Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

ΕΛΠ 30 εργ.2η Θάνος Βλέκας του Παύλου Καλλιγά, Ο Ζητιάνος του Ανδρέα Καρκαβίτσα,


ΑΡΓΥΡΗΣ ΗΛΙΑΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
Πρόγραμμα Σπουδών:                        ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Θεματική Ενότητα:                 ΕΛΠ 30/ ΓPAMMATA II
NEOEΛΛHNIKH ΦIΛOΛOΓIA (19ος και 20ός αιώνας)
Ακαδημαϊκό Έτος:                  2009-2010
Συντονιστής:                            Αναπλ. Καθηγητής Ευριπίδης Γαραντούδης

Θέμα δεύτερης γραπτής εργασίας

Μελετήστε τα αποσπάσματα από τα μυθιστορήματα Θάνος Βλέκας του Παύλου Καλλιγά και Ο Ζητιάνος του Ανδρέα Καρκαβίτσα. Συμβουλευτείτε παράλληλα τα κεφάλαια 4 και 6 του Εγχειριδίου Μελέτης, τις οικείες σελίδες από τις ιστορίες των Λ. Πολίτη και R. Beaton καθώς και τις μελέτες των Τ. Καγιαλή («Πατριδογνωσία, ξενοτροπία και ιστορία: Καλλιγάς και Ραγκαβής»), Δ. Τζιόβα («Από τη Μυθιστορία στο Μυθιστόρημα: Για μια θεωρία της ελληνικής αφήγησης»), Μ. Vitti («Ο ρεαλισμός στην ηθογραφία»), Ελ. Πολίτου-Μαρμαρινού («Ηθογραφία») και Έρης Σταυροπούλου («Ανδρέας Καρκαβίτσας») από το Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων.  Στη συνέχεια, προσπαθήστε:

α) να διερευνήσετε τη σχέση των δύο παραπάνω έργων με τα ρεύματα και τις τάσεις της πεζογραφίας της εποχής τους.
β) να εντοπίσετε τα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα που προβάλλονται στα δύο αποσπάσματα και να σχολιάσετε, με συγκεκριμένα παραδείγματα από τα κείμενα, την οπτική του αφηγητή απέναντι σ’ αυτά τα ζητήματα.

Έκταση εργασίας: επτά σελίδες (περίπου 1800 λέξεις).
Ημερομηνία παράδοσης:  Δευτέρα, 18.1.2010.


Καλή επιτυχία!

ΟΔΗΓΙΕΣ
1. Τηρήστε πιστά τις οδηγίες που περιέχονται στις «Γενικές Οδηγίες για την Εκπόνηση Πανεπιστημιακών Εργασιών» (θα τις βρείτε στον σύνδεσμο http://class.eap.gr/elp30, πεδία «Εκπαίδευση» και «Χρήσιμο υλικό», ενότητα ΣΤ).
2. Αποφύγετε την παράφραση (= αναλυτική παράθεση του «νοήματος») των κειμένων και επικεντρωθείτε στα ζητούμενα της εργασίας.
3. Αποφύγετε την παρουσίαση της ζωής και του έργου κάθε ποιητή και επικεντρωθείτε στα συγκεκριμένα κείμενα.
4. Ο σχολιασμός σας θα πρέπει να τεκμηριώνεται με αναφορές σε συγκεκριμένα αποσπάσματα ή στοιχεία των κειμένων.



ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ                                                                                                                ΣΕΛ. 2
ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ                                                                                                         ΣΕΛ. 2

Α.              Διερεύνηση της σχέσης των δύο παραπάνω έργων με τα ρεύματα και τις τάσεις της πεζογραφίας της εποχής τους:   
1.            Eντοπισμός και σχολιασμός των βασικών θεματικών, γλωσσικών και
tεχνοτροπικών χαρακτηριστικών στα αποσπάσματα από το μυθιστόρημα
Θάνος Βλέκας του Παύλου Καλλιγά:                                                                        
α.Eντοπισμός και σχολιασμός των βασικών θεματικών χαρακτηριστικών:               ΣΕΛ. 2
β. Eντοπισμός και σχολιασμός των βασικών γλωσσικών χαρακτηριστικών: ΣΕΛ. 3
γ. Eντοπισμός και σχολιασμός των βασικών τεχνοτροπικών χαρακτηριστικών:        ΣΕΛ. 3
2.            Eντοπισμός και σχολιασμός των βασικών θεματικών, γλωσσικών και
τεχνοτροπικών χαρακτηριστικών στα αποσπάσματα από το μυθιστόρημα
Ο Ζητιάνος του Ανδρέα Καρκαβίτσας:                                                                      
α. Eντοπισμός και σχολιασμός των βασικών θεματικών χαρακτηριστικών:              ΣΕΛ. 4
β. Eντοπισμός και σχολιασμός των βασικών γλωσσικών χαρακτηριστικών: ΣΕΛ. 5
γ. Eντοπισμός και σχολιασμός των βασικών τεχνοτροπικών χαρακτηριστικών:        ΣΕΛ. 6

Β.              Εντοπισμός των κοινωνικοπολιτικών ζητημάτων που προβάλλονται στα δύο
αποσπάσματα και σχολιασμός με συγκεκριμένα παραδείγματα από τα
κείμενα, της οπτικής του αφηγητή απέναντι σ’ αυτά τα ζητήματα.
1.      Εντοπισμός των κοινωνικοπολιτικών ζητημάτων που προβάλλονται στα δύο
αποσπάσματα και σχολιασμός με συγκεκριμένα παραδείγματα από τα
κείμενα, της οπτικής του αφηγητή απέναντι σ’ αυτά τα ζητήματα:                             ΣΕΛ. 7

ΕΠΙΛΟΓΟΣ                                                                                                                ΣΕΛ. 9

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ                                                                                                       ΣΕΛ. 10




ΕΙΣΑΓΩΓΗ                                                                                                     
Η εργασία είναι μια μελέτη στα αποσπάσματα από τα μυθιστορήματα Θάνος Βλέκας του Παύλου Καλλιγά και Ο Ζητιάνος του Ανδρέα Καρκαβίτσα, σε δύο ενότητες. Στην Α’ ενότητα θα διερευνηθεί η σχέση των δύο παραπάνω έργων με τα ρεύματα και τις τάσεις της πεζογραφίας της εποχής τους. Στην Β’ ενότητα θα παρουσιαστούν τα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα που προβάλλονται στα δύο αποσπάσματα και θα σχολιασθεί, με συγκεκριμένα παραδείγματα από τα κείμενα, η οπτική του αφηγητή απέναντι σ’ αυτά.
Διακρίνουμε δύο διαφορετικά επίπεδα λογοτεχνικής παραγωγής. Ο Θάνος Βλέκας ως λόγιο τοποθετείται στην ανώτερη βαθμίδα και Ο Ζητιάνος ως λαϊκό,[i] τοποθετείται στην κατώτερη βαθμίδα και είναι η τροφή των ασθενέστερων κοινωνικά στρωμάτων.
ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ                                                                                          
A. 1. α.      Eντοπισμός και σχολιασμός των βασικών θεματικών χαρακτηριστικών στο μυθιστόρημα Θάνος Βλέκας σε σχέση με τα ρεύματα και τις τάσεις της πεζογραφίας της εποχής του:
Ο Θάνος Βλέκας δεν αναφέρεται στην άμεση κοινωνική πραγματικότητα, απεικονίζει μια σύγχρονη μονοσήμαντη αντιστοιχία του κοινωνικού παζλ της εποχής του 1838. Η μη επίλυση του αγροτικού ζητήματος, δίνεται με ρεαλισμό και ειρωνεία που φτάνει ως το σαρκασμό, και τη ζοφερή εικόνα ενός κόσμου ληστοκρατίας και  αδικίας. Τα βασικά θεματικά χαρακτηριστικά είναι πρώτα η πολιτική και μετά η κοινωνία που διαπλέκονται σε υποδεέστερο επίπεδο με τον έρωτα.
Στο πολιτικό πεδίο υπάρχει ένας παραβολικός και αλληγορικός χαρακτήρας που  απαξιώνει το πολιτικό κατεστημένο, ως συνέπεια ενός μεμπτού τρόπου διαχείρισης των εθνικών γαιών. Ο Θάνος Βλέκας προβάλλει το αγροτικό ζήτημα και τη μη διανομή γης στους επίμορτους γεωργούς, με πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράς και οργάνωσης προς παραδειγματισμό (Αυφαντής), και προς αποφυγή (επίμορτη γεωργία). Η πολιτική δυνητικά αλληλεπιδρά και μιμείται το παραβολικό στοιχείο ως συστατικό της οικοδόμησης του έθνους. Ο Καγιαλής το αναγνωρίζει ως πολιτικό δράμα, όπου η αλληγορική αφήγηση προειδοποιεί για τον κίνδυνο που καραδοκεί για την τάξη των αστών η εγκατάλειψη των αγροτών (ΘΒ, 241),[ii] ευελπιστώντας στην πολιτική δράση.
Στο κοινωνικό πεδίο ο Θάνος Βλέκας με απεικόνιση ηθών και χαρακτήρων διαφόρων κοινωνικών τάξεων, εκφράζει τον μη αποτελεσματικό ρόλο του ατόμου χωρίς συμμαχίες στο κοινωνικό σύνολο, ταυτόχρονα με την κακή κατάληξη της αυτονόμησης ενός χωριού απ’ τις όποιες μορφές εξουσίας (ΘΒ, 241).[iii] Η λογική υπολείπεται της πραγματικότητας που υφίσταται ως κοινωνική αδικία ((ΘΒ, 241), (ΘΒ, 246)[iv]), και ο Θάνος ένας διανοούμενος γεωργός με ήθος, έρμαιο των πολιτικοκοινωνικών συνθηκών και του
περιβάλλοντος, έχει οδυνηρό τέλος σ’ ένα χωροχρόνο χωρίς αξίες.
Ο Καλλιγάς αφηγείται μια σύγχρονη πολιτικοκοινωνική ιστορία, παράλληλα με μια ερωτική. Η ερωτική σχέση αποτελεί το συνεκτικό ιστό των περιπετειών του Θάνου, με τον έρωτα να αδρανεί μπροστά τους, κρατώντας τον μακριά απ’ την Ευφροσύνη (ΘΒ, 243).[v]
A. 1. β.      Eντοπισμός και σχολιασμός των βασικών γλωσσικών χαρακτηριστικών στο μυθιστόρημα Θάνος Βλέκας σε σχέση με τα ρεύματα και τις τάσεις της πεζογραφίας της εποχής του:
Κυρίαρχη γλώσσα της εποχής είναι η καθαρεύουσα με ποικίλες μορφές από λογιότερες ως πιο απλές. Η χρήση αυτής της γλώσσας υπάρχει τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με πλούσια σχήματα, έντονο προσωπικό ύφος, στόμφο και ρητορισμό. Η αρχαΐζουσα είναι γλώσσα της άρχουσας τάξης με ιδιότητές και έντεχνο δομικό ρόλο νομενκλατούρας, που γεννά και επιβάλλει ετικέτες και ονόματα απαξιώνοντας την λαϊκή τάξη και κουλτούρα.[vi]
Η γλώσσα του Θάνου Βλέκα είναι η αρχαΐζουσα καθαρεύουσα που γίνεται αρχαϊκή (ΘΒ, 248)[vii] με σπάνιες λέξεις («…ουτιδανός…» (ΘΒ, 241)),[viii] και στους διαλόγους παραμένει ψυχρή με κάποιες παραχωρήσεις. Η αρχαΐζουσα είναι υιοθετημένη απ’ τον ελληνικό ρομαντισμό και διαμορφώνει μια πολιτική βούληση καλλιτεχνικής απολύμανσης.[ix] Αποφεύγει την  αποστείρωση χάρη στο περίτεχνο ύφος, που εξουδετερώνει τη γλωσσική ακαμψία και μετριάζει την πολιτική δυσωδία με την ευγενική ειρωνεία.[x] Το έντονα αγροτικό λεξιλόγιο βοηθά στην αμεσότητα και στην καλύτερη διείσδυση, αλλά δεν επιτυγχάνει τον ποθητό στόχο της μαζικής πρόσληψης που ποθεί το πολιτικό θέμα.
A. 1. γ.      Eντοπισμός και σχολιασμός των βασικών τεχνοτροπικών χαρακτηριστικών στο Θάνο Βλέκα σε σχέση με τα ρεύματα και τις τάσεις της πεζογραφίας της εποχής του:
Το 1840 εξελίσσεται μια αντιμυθιστορηματική σταυροφορία για τα ξένα μυθιστορήματα.[xi] Ο Θάνος Βλέκας ακολουθεί σε γενικές γραμμές την μυθιστορία στον αμοιβαίο και αγνό έρωτα Θάνου-Ευφροσύνης (ΘΒ, 243)[xii] μέχρι τον θάνατό τους. Τα μυθιστορικά στοιχεία συνυπάρχουν με τα μυθιστορηματικά, με δύσκολη την ώσμωση ανάμεσα στον ρεαλισμό την κοινωνική κριτική και τον αφελή έρωτα.[xiii] Τα βασικά τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά είναι ο πρώιμος ρεαλισμός, η ηθογραφία, ο νατουραλισμός, ο παρνασσισμός και ήκιστα ο ρομαντισμός.
Η ενσωμάτωση των στοιχείων του περιβάλλοντος και του πολιτικοκοινωνικού προβληματισμού, δημιουργεί ένα πρόδρομο ρεαλισμό (ΘΒ, 242).[xiv] Η περιγραφή είναι ένας συνδετικός κρίκος ανάμεσα στον ελληνικό ρομαντισμό, και το ρεαλιστικό κείμενο, που πείθει για την αντικειμενικότητά του, μέσω της αληθοφάνειας. έτσι αναδεικνύει αντιπροσωπευτικούς κοινωνικούς τύπους κατά τον Μπαλζάκ, όπως ο Θάνος, με ταύτισή τους ως είδωλα μέσω της σύζευξης του ιδανικού με το πραγματικό.[xv] Ο ορθολογικός μυθιστορηματικός ρεαλισμός χωρίς ειδυλλιακά στοιχεία, κοινοποιεί το αγροτικό ζήτημα στην πρωτεύουσα, αν και η ψυχογράφηση των ηρώων δίνεται επιφανειακά.[xvi]  
Η ηθογραφία είναι διακριτή και δεν επιβάλλεται ως αυτοσκοπός,[xvii] στο πρώιμα ηθογραφικό διήγημα, που αναπαριστά το ντόπιο περιβάλλον ωμά (ΘΒ, 244).[xviii] Ο νατουραλισμός ως τάση της ηθογραφίας, υψώνει την ομορφιά της φύσης παραμένοντας όμως αδιάφορος στα ανθρώπινα προβλήματα (ΘΒ, 242)[xix] σαν αμοραλιστική εικόνα. Η περιγραφή της θλίψης του Αυφαντή και των χωρικών που διευρύνει τον εσωτερικό τους κόσμο, και το μνήμα στις  όχθες του Αλφειού με τα ανεξίτηλα ονόματα στη μνήμη των χωρικών, είναι εμφύτευση ψηγμάτων συμβολισμού στη μήτρα του νατουραλισμού.
Η επιρροή της επιστήμης και του παρνασσισμού είναι προφανής. Η φύση ως δάσκαλος αρχαίας τραγωδίας δημιουργεί σκηνοθετεί και αυξάνει τις συγκρούσεις (ΘΒ, 244),[xx] με τους ανθρώπους ν’ ακολουθούν μοιρολατρικά τη φυσική εξέλιξη.
Μια ρομαντική επίδραση ως αισθητικό στοιχείο της αντίληψης ζωής, είναι ο έρωτας και το τραγικό τέλος των δύο εραστών (ΘΒ, 247),[xxi] χαρακτηριστικό ιδεαλιστικό μοτίβο εξιδανίκευσης. Η περιγραφή της ευγενικής μορφής του Θάνου αντλεί από εξιδανικευμένα κλασσικά ή νεοκλασικά πρότυπα υγείας, σαν ρομαντική αναζήτηση του λαού.[xxii] Απουσιάζει ως περιεχόμενο η ρητορική παράδοση και το ιδεολόγημα της μεγάλης ιδέας, ίσως έχουν ξεθωριάσει απ’ το ρεαλισμό της σκληρής επιβίωσης των αγροτών.
A. 2. α.      Eντοπισμός και σχολιασμός των βασικών θεματικών χαρακτηριστικών στο μυθιστόρημα
Ο Ζητιάνος σε σχέση με τα ρεύματα και τις τάσεις της πεζογραφίας της εποχής του:
Το 1893 ήρθε η χρεοκοπία που ακολουθήθηκε το 1897 απ’ την πτώχευση. Μετά την ρομαντική περιπέτεια είναι απαραίτητη μια προσγείωση, για ανασυγκρότηση και επανασύνταξη της πολιτικής του ελληνικού κράτους. Τα βασικά θεματικά χαρακτηριστικά κατά φθίνουσα σειρά είναι η πολιτική, η κοινωνία, και ο αντιήρωας-ζητιάνος.
Το πολιτικό πεδίο εστιάζεται στον άθλιο τρόπο διαχείρισης της ελεύθερης πλέον Θεσσαλίας, στην παραμονή των τσιφλικιών, και στην κοινωνική τύφλωση, λόγω δεκαετιών πολιτικής αδράνειας. Ο Ζητιάνος κονιορτοποιεί κάθε ίχνος πολιτικής τσίπας, σαν ανατομία της νοσούσας κοινωνίας, που ο τυχοδιωκτικός ατομισμός της φορά τη μπούρκα της δυσωδίας. Ο αντιβενιζελικός Καρκαβίτσας παρουσιάζει τις προοδευτικές κοινωνικές θέσεις ενός καθαρόαιμου σοσιαλιστή, απέναντι στην αστικοποίηση της ζωής και στην δημιουργία κοινωνικής ανισότητας. Με πρόσχημα το χωριό των ζητιάνων στηλιτεύει την ποταπή θέση των δουλοπαροίκων και την διαφθορά στις δημόσιες υπηρεσίες, αναζητώντας σαρκαστικά δικαιοσύνη και πολιτικοκοινωνική μεταρρύθμιση.
Στο κοινωνικό πεδίο οι σκληρές συνθήκες ζωής των κατοίκων του χωριού, είναι χειρότερες απ’ ότι πριν την απελευθέρωση, και οδηγούν σε στασιμότητα, σε προλήψεις, και μηδενισμό ως απαξία για τον συντοπίτη τους (Καρκ., 269),[xxiii] την κοινωνία και μοιραία για τον εαυτό τους. Η διαχρονική υποτέλεια των χωρικών που σηκώνονται μπροστά στον αφέντη μπέη έγινε έθιμο του τόπου. Μια ζητιάνα νεοελληνική κοινωνία με ιδεολογία ατομικής ταυτότητας ενώ αδιαφορεί για τα ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα, υποκλίνεται με δουλικότητα (Καρκ, 268).[xxiv] Ο Ζητιάνος είναι η σατιρική λύτρωση της ατομικής και κοινωνικής πτώχευσης.
Η αφαίμαξη στους χωριάτες της υπαίθρου είναι ένα συνηθισμένο γεγονός. Τα ανθρώπινα ήθη ανιχνεύουν τις συνέπειες και τις ερμηνεύουν μέσω της παραβολής πέρα απ’ την εικόνα. Ο Ζητιάνος σαν μετωνυμική προκατάληψη ενός αντιήρωα εκμεταλλεύεται το περιβάλλον της αθλιότητας που κληρονόμησε απ’ τη θυσία των ηρώων. Με αληθοφάνεια και δάνεια υπερβολής απ’ τη σάτιρα,[xxv] απαξιώνει την παραδοσιακή υποτέλεια του τόπου. Η επιβίωση δικαιολογεί αθέμιτα μέσα, αλλά η καυτή σάτιρα του ζητιάνου είναι αλάτι στην πληγή του ασθενή. Το μυθιστόρημα μοιάζει με γκαμπί της βασίλισσας ενός αρχάριου σ’ έναν επαγγελματία σκακιστή, με νίκη ενός αντιήρωα στον κόσμο των ειδώλων.
A. 2. β.      Eντοπισμός και σχολιασμός των βασικών γλωσσικών χαρακτηριστικών στο μυθιστόρημα
Ο Ζητιάνος σε σχέση με τα ρεύματα και τις τάσεις της πεζογραφίας της εποχής του:
Η εποχή κυριαρχείται απ’ το γλωσσικό ζήτημα. Η χρήση της δημοτικής γλώσσας υπάρχει τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κερδίζοντας έδαφος στην λογοτεχνία που ακολουθεί έστω και με διαφορά φάσης την ζωντανή γλώσσα του λαού και της ποίησης, εκφράζοντας πιο άμεσα τις νέες τάσεις.
Ο Καρκαβίτσας επηρεασμένος απ’ τον Ψυχάρη συμμετέχει ενεργά στο γλωσσικό αγώνα. Αποκηρύσσει την καθαρεύουσα[xxvi] που χρησιμοποιεί μέχρι τότε στα διηγήματά του και γράφει το Ζητιάνο (1896) στη δημοτική της εποχής, όταν το Πανεπιστήμιο Αθηνών οπισθοδρομεί σε συμπόρευση με την πολιτική εξουσία του Βενιζέλου που επιβάλλει την καθαρεύουσα ως επίσημη γλώσσα. Ο Ζητιάνος χρησιμοποιεί αγροτικό λεξιλόγιο (Καρκ., 263)[xxvii] δεχόμενος κριτική ότι απευθύνεται σε κτηνοτρόφους.[xxviii]
Η γλωσσική επιμέλεια με την εξαιρετική ακρίβεια, το καλλιεργημένο ύφος, τις άφθονες εικόνες και την περιγραφική δύναμη, ανήκουν στις αρετές του έργου, που έχει την ανάλογη εκφραστική απήχηση και διείσδυση στο λαό. Η γλώσσα της αφήγησης διαφέρει απ’ τους διαλόγους των ηρώων που έχουν το γλωσσικό ιδίωμα της θεσσαλικής διαλέκτου (Καρκ, 265),[xxix] και προσδίδουν ήθος και έντονο προσωπικό ύφος, οικείο με την αισθητική των αγροτών, ανθρώπινο χωρίς στόμφο και ρητορισμό. 
A. 2. γ.      Eντοπισμός και σχολιασμός των βασικών τεχνοτροπικών χαρακτηριστικών στο Ζητιάνο σε
σχέση με τα ρεύματα και τις τάσεις της πεζογραφίας της εποχής του:
Το γαλλικό μυθιστόρημα έπαιξε αποφασιστικό ρόλο σε όλη την Ευρώπη και συνετέλεσε στην πορεία των ελληνικών γραμμάτων.[xxx] Τη θέση του ξένου μυθιστορήματος παίρνει το ηθογραφικό διήγημα στο ελληνικό χωριό με το τεχνοτροπικό φάσμα της γενιάς ν’ απλώνεται απ’ τον ρομαντισμό του 1880 έως τον χαμηλόφωνο λυρισμό του 1920.[xxxi] Τα βασικά τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά είναι ο ρεαλισμός, η ηθογραφία, ο νατουραλισμός, και ο παρνασσισμός.
Ο ρεαλισμός[xxxii] είναι το μοτίβο του καθρέπτη ως σύμβολο γραφής, με αξιόπιστη ερμηνεία από στοιχεία ύφους αντικειμενικής αναπαράστασης. Εστιάζει στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα (Καρκ., 263),[xxxiii] στην απαισιόδοξη στάση απέναντι στη ζωή (Καρκ., 264),[xxxiv] και στην ψυχογράφηση των ηρώων χωρίς συναίσθημα με ουδετερότητα (Καρκ., 269).[xxxv]  Μελετά το βάθος της ζωής της κλειστής κοινωνίας του χωριού, τις απάνθρωπες συνθήκες επιβίωσης, και τις προκαταλήψεις, σε σχέση με τις δομές εξουσίας σε επαρχία και Αθήνα. Αναλύει την διαρκή σύγκρουση των κοινωνικών ομάδων και τα άτομα που τις εκμεταλλεύονται (ζητιάνος, δικηγόρος, κ.α.). Αποκαθηλώνει τις διεφθαρμένες κοινωνικές δομές, επιζητώντας την συμμετοχή στο καθημερινό.[xxxvi] Ο σκληρός ρεαλισμός ανοίγει το δρόμο στην ζωή του χωριού και των λαϊκών παραδόσεων (Καρκ., 261),[xxxvii] χωρίς νοσταλγία και ρεμβασμό, αλλά με σωστή παρατήρηση μιας ψυχογραφικής δύναμης.[xxxviii]    
Η ηθογραφία το 1890 εντάσσεται στο ρεύμα του ρεαλισμού-νατουραλισμού[xxxix] και  στηρίζεται στην παρατήρηση και την αντικειμενική απεικόνιση ηθών και εθίμων.[xl] Ο Ζητιάνος αντλεί τα θέματά του από το Νυχτερέμι και τις σχέσεις του με τη Λάρισα και την Αθήνα, και περιγράφει το Θεσσαλικό χωριό με τους κατοίκους χωρίς ψυχολογική εμβάθυνση. Η ηθογραφική εικόνα δεν έχει βάθος σε σκέψεις και οράματα των ηρώων, μένει στον ορίζοντα της κοινωνικής ηθογραφίας που ακουμπά στον νατουραλισμό (οι άντρες του χωριού μετά την λειτουργία «…έπιασαν ζωηρή ομιλία…» (Καρκ., 261)).
Ο νατουραλισμός συνδιαλέγεται με το Ζητιάνο με αυτούσιο σχολιασμό απ’ τον αφηγητή σχετικά με την υποτελική συμπεριφορά των χωρικών απέναντι στον ντεμή αγά (Καρκ., 268).[xli] Οι σκληρές συνθήκες διαβίωσης και το επίπεδο αμάθειας οδηγούν σε δεισιδαιμονίες τους κατοίκους (Καρκ., 268),[xlii] και συμπιέζουν τα περιθώρια ελεύθερης βούλησης οδηγώντας στον εκφυλισμό. Συνδυάζει την πρόοδο στην εξελικτική πορεία του ανθρώπου, και την έντονη κοινωνική κριτική στο μέλλον του μοχλεύοντας την απαισιοδοξία, αλλά αυτές οι αντιφάσεις διάβρωσαν το κίνημα.[xliii]
Υπάρχουν στοιχεία παρνασσισμού εντός του νατουραλιστικού μοντέλου και της
παντοδύναμης φύσης με το «…πεπρωμένο…» (Καρκ., 267) αλλά και με την ταπεινή και ανίερη πλευρά της. Ο ήρωας δεν ορίζει τη ζωή του, που τη ρυθμίζει το περιβάλλον («…αδιάφορη φύση…» (Καρκ., 269)) ή η κληρονομικότητα σε μια διαδικασία φυσικής επιλογής.[xliv] Οι φυσικές επιστήμες επηρεάζουν καταλυτικά τις σκέψεις των ανθρώπων και για τον ντετερμινισμό ο άνθρωπος εξελίσσεται σε προδιαγεγραμμένη πορεία.       
Β. 1.          Εντοπισμός των κοινωνικοπολιτικών ζητημάτων που προβάλλονται στα δύο αποσπάσματα, και σχολιασμός με συγκεκριμένα παραδείγματα από τα κείμενα, της οπτικής του αφηγητή απέναντι σ’ αυτά τα ζητήματα:      
Και στα δύο διηγήματα έχουμε ρεαλιστική ηθογραφία σε μικρές κλειστές κοινωνίες της υπαίθρου, που προβάλλει τις σκοτεινές πλευρές τους.[xlv] Αίτημα και στις δύο εποχές είναι η δημιουργία έθνους («…Τώρα το λέγουν Ελλάδα. έχουμε Σύνταγμα!...», (Καρκ., 264)) μέσω μιας ιδεολογικής διαμόρφωσης ενός κοινωνικού παρόντος, και η  πεζογραφία παραβολικού τύπου συντελεί στην οικοδόμησή του. Τα πρότυπα κοινωνικής οργάνωσης και ηθικής συμπεριφοράς είναι απαραίτητο να υποτάξουν το ρουσφέτι και το ατομικό (ΘΒ, 247) (Καρκ., 264)[xlvi] στο κοινωνικό συμφέρον. Η άλογη ανθρώπινη μάζα, ως θύμα-θύτης δολοφονεί τον Θάνο, και στο Ζητιάνο θυσιάζει το μέλλον της με θυσία των ψήφων της.
Ο Θάνος Βλέκας δημοσιεύθηκε το 1855 και τα πολιτικοκοινωνικά προβλήματα σε σχέση με το 1838 που αναφέρεται το έργο δεν διαφέρουν σημαντικά,[xlvii] ενώ η διαιώνισή τους 40 έτη μετά στον Ζητιάνο προσδίδει αξιόπιστη διαχρονικότητα στην πολιτική ανυπαρξία. Ένα διεφθαρμένο πελατειακό σύστημα με επίκτητα χαρακτηριστικά, οδηγεί σε αδιέξοδο τους αγρότες στην ύπαιθρο, και σε πλήρη απαξία την ελληνική πολιτική σκηνή.
Ο Καλλιγάς ξετυλίγει τον αφηγηματικό του καμβά στις πραγματικές κοινωνικές αδικίες όπως η έλλειψη πολιτικής βούλησης, η κατανομή των γαιών και το πρόβλημα της ληστείας. Η εκμετάλλευση των αγροτών μέσω της αδράνειας στο αγροτικό ζήτημα αποδεικνύει την έλλειψη πολιτικής βούλησης. Ο Αυφαντής με γνώση στον τομέα της διαμεσολάβησης (ΘΒ, 243)[xlviii] πρεσβεύει το επιτυχημένο μοντέλο γαιοκτήμονα, με ηθικές και παιδαγωγικές αρχές (ΘΒ, 243).[xlix] Ο Θάνος προβάλλει το αίτημα της δικαιοσύνης, και της ευνομίας στη λειτουργία της πολιτείας. Μπροστά στον κίνδυνο να χαρακτηρισθεί αναποφάσιστος (ΘΒ, 245),[l] προσπαθεί ν’ αποτρέψει ένα ξεσηκωμό εναντίον της τυρρανικής εξουσίας του αδελφού του. Ο αθώος Θάνος γίνεται θύμα και απόδειξη της πολιτικής αδράνειας, χάνοντας πρώτα τη γη του, την ελευθερία του και τελικά τη ζωή του. Ο θάνατός του μοιάζει ως πολιτικό δράμα  παρά κοινωνική καταγγελία, αποκαλύπτοντας τα τραγικά αποτελέσματα των αγαθών προθέσεων χωρίς ρεαλιστικές πολιτικές εκτιμήσεις (ΘΒ’, 246).[li] Ο Καλλιγάς με φιλοπροοδευτικές πεποιθήσεις αντίστοιχες με τις ξενικές
επιδράσεις του, δημιουργεί ένα περισσότερο πολιτικό, παρά κοινωνικό μυθιστόρημα.[lii]
Ο ώριμος αφηγητής εγκαταλείπει ακόμη και την αντικειμενικότητα στις περιγραφές για να παρέμβει με σχόλια-προτροπές ή κριτική και στόχο να ενεργοποιήσει τις συνειδήσεις (ΘΒ, 245).[liii] «Πάσειν άδειν χαλεπόν» λέει ο Αριστοτέλης, και ο Θάνος απ’ τη μια καλοπιάνει τον πρώην ληστή και εκπρόσωπο του αδελφού του, και απ’ την άλλη δίνει ελπίδες στους χωρικούς (ΘΒ, 241),[liv] για λύσεις. Ο Θάνος είναι κολλήγος με ευγενείς φιλοδοξίες, που ο συγγραφέας τις θεωρεί αδυναμία του, και γνώρισμα μιας ολόκληρης κοινωνικής τάξης, που ζει σε άθλιες συνθήκες και περιμένει χωρίς δικαίωση.[lv] Ο συγγραφέας προειδοποιεί για ανάγκη επίλυσης στο αγροτικό ζήτημα άμεσα (ΘΒ, 246),[lvi] αφού κανείς γεωργός δεν μπορεί πλέον να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του (ΘΒ, 244),[lvii] και έλκει την προσοχή του κοινού στην προσδοκία ανατροπής της κοινωνικής υποτέλειας.
Εξιδανικεύει τους ληστές ως επιγόνους των ηρώων μιας πρόσφατης εποχής. Ο Τάσος Βλέκας παραμένει πολύτροπος ληστής, χάρη στο πολιτικοκοινωνικό αρχέτυπο της εξουσίας, όπου με σχέσεις αλληλεξάρτησης απονέμει ρόλους για προσωπικά οφέλη.[lviii] Ο ληστής με ευέλικτη εποχική συμπεριφορά αλλάζει προσωπείο, και γίνεται εδώ σπουδαίος παράγοντας της πολιτικής ζωής του τόπου, και της επίσημης εξουσίας του κράτους.[lix]
Το 1893 το ελληνικό κράτος χρεοκόπησε και το 1897, μετά την ήττα απ’ την Τουρκία, κήρυξε πτώχευση, με τις μεγάλες δυνάμεις να αναλαμβάνουν τον έλεγχο των οικονομικών. Οι κάτοικοι έχουν στραφεί στην επαιτεία και την απάτη ως τρόπο ζωής, και ο ζητιάνος από θύμα της κοινωνίας, έγινε θύτης κάνοντας επάγγελμα τη δυστυχία του.  
Η πολιτική ανεπάρκεια που συναντήσαμε στον Θάνο Βλέκα  είναι ένα ανίατο ελληνικό νόσημα που συνυπάρχει στο Ζητιάνο, σ’ ένα αντίστοιχο χωριό απ’ τις προσαρτήσεις νέων εδαφών στη Θεσσαλία. Στο Νυχτερέμι οι ακτήμονες δουλοπάροικοι ζουν σε πιο άθλιες συνθήκες διαβίωσης μετά την προσάρτηση στην Ελλάδα, μνημονεύοντας την αυτοθυσία άλλων προεστών για τη γη τους (Καρκ., 263).[lx] Η πολιτική ανυπαρξία μέσω της κοινωνικής κριτικής είναι διάχυτη (Καρκ., 265),[lxi] με χαρακτηριστικά δουλοπρέπειας και δικαιοσύνης με «…Τουρκοφιλία…» (Καρκ., 264,265).[lxii] Το αγροτικό ζήτημα συνδέεται με πολιτική δράση και Ο ζητιάνος ειρωνεύεται την απουσία της.
Στο κοινωνικό πεδίο προβάλλονται οι επιπτώσεις και στα δύο έργα. Η κεντρική-περιφερειακή (Αθήνα-Λάρισα) εξουσία ελέγχει ένα μηχανισμό εκμετάλλευσης και καταδυνάστευσης των πολλών στην ύπαιθρο («…Τώρα το λέγουν Ελλάδα. έχουμε Σύνταγμα!... …δικαστήρια… …δικηόροι…», (Καρκ., 264)).[lxiii] Ένα ολόκληρο κοινωνικό σύστημα νοσεί, «…η Κυβέρνησις υποστηρίζει τό μπέη… …τό δικαστήριο φαίνεται τόν ίδιο δρόμο τραβά…» (Καρκ., 264). Η νομενκλατούρα της εξουσίας με ληστές και δικηγόρους σε αγαστή συνεργασία με τους εκάστοτε κομματάρχες, χαρίζουν «…λόγια και υποσχέσεις…» (Καρκ., 264) για αλλαγή των συνθηκών διαβίωσης των αγροτών. Το αγροτικό ζήτημα[lxiv] είναι το κυρίαρχο θέμα πολλών δεκαετιών. Ο Καλλιγάς είχε το θάρρος να κοιτάξει αδίστακτα τις πληγές της πατρίδας του, για ένα θέμα που ήταν το φυτίλι της επανάστασης του 1821, και παρέμενε άλυτο με τους πρώτους επαναστάτες νεκρούς.
Η εξέγερση και η αναζήτηση πολιτικής λύσης, ως καταλυτικός παράγοντας λύτρωσης παραβολικού πολιτικού σχήματος, στον Θάνο Βλέκα, δεν καλεί σ’ επανάσταση προειδοποιεί για δικαιοσύνη, αλλά καταλήγει σαρκασμός στον Ζητιάνο. Όχι μόνο δεν διδάσκει, αλλά οδηγεί στην παραίτηση, στην υποτέλεια, και στην εκπόρνευση της ψήφου (Καρκ., 266)[lxv] μπροστά στο ατομικό συμφέρον που έχει πλέον κομματικοποιηθεί επαγγελματικά απ’ την κορυφή «…βουλιαχτής…» (Καρκ., 266) ως τα νύχια (ο ζητιάνος).    Η ρίζα του κακού βρίσκεται στην ακτημοσύνη των γεωργών (Καρκ., 263),[lxvi] και στο βασικό νεοελληνικό ελάττωμα, τον ατομισμό (Καρκ., 267),[lxvii] στερώντας τους ευθυκρισίας και δικαιοσύνης. Τα ένστικτα επιβίωσης αναπληρώνουν την έλλειψη πολιτικής και γίνονται δολοφόνοι (Θάνος Βλέκας) και ελεήμονες (Ο Ζητιάνος), ήρωες (Θάνος) και αντιήρωες (ο ζητιάνος), έτσι είναι ταυτόχρονα θύτες και θύματα.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ                                                                                                  
Ο Θάνος Βλέκας είναι κριτικός και επικριτικός για την κοινωνία που τον δημιουργεί και την απεικονίζει. Η μοναδικότητα της μορφής του κειμένου και η σχέση που αυτό διαπλέκει με τα άλλα πριν και μετά, δίνει την διάσταση της αξίας του στην εποχή του. Επώνυμες με ευθύτητα καταγγελίες της επίσημης πολιτικής και κοινωνικής αδικίας, κοιτούν ρεαλιστικά χωρίς αυταπάτες και ρομαντική υπερβολή, την ωμή αλήθεια.
Ο Ζητιάνος μοιάζει με συνέχεια του Θάνου Βλέκα όπου οι κρατικοί υπάλληλοι παρανομούν και χρηματίζονται. Ο ζητιάνος αναπαριστά ή παράγει ταυτότητες ως τρόπο αντίληψης της επικρατούσας τάσης επιβίωσης μιας κοινωνίας. Χωρίς πολιτική φροντίδα και ζείδωρη ελπίδα τη γλώσσα του, κοινοποιεί το πολιτικό πρόβλημα του Θάνου Βλέκα στο λαό ως σπόρος, για ν’ ανθίσει κάποτε ως αισθητική αξία (όσο βαθιά και αν το θάψουν).
Η άρχουσα ιδεολογία κυριαρχεί στην κοινωνία και διαβρώνει το λαϊκό πολιτισμό. Σε φθαρμένο φόντο μια διεφθαρμένη νεοελληνική κοινωνία, σε επίπεδο πολιτικοκοινωνικό ηθών και ανθρώπων, καλύπτει ένα μεγάλο φάσμα απ’ το 1855 έως το 1896. Αρνείται να διερευνήσει τον εαυτό της στον καθρέπτη ως ήκιστα μυθιστορηματική. Η κοινωνία αυτή απαλλαγμένη απ’ τον αφελή ιδανισμό της μυθιστορίας, και με το χρόνο στάσιμο, συνεχίζει να θυσιάζει ζωές γεωργών χωρίς να ωριμάζει, αφού κάθε αξία είναι εξαρτημένη ως προϊόν της δυναμικής ενός οικονομικού συστήματος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ                                                                                         

·         Γαραντούδης Ε., Βαρελάς Λ.,    «Η πρώτη αθηναϊκή σχολή. Ρομαντική ποίηση και
πεζογραφία (1830-1880)» στο Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία
(19ος & 20ος αι.), τόμος Α, των Γαραντούδη Ε., Βαρελά κ.α., εκδ.
Ε.Α.Π., Πάτρα 20082.
·         Καγιαλής Τ.,       «Πατριδογνωσία, ξενοτροπία και ιστορία: Καλλιγάς και Ραγκαβής»
από το Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων στο Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική
Φιλολογία (19ος & 20ος αι.), των Τ. Καγιαλή, Μ. Μπακογιάννη κ.α.,
εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 20082.
·         Καλλιγάς Π.,       Θάνος Βλέκας, Εκδόσεις Νεοελληνικής Βιβλιοθήκης-
Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1991.
·         Μουλλάς Π.,        «Αρχές – ποιες αρχές» στο Η παλαιότερη πεζογραφία μας, από τις
αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, των Βαγενά Ν.,
Δάλλα Γ., Στεργιόπουλου Κ., Μουλλά Π., Εκδόσεις Σοκόλη,
Αθήνα 1998.
·         Πατερίδου Γ.,      «Η γενιά του 1880. Πεζογραφία – Ποίηση.» στο Γράμματα ΙΙ:
Νεοελληνική Φιλολογία (19ος & 20ος αι.), τόμος Α, των Πατερίδου Γ.
κ.α., εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 20082.
·         Πολίτη Λίνου,      Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μ.Ι.Ε.Τ, Αθήνα 200716.
·         Πολίτου-Μαρμαρινού Ε., «Ηθογραφία» από το Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων στο
Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος & 20ος αι.), των
Ε. Πολίτου-Μαρμαρινού, Μ. Μπακογιάννη κ.α., εκδ. Ε.Α.Π.,
Πάτρα 20082.
·         Σταυροπούλου Ε., «Ανδρέας Καρκαβίτσας» από το Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων στο
Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος & 20ος αι.), των
Ε. Σταυροπούλου, Μ. Μπακογιάννης κ.α., εκδ. Ε.Α.Π.,
Πάτρα 20082.
·         Τζιόβας Δ.,           Μετά την αισθητική, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 20032.
·         Τζιόβας Δ.,2          «Από τη Μυθιστορία στο Μυθιστόρημα: Για μια θεωρία της
ελληνικής αφήγησης» από το Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων στο
Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος & 20ος αιώνας,
των Δ. Τζιόβα, Μ. Μπακογιάννης κ.α., εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 20082.
·         Χωραφάς Ε.,       Πρόλογος στο Θάνος Βλέκας, Εκδόσεις Νεοελληνικής Βιβλιοθήκης-
Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1991.
·         Beaton R.,                        Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, Ποίηση και
Πεζογραφία, 1821-1992, μτφρ. Ε. Ζούργου – Μ. Σπανάκη, Εκδόσεις
Νεφέλη, Αθήνα 1996.
·         Culler J.,,            Λογοτεχνική θεωρία, μια συνοπτική εισαγωγή, μτφρ. Κ. Διαμαντάκου
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 20032.
·         Κουέντιν Σκίνερ, Μακιαβέλι, μτφρ. Κ. Αθανασίου, Εκδόσεις Νήσος, Αθήνα 2002.
·         Vitti M.,                «Ο ρεαλισμός στην ηθογραφία(απόσπασμα)» από το Ανθολόγιο
Κριτικών Κειμένων στο Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία
(19ος & 20ος αι.), των Μ. Vitti, Μ. Μπακογιάννη κ.α., εκδ.
Ε.Α.Π., Πάτρα 20082.
·         Vitti M.,2               Η γενιά του τριάντα, Εκδόσεις Ερμής,  Αθήνα 2006.



[i] Μουλλάς Π., ό.π., σελ.25
[ii] (ΘΒ, 241) «…υπερίσχυσαν οι βιαιότεροι και των πραοτέρων οι λόγοι δεν εισακούοντο πλέον…»
[iii] (ΘΒ, 241) «…Ό Πάρεδρος και ο ιερεύς εθεωρούντο εντελώς ανάξιοι…»
[iv] (ΘΒ, 246) «…Σε ήρεσαν τα γλυκά λόγια του… τα παραμυθάκια;…»
[v] (ΘΒ, 243) «…αι ορμαί των πόθων της, αναστελλομένων υπό της φυδικής σεμνότητος,… …προσπίπτοντα επί της ψαμμώδους ακτής…»
[vi] Culler J., ό.π., σελ.79,81
[vii] (ΘΒ, 248) «…Αμφί δε ύδωρ ψυχρόν κελαδεί δι’ οσδών μηδίνων…»
[viii] Έχει σπάνιες λέξεις απ’ τον Όμηρο, τον Αριστοφάνη, και γνωμικά ή αποσπάσματα από αρχαίους συγγραφείς.
[ix] Πολίτη Λ., ό.π., σελ.181
[x] Χωραφάς Ε., ό.π., σελ.31,34
[xi] Η ρομαντική πεζογραφία ανιχνεύει άγνωστα ελληνικά μονοπάτια σε ρεαλιστικά ξέφωτα. (Μουλλάς Π., ό.π., σελ.93-95) 
[xii] (ΘΒ, 243) «…Η Ευφροσύνη παρ’ ότι ουδένα κόπου εφείδετο για την ευτυχία της, υπό της φυσικής σεμνότητος ανέστειλε τις ορμές των πόθων της…»
[xiii] Τζιόβας Δ.,2 ό.π., σελ.111
[xiv] (ΘΒ, 242) «…Οι προύχοντες της επαρχίας έβλεπον ευχαρίστως… …την σύγκρουσιν…»
[xv] Τζιόβας Δ., ό.π., σελ.131
[xvi] Τζιόβας Δ.,2 ό.π., σελ.98 Ο ληστής, ο γεωργός, ο προεστός, ο πολιτικός, ο δάσκαλος, ο γαιοκτήμονας, και ο δικαστικός δεν έχουν ολοκληρωμένους χαρακτήρες, είναι μοιρολάτρες με απλοϊκή και ρηχή ψυχολογία (Χωραφάς Ε., ό.π., σελ.33)
[xvii] Πολίτου-Μαρμαρινού Ε., ό.π., σελ.206
[xviii] (ΘΒ, 244) «…Η εκμανής προφορά του,… …και θυμόν…»
[xix] (ΘΒ,242) «…καί τό μικρό αυτό σημείον τού ορίζοντός του, όθεν υπέλαμπεν ακτίς φωτός, εξέλιπεν υπό τό καλύπτον τα πάντα σκότος…»  
[xx] (ΘΒ, 244) «…τους παρέσυρεν εις πάσαν βιαιότητα…» Επικρατεί ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής με αύξηση της εντροπίας του συστήματος, και εδώ αύξηση της αταξίας της κοινωνίας.
[xxi] (ΘΒ, 247) «…Η δυστυχισμένη Ευφροσύνη όταν είδε νεκρό το Θάνο στην Εκκλησία, εσωριάσθει νεκρή…» «…Ή η πτώσις υπήρξε βαρεία… …η δυστυχής Ευφροσύνη έπεσεν άπνους και δεν ηγέρθη πλέον…»
[xxii] «…ο Θάνος ήτο νέος ευειδής,…», «…χωρίς ρομαντική αλλοίωση …οι χαρακτήρες Θάνου Ευφροσύνης είναι ένα κομμάτι μάλαμα μέσα στον κόσμο της κακοριζικιάς και της κακίας…». (Beaton R, ό.π., σελ.91)
[xxiii] (Καρκ., 269) «…άφωνοι, δέν ετολμούσαν ένας ν’ αντικρύση τόν άλλο…» 
[xxiv] (Καρκ., 268) «…ασυνειδήτως… …αισθάνωνται τον προπατορικό τρόμο…»
[xxv] (Τζιόβας Δ., ό.π., σελ.141,140) & (Beaton R, ό.π., σελ.118,119)
[xxvi] «…έιναι γλώσσα που σου παγώνει τον ενθουσιασμό, σου πλαστογραφεί την ιδέα, σου κόβει την δύναμη, σου αλλάζει το αίσθημα…» (Σταυροπούλου Ε., ό.π., σελ.213)
[xxvii] (Καρκ., 263) «…Ό,τι σπείρουν οι χωριάτες… …νά τά πάρει…»
[xxviii] Σταυροπούλου Ε., ό.π., σελ.213
[xxix] (Καρκ, 265) «…Κίνα… …μονόβολιο…»
[xxx] Vitti M., ό.π., σελ.178
[xxxi] Η γενιά του 1880 κυριαρχείται απ’ τον ρεαλισμό,  τον νατουραλισμό, τον παρνασσισμό, τον συμβολισμό, την σάτιρα και την λαογραφία με τον όρο ηθογραφία. (Πατερίδου Γ., ό.π., σελ.215,186) Κοινό θεμέλιο ρεαλισμού-νατουραλισμού είναι η μιμητική και αντικειμενική αναπαράσταση του περιβάλλοντος κόσμου, και ο χαρακτηρισμός τους ως «αστική συνωμοσία» επειδή περιόριζε τη φαντασία και τις μεταφορικές δυνατότητες της γλώσσας, οδήγησε στο συμβολισμό, ρεύμα που ακολούθησε και η ηθογραφία δίνοντας ψυχή στους ήρωες. (Τζιόβας Δ., ό.π., σελ.130,133) & (Vitti M.,2 ό.π., σελ.41,42)                   
[xxxii] Ο ρεαλισμός είναι ρηξικέλευθη πρόταση παιδείας και κοινωνικής αναγέννησης, και κάνει τους νέους να κοιτάξουν στον ανοιχτό χώρο της κοινωνικής επανάστασης.
[xxxiii] (Καρκ., 263) «…μέ τήν Προσάρτηση ο μπέης θέλει νά τά κάμη  τέλεια τσιφλίκια…» 
[xxxiv] (Καρκ., 264) «…Το υστερόγραμμα δέν άρεσε καθόλου στούς χωριάτες…»
[xxxv] (Καρκ., 269) «…Κάτω στό λασπομένο… …κί έκανε διαβολικό θόρυβο…» , Σταυροπούλου Ε., ό.π., σελ.220 &  Πατερίδου Γ., ό.π., σελ.192
[xxxvi] Vitti M., ό.π., σελ.181
[xxxvii] (Καρκ., 261) «…Ήταν Κυριακή… …θυμού και κατάρας…»
[xxxviii] Πολίτης Λ., ό.π., σελ.207,200
[xxxix] Vitti M.,2 ό.π., σελ.39
[xl] Χωρίς να λείπουν τα λυρικά και ποιητικά στοιχεία. (Πολίτου-Μαρμαρινού Ε., ό.π., σελ.201)
[xli] Πατερίδου Γ., ό.π., σελ.268 (Καρκ., 268) «…εσηκώνονταν και του έκαναν τον ταπεινό χαιρετισμό…», «…δουλικό και απαραίτητο προσκύνημα…»
[xlii] (Καρκ., 268) «…προπατορικό τρόμο…»
[xliii] Πατερίδου Γ., ό.π., σελ.193
[xliv] Σταυροπούλου Ε., ό.π., σελ.219
[xlv] Πολίτου-Μαρμαρινού Ε., ό.π., σελ.207
[xlvi] (ΘΒ, 247) Όλοι οι χωρικοί την ύστατη στιγμή συνέχιζαν να σκέφτονται τα του οίκου τους, και την απώλεια της τελευταίας ελπίδας για βελτίωση της τύχης τους, και όχι την κοινωνική ενοχή τους.
[xlvii] Διαφωνώ με την θέση του Καγιαλή που υποστηρίζει το αντίθετο. (Καγιαλής Τ., ό.π., σελ.49)
[xlviii] (ΘΒ’, 243) «…κατορθώσας να λάβη εκ της χειρός του Τάσου την σπουδαιοτάτην εκείνην επιστολή…»
[xlix] (ΘΒ’, 243) «…οι αγαθοί σκοποί του…»
[l] (ΘΒ’, 245) «…ενόησεν αμέσως, ότι πρόκειται αιματηρά σύγκρουσις…» Αδυναμία του Θάνου είναι η έλλειψη ευελιξίας-ακαμψία μπροστά σε μεταβαλλόμενες περιστάσεις. (Κουέντιν Σκίνερ, ό.π., σελ.33)
[li] Καγιαλής Τ.,      ό.π., σελ.52,53  (ΚΑ’, 246) «…ημείς ανέκραξεν ο Ταγαρόπουλος, δίδομεν λόγον καί είς τόν Θεόν καί είς τούςανθρώπους…» 
[lii] Καγιαλής Τ.,     ό.π., σελ.51 Ο Καλιγάς είναι ένας απ’ τους σημαντικότερους ανθρώπους της εποχής (νομομαθής, ιστορικός, συγγραφέας, καθηγητής Παν/μίου, βουλευτής, υπουργός). Διαφωνώ με τον Καγιαλή (Καγιαλή Τ., ό.π., σελ.48) σχετικά με τις ξένες επιδράσεις. Μικρό Βιογραφικό του Καλλιγά: 1827 σπουδές στη Βενετία, 1830 λύκειο στη Γενεύη με γερά θεμέλια και εντατική μελέτη Ελλήνων και Λατίνων κλασσικών. Μετά δουλεύει στις επιχειρήσεις του πατέρα του για 2 χρόνια και για άλλα 2 παρακολουθεί προγυμνασιακά μαθήματα στο Μόναχο και γράφεται το 1834 στη Νομική σχολή Μονάχου. Το 1835 πηγαίνει στο Βερολίνο για Ρωμαϊκό Δίκαιο, και το 1837 απ’ τη Χαιδελβέργη παίρνρι πτυχίο Νομικής. Όλα αυτά αποδεικνύουν αν μη τι άλλο τις ξένες επιδράσεις του.
[liii] Ο Ταγαρόπουλος και οι χωρικοί οπλισμένοι, παρά την ατυχή παρέμβαση του Θάνου που παρακαλούσε τους χωρικούς να φύγουν βεβαιώνοντας ότι θ’ αποκατασταθούν τα πάντα, πυροβόλησαν στο ψαχνό τον Θάνο και τους υπόλοιπους, θεωρώντας την πράξη τους σαν λύτρωση στιγμής. Την ωμή αγριότητα επί των πτωμάτων, που ακολούθησε το φονικό, συμπλήρωσε το γέλιο τους (ΘΒ, 245).
[liv] (ΘΒ, 241) «…εις μεν τον Σκιάν εφαίνετο μωρός και γελοίος… εις δε τους χωρικούς απατεών και πλάνος, οποίος εδείχθη και ο αδελφός του…»
[lv] Διαφωνώ με την θέση του Beaton για την μη ύπαρξη φιλοδοξιών στο Θάνο, απ’ την στιγμή που φαίνεται να έχει επίγνωση του ρίσκου που παίρνει για να ακολουθήσει την εξέγερση. (Beaton R, ό.π., σελ.90)
[lvi] (ΘΒ’, 246) «…Μετά τήν πράξιν ήρξαντο να σκέπτωνται τάς συνεπείας οί χωρικοί…»
[lvii] (ΘΒ, 244) Οι χωρικοί ήταν σε πλήρη αμηχανία για το τι να κάνουν, την ώρα που ο Σκιάς έδωσε άλλη μια αφορμή να ξεχειλίσει το ποτήρι αφού δε τους πίστευε ότι δεν έχουν ζώα για να εξοφλήσουν τα χρέη τους.
[lviii] Beaton R, ό.π., σελ.91
[lix] Χωραφάς Ε., ό.π., σελ.19
[lx] (Καρκ., 263) «…ο Καμπέκος…εξεψύχησε… αλλά το μοναστήρι… …δεν επατήθηκε…»
[lxi] (Καρκ., 265) «…εμείς πάμε νά βγάλουμ’ έν’ αφέντη κί άλλος μας φύτρωσε…»
[lxii] (Καρκ., 265) «…Αμ’ Μωραίτης και δικηόρος τί καρτεράς…»
[lxiii] Χαρακτηριστικά το αρχηγείο λέγεται λησταρχείο. (Χωραφάς Ε., ό.π., σελ.22)
[lxiv] Το αγροτικό ζήτημα έχει να κάνει με την μη παραχώρηση στους ακτήμονες των «εθνικών γαιών», και των τσιφλικιών μετά το 1870. Η λύση ξεκίνησε δειλά μετά το 1860 με την κυβέρνηση Κουμουνδούρου, και ολοκληρώθηκε επί Βενιζέλου (1916-1926).
[lxv] (Καρκ., 267) «…Άς μάς λυτρώσει, ντέ, σαν μπορή, από τόν μπέη και νά τού δίνουμε όλοι μονόβολιο…»  
[lxvi] (Καρκ., 263) «…του Νυχτερεμιού οί γερόντοι μόλις τούς εμίλησεν ο πασάς, αμέσως υπόγραψαν τό παραχωρητήριο…»
[lxvii] (Καρκ., 267) «…Καθένας έκαμε πολιτικό του φίλο εκείνον πού κί επί Τουρκοκρατίας ήξευρε πώς είχεν δύναμιν αναγνωρισμένη…»

Δεν υπάρχουν σχόλια: