.) βασικό χαρακτηριστικό ύπαρξης της πόλης απουσίαζαν τον 8ο & 9οαι. (Βρυώνης Σ., ό.π., σελ. 26)
[xxxv] Οι δούλοι ζούσαν στις πόλεις και εργάζονταν σε οικιακές εργασίες και λιγότερο στα κτήματα αποτελώντας ένα ακόμη καταλυτικό παράγοντα ανάπτυξης της οικονομίας. (Cyril Mango, ό.π., σελ.57)
[xxxvi] Με τον όρο πόλεις, εννοούμε αυτόνομους κοινοτικούς θεσμούς. Οι πόλεις διατηρούσαν τις οδούς, τις αγορές, τα δημόσια κτήρια και τα δημόσια λουτρά. Ήταν αγορές για την αγροτική παραγωγή και τις πρώτες ύλες, λειτουργώντας παράλληλα ως διαμετακομιστικά ή διαπεριφερειακά εμπορικά κέντρα των εμπόρων.
[xxxvii] Foss Clive, ό., σελ. 123
[xxxviii] Πέννα Β., ό.π., σελ. 162-163
[xxxix] Λάιου Αγγελική, τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 339
[xl] Λάιου Αγγελική, τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 342
[xli] Mango Mundell Marlia, ό., σελ. 226
[xlii] Υπάρχει αξιόλογη παραγωγή και διάθεση, ιδιαίτερα τον 11ο και 12ο αι. σε πόλεις όπως η Θήβα, η Κόρινθος και η Άνδρος παράλληλα με την Κωνσταντινούπολη. (Λάιου Αγγελική, τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 371)
[xliii] Muthesius Anna, τόμος Α΄, ό.π., σελ. 266
[xliv] Mango Mundell Marlia, ό., σελ. 227
[xlv] Λάιου Αγγελική, τόμος Α΄, ό.π., σελ. 52
[xlvi] Από τον 8ο μέχρι τον 11ο αι. το Βυζάντιο είχε δύο οικονομίες της Μ. Ασίας και των παράκτιων περιοχών. (Magdalino Paul, ό.π., σελ. 266)
[xlvii] Λόουντεν Τζων, ό.π., σελ.194
[xlviii] Beck H. G., ό.π., σελ.408
[xlix] Πέννα Β., ό.π., σελ. 144-119
[l] Οι κάτοικοι επιβίωναν μα σε περιόδους κρίσης τα αποθέματα δεν επαρκούσαν. (Λάιου Αγγελική, τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 367)
[li] Εμποδίζεται η συντριβή των αδυνάτων και των πολιτών. (Οικονομίδης Νίκος, τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 141)
[lii] Λάιου Αγγελική, τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 363
[liii] Αυτοί εισέπρατταν τελωνειακό δασμό στα εισαγόμενα αγαθά. (Mango Mundell Marlia, ό., σελ. 228)
[liv] Οικονομίδης Νίκος, τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 200
[lv] Αυτό μαρτυρούν οι νεαρές των Μακεδόνων αυτοκρατόρων. Κάτι ανάλογο συμβαίνει στην Κωνσταντινούπολη απ’ το τέλος του 11ου αι. με μετατόπιση του πλούτου στα αστικά κέντρα και δημιουργία νέων αριστοκρατών της γης.
[lvi] Lefort Jacques, τόμος Α΄, ό.π., σελ. 454-455 «Οι πληροφορίες για το μετασχηματισμό των χωριών σε μεγάλες ιδιοκτησίες προέρχονται από νομικά κείμενα και φοροτεχνικά έγγραφα που αντανακλούν τις ανησυχίες της διοίκησης». (Lefort Jacques, τόμος Α΄, ό.π., σελ. 457)
[lvii] Λάιου Αγγελική, τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 359
[lviii] Οικονομίδης Νίκος, τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 149
[lix] Επί Μιχαήλ Δ’(1034-1041) το νόμισμα έχει 18 καράτια, πέφτει στα 16 καράτια επί Ρωμανού Διογένη (1068-1071), στα 10 επί Μιχαήλ Δούκα (1071-1078) και στα 8 επί Νικηφόρου Βοτανειάτη (1078-1081). Αυτό αντανακλά την προφανή έλλειψη χρυσού. (Οικονομίδης Νίκος, τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 202-201)
[lx] Magdalino Paul, ό.π., σελ. 251 Διαμάχη ανάμεσα στους εκπροσώπους της πολιτικής γραφειοκρατίας και στους στρατιωτικούς μεγαλογαιοκτήμονες στις επαρχίες.
[lxi] Οικονομίδης Νίκος, τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 209
[lxii] Βρυώνης Σ., ό.π., σελ. 62
[lxiii] Λάιου Αγγελική, τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 385 Γίνεται μείωση της παρέμβασης του κράτους στην οικονομία.
[lxiv] Λάιου Αγγελική, τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 364-369
[lxv] Λάιου Αγγελική, τόμος Α΄, ό.π., σελ. 123 Ο εργάτης ή ο οικοδόμος ακόμη και με πλήρη απασχόληση, μόλις και κατόρθωνε να μη λιμοκτονεί. (Cyril Mango, ό.π., σελ.55)
[lxvi] Lefort Jacques, τόμος Α΄, ό.π., σελ. 388
[lxvii] Cyril Mango, ό.π., σελ.75
[lxviii] Lefort Jacques, τόμος Α΄, ό., σελ. 379
[lxix] Είναι κάτι για το οποίο προσπάθησε πολύ η εκκλησία, με τις άυλες πνευματικές μορφές.
[lxx] Ακόμη και τότε στην εποχή της αριστοκρατίας, δεν αναφέρεται κανένα άτομο αριστοκρατικής καταγωγής ως έμπορος ή τραπεζίτης, με τον λιανοπωλητή να φέρει τον επιτιμητικό τίτλο του κάπηλου. (Λάιου Αγγελική, τόμος Β΄, ό.π., σελ. 546-551)
[lxxi] Lefort Jacques, τόμος Α΄, ό.π., σελ. 466
[lxxii] Είναι αμφίβολο αν το Βυζάντιο θα είχε επιβιώσει ως συγκεντρωτικό κράτος χωρίς εγχρήματη οικονομία και πόλεις. (Βρυώνης Σ., ό.π., σελ. 18)
[lxxiii] Λάιου Αγγελική, τόμος Α΄, ό.π., σελ. 46 Ο σόλιδος δημιουργήθηκε το 312 απ’ τον Κωνσταντίνο Α’.
[lxxiv] Πέννα Β., ό.π., σελ. 166
[lxxv] Cecile Morrisson, τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 54-55
[lxxvi] 1 νόμισμα = 12 μιλιαρήσια στον 10ο αι. που σταδιακά έγιναν 14 στα τέλη του 10ου αι. (Cecile Morrisson,
τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 68)
[lxxvii] Λάιου Αγγελική, τόμος Β΄, ό.π., σελ. 554
[lxxviii] Τότε, 7ο- 8ου αι., η κυκλοφορία γινόταν με βραδείς ρυθμούς και η παρουσία χάλκινων νομισμάτων στις επαρχίες ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. (Λάιου Αγγελική, τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 362)
[lxxix] Cecile Morrisson, τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 44-84
[lxxx] Αυτό δε σημαίνει τον ίδιο βαθμό στο σύνολο της οικονομίας. Είναι προφανής μια διαβάθμιση από το 0-100% τόσο γεωγραφική όσο και σε διάφορους τομείς (φόροι) ή και στις πόλεις (Κωνσταντινούπολη). (Cecile Morrisson, τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 96-98)
[lxxxi] Οικονομίδης Νίκος, τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 152
[lxxxii] Λάιου Αγγελική, τόμος Α΄, ό.π., σελ. 46
[lxxxiii] Λάιου Αγγελική, τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 373
[lxxxiv] Αυτοκρατορική αυλή, δυνατοί, τραπεζίτες, αριστοκρατία.
[lxxxv] Οικονομίδης Νίκος, τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 151
[lxxxvi] Foss Clive, ό., σελ. 103
[lxxxvii] Runciman S. ό.π., σελ. 183-191
[lxxxviii] Αγγαρεία λεγόταν η παροχή δωρεάν εργασίας στο κράτος δηλαδή μη αμειβόμενης.
[lxxxix] Πέννα Β., ό.π., σελ. 155
[xc] Οικονομίδης Νίκος, τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 173-153 Υπήρχε υποχρέωση προσφοράς κανισκίου στους φοροεισπράκτορες που περιείχε τρόφιμα γι’ αυτόν τη συνοδεία και τα ζώα του. Για ένα μικροκτηματία το κανίσκι είχε: ένα ψωμί, ένα κοτόπουλο, 4lt κρασί, 12Kgr σιτάρι, ενώ στους μεγαλοκτηματίες τα τριπλά.
[xci] Bryer Anthony, τόμος Α΄, ό.π., σελ. 180-186 Αν δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις φορολογικές υποχρεώσεις επέλεγαν το δρόμο της φοροαπαλλαγής: το μοναστήρι. Αποκορύφωμα ήταν το αγιορείτικο σκάνδαλο του 12ου αι., όταν οι Βλάχοι έφεραν και τις γυναίκες τους με τα κοπάδια τους στο Άγιον Όρος.
[xcii] Οικονομίδης Νίκος, τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 169 Ο βασικός φόρος της γης ήταν ο έγγειος φόρος 2,6% και βασίζονταν στο κτηματολόγιο ως τον 11ο αι..
[xciii] Lefort Jacques, τόμος Α΄, ό.π., σελ. 476
[xciv] Matschke Klaus-Peter, τόμος Α΄, ό.π., σελ. 208
[xcv] Λάιου Αγγελική, τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 370
[xcvi] Λάιου Αγγελική, τόμος Α΄, ό.π., σελ. 47
[xcvii] Dagron Gilbert, τόμος Β΄, ό.π., σελ. 60 Υπήρχαν διάφορες συντεχνίες όπως: οι βεστιοπράται και οι μεταξοπράται στο εμπόριο μεταξιού, οι μυρεψοί στο εμπόριο αρωμάτων και καλλυντικών, οι κηρουλάριοι στην κατασκευή και εμπορία κεριών, οι σαλδαμάριοι (παντωπώλες), οι μακελλάριοι (κρεοπώλες μοσχαρίσιου κρέατος), οι χοιρέμποροι, οι ιχθυοπράται (ψαροπώλες) και οι αρτοποιοί. Υπήρχαν για παράδειγμα πέντε συντεχνίες εμπόρων μεταξιού και ρυθμίσεις για τον τρόπο λειτουργίας τους (Mango Mundell Marlia, ό.π., σελ. 230), ή η συντεχνία πλοιοκτητών που ήταν κρατική και κληρονομική και μετέφερε προϊόντα όπως το αιγυπτιακό σιτάρι, λινάρι, μαλλί κλπ.
[xcviii] Dagron Gilbert, τόμος Β΄, ό.π., σελ. 76
[xcix] Πέννα Β., ό.π., σελ. 158
[c] Λάιου Αγγελική, τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 366 Αντικείμενο των αυτοκρατορικών εργαστηρίων ήταν οι στρατιωτικές προμήθειες, ένα μέρος του εξοπλισμού του στρατού, ορισμένες κατηγορίες υφασμάτων, ενδυμάτων, κεντημάτων, αντικείμενα χρυσοχοΐας, ορισμένα βιβλία, προϊόντα εξόρυξης και το νόμισμα.
[ci] Dagron Gilbert, τόμος Β΄, ό.π., σελ. 94
[cii] Λάιου Αγγελική, τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 362
[ciii] Οικονομίδης Νίκος, τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 163
[civ] Cecile Morrisson, τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 120
[cv] Foss Clive, ό., σελ. 126
[cvi] Οικονομίδης Νίκος, τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 206