Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009

ΕΛΠ 20 εργ.4η Ο μοναχισμός


ΑΡΓΥΡΗΣ ΗΛΙΑΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
Πρόγραμμα Σπουδών: ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Θεματική Ενότητα: ΕΛΠ 20 ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ
Ακαδημαϊκό Έτος: 2008-2009
Όνομα Καθηγήτριας: ΚΟΛΛΙΑ ΕΛΕΝΗ
Τέταρτη γραπτή εργασία στον Δημόσιο και Ιδιωτικό Βίο Ι

ΘΕΜΑ

«'Ο μοναχισμός γνώρισε ιδιαίτερη εξάπλωση στο Βυζάντιο, και άσκησε μεγάλη επιρροή στο βυζαντινό πολιτισμό».
Με άξονα το θέμα αυτό:
1) να ορίσετε το φαινόμενο του μοναχισμού, και να περιγράψετε συνοπτικά πώς και πού αναπτύχθηκε στις διάφορες μορφές του,
2) να σχολιάσετε τη σχέση του μοναχισμού με την Εκκλησία, και να ερμηνεύσετε το ρόλο που ο μοναχισμός έπαιξε στην ύπαιθρο και την πόλη. Να σχολιάσετε επίσης σε τι βαθμό η επιλογή του μοναστικού βίου οδηγεί σε απομάκρυνση από τα εγκόσμια.

Υποχρεωτική/Προτεινόμενη Βιβλιογραφία

1) Οι σελ. 229-259 από τον δεύτερο τόμο του εγχειριδίου της ΘΕ ΕΛΠ 20,
2) Mango, C. 'Νέα θρησκεία, παλαιός πολιτισμός'. Στο: C. Mango (επιμ.), Ιστορία του Βυζαντίου. Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Μτφρ. Όλ. Καραγιώργου. Εκδ. Νεφέλη. Αθήνα 2006. Σ.σ. 158-160.
3) Mundell-Mango, Μ. 'Το προσκύνημα των ιερών τόπων'. Στο C. Mango (επιμ.), Ιστορία του Βυζαντίου. Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Μτφρ. Όλ. Καραγιώργου. Εκδ. Νεφέλη. Αθήνα 2006. Σ.σ. 165-170.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕΛ. 3
ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ ΣΕΛ. 3
Α. Το φαινόμενο του μοναχισμού και συνοπτική περιγραφή
πώς και πού αναπτύχθηκε στις διάφορες μορφές του: ΣΕΛ. 3
1. Ορισμός του φαινομένου του μοναχισμού: ΣΕΛ. 3
2. Συνοπτική περιγραφή πώς και πού αναπτύχθηκε
στις διάφορες μορφές του: ΣΕΛ. 4
Β. Η σχέση του μοναχισμού με την Εκκλησία, και ερμηνεία του ρόλου που
έπαιξε ο μοναχισμός στην ύπαιθρο και την πόλη:
1. Η σχέση του μοναχισμού με την Εκκλησία: ΣΕΛ. 5
2. Ερμηνεία του ρόλου που έπαιξε ο μοναχισμός
στην ύπαιθρο και την πόλη: ΣΕΛ. 7
Γ. Η επιλογή του μοναστικού βίου, σε τι βαθμό,
οδηγεί σε απομάκρυνση από τα εγκόσμια: ΣΕΛ. 8
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΣΕΛ. 9
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΕΛ. 10
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
O μοναχισμός είναι η ανεξάρτητη παράλληλη φωνή που διεισδύει στις καρδιές των απλών ανθρώπων-χριστιανών, όταν η Εκκλησία ξεχνά το ρόλο της. Διαχρονικά η Εκκλησία συσσωρεύει πλούτο, παραμελώντας και την έννοια άνθρωπος.[i] Αυτό εκμεταλλεύεται ο μοναχισμός, όπου με στιλ Μάο, ξεκινά την επανάσταση απ’ την ύπαιθρο, επικρατεί στην πόλη και τελικά μένει ως βυζαντινό απόσταγμα.
Οι πρώτοι ερημίτες δίνουν μεγάλη σημασία στο κόσμο των δαιμόνων,[ii] αποκτώντας αυξανόμενο καθοδηγητικό κύρος.[iii] Η φυσική εξέλιξη οδηγεί στην οικονομική τους άνθιση και στη δημιουργία μοναστηριών, με το κοινόβιο μεσαίου μεγέθους να αποτελεί τον κανόνα σ’ όλη την βυζαντινή περίοδο. Ακολουθεί η κατοχή καλλιεργήσιμων εκτάσεων γης τον 6 ο αι., που γίνονται τεράστιες στην μεσοβυζαντινή περίοδο, και η υιοθέτησή τους απ’ την Εκκλησία.[iv] Η καχεξία του κοινοβίου στην Ανατολή, στερεί στο μοναχισμό δυνατότητες επιρροής δυτικού τύπου.[v] Είναι αστοχία η απαίτηση ενός «καλού» μοναστηριού με μορφωμένους μοναχούς, βιβλιοθήκες και κοινωνική συμβολή, όταν η βυζαντινή κοινωνία δεν απαιτεί[vi] παρά, τη λειτουργία του ως πνευματικό φάρο ενός ιδανικού τρόπου ζωής για αληθινή τελείωση.[vii]
Το πώς και που οδηγεί αυτή η πορεία του μοναχισμού, προσπαθεί να καλύψει η εργασία, αποφεύγοντας να περάσει από αχαρτογράφητα μονοπάτια υπερφυσικής σκέψης, που εκ φύσεως αδυνατεί και εκ θέσεως ανήκουν σε άλλη επιστήμη.
ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ
Α. 1. Ορισμός του φαινομένου του μοναχισμού:
Ο μοναχισμός[viii] δεν έχει ομοιογενή χαρακτήρα και σε σπάνιες περιπτώσεις επιτρέπονται οι γενικεύσεις: οι καλόγεροι, τα μοναστήρια.[ix] Η φυγή στο μοναστήρι παραμένει ασαφής ως αιτία αν και έχει αρνητικές επιπτώσεις στα έσοδα του κράτους απ’ τη φορολογία.[x] Πλάι στα καθαρά πνευματικά κίνητρα και αποστροφή για φόρους και θητεία, ρόλο παίζει και η δυσαρέσκεια για την εκκοσμίκευση της Εκκλησίας.[xi]
Ο μοναχός προασπίζοντας το χριστιανικό ιδεώδες με την αυταπάρνησή του, γίνεται ο αληθινός φιλόσοφος της χριστιανοσύνης και ο μοναχισμός επεκτείνεται σε απομακρυσμένα μέρη. Ο εκχριστιανισμός θεωρείται ως υποβιβασμός, απ’ τους καλλιεργημένους ανθρώπους της ύστερης αρχαιότητας, πόσο μάλλον ο μοναχισμός ως ακραία μορφή φανατισμού.[xii]
Είναι σαφές ότι στο Βυζάντιο δεν υπάρχει ένας ενιαίος μοναστικός οργανισμός, οργανωμένος με κανόνες και συγκεκριμένα καθήκοντα σε έναν δεσμευτικό τρόπο ζωής.[xiii] Δεν υπάρχει κανένα «τάγμα», με τη σημασία που έχει σήμερα η λέξη στο μοναχισμό. Έτσι
κάθε μοναστήρι αποτελεί μια ανεξάρτητη, αυτόνομη μονάδα.[xiv]
Τα βυζαντινά μοναστήρια διαφέρουν απ’ της δύσης τα οποία έχουν ιεραποστολικούς και εποικιστικούς σκοπούς και πολιτικό κέντρο βάρους με σταθερότητα στο θεσμό. Αυτό ίσως και να οφείλεται στον έντονο ατομικισμό του Βυζαντινού που βρίσκει δύσκολη την υποταγή σε έναν ηγούμενο αλλά και στην θλιβερή εξαχρείωσή τους.[xv] Έτσι η συμβολή τους στη ζωή της κοινωνίας είναι περιορισμένη, αφήνοντας τις βιβλιοθήκες και τα βιβλία να σαπίζουν σύμφωνα με τον Ευστάθιο Θεσσαλονίκης.[xvi] Η κριτική εντείνεται λίγο πριν την πτώση της Κωνσταντινούπολης με τον Γεώργιο Πλήθωνα Γεμιστό να λέει ότι δεν υπάρχει κοινωνική συμβολή και οι μοναχοί είναι άχρηστοι κηφήνες και παράσιτα της κοινωνίας.[xvii]
Α. 2. Συνοπτική περιγραφή πώς και πού αναπτύχθηκε στις διάφορες μορφές του:
Ο μοναχισμός εκκινεί στην Αίγυπτο, στα τέλη του 3ου αι., όταν κάποιοι ευσεβείς άνδρες αποσύρονται στην έρημο και ζουν προσευχόμενοι μακριά απ’ τον κόσμο.[xviii] Είναι ένα κίνημα λαϊκών όχι κληρικών, που χαρακτηρίζεται απ’ την αναζήτηση της χαμένης αγνότητας των αποστολικών χρόνων,[xix] την προσευχή και νηστεία,[xx] την υπακοή, την πενία, την άσκηση με χαρακτηριστικά απομόνωσης και την σκληρή δουλειά.[xxi]
Σταδιακά απ’ τον 4ο αι. αναπτύσσεται το προσκύνημα των τόπων που οι Άγιοι – μοναχοί έχουν μονάσει και η συλλογή των λειψάνων τους. Αυτό αποσπά χρήματα απ’ τις δωρεές των προσκυνητών, την πώληση αφιερωματικών προσφορών και την πώληση ή ενοικίαση γης δημιουργώντας ανταγωνισμό με την Εκκλησία.[xxii] Έτσι ιδρύονται τα μοναστήρια, για ασκητισμό και εμπορική εκμετάλλευση, έχοντας τη γενική επίβλεψη των τόπων προσκυνήματος και προσφέροντας κατάλυμα στους επισκέπτες τους.[xxiii] Λείπει όμως η μόρφωση και το κοινό επίπεδο σε ένα βυζαντινό μοναστήρι,[xxiv] ιδιαίτερα για ζητήματα που δεν θίγονται απ’ το καταστατικό. Αυτό ίσως είναι και η αχίλλειος πτέρνα που το κοινόβιο οδηγείται στο σύστημα της ιδιορρυθμίας.[xxv] Το επιχείρημα της αμορφωσιάς των μοναχών γι’ αυτή την πορεία, δεν ισχύει σύμφωνα με τον Ναθαναήλ Μπέρτο, όπου ο αμόρφωτος μοναχός είναι λιτότερος και λιγότερο άπληστος.[xxvi]
Οι μορφές που αναπτύσσονται στην αρχή της βυζαντινής περιόδου και πρόκειται να γίνουν κλασσικές είναι δύο: η αναχωρητική και η κοινοβιακή,[xxvii] ενώ στην συνέχεια ακολουθούν ως μετεξέλιξη της κοινοβιακής, η λαύρα και το ιδιόρρυθμο.
Η αναχωρητική
Η «αναχώρηση» τον 1ο αι. μ.Χ., είναι προπομπός, φαινόμενο των ανθρώπων που δεν είναι σε θέση να πληρώσουν τους φόρους τους στην Αίγυπτο, και παράλληλα μέσο απόδρασης απ’ τα βάρη της καθημερινής ζωής. Ίσως εξελίσσεται από ορισμένες χριστιανικές ομάδες που ζουν μια ιδιαίτερα αυστηρή και αφοσιωμένη ζωή, χωρίς ωστόσο να αποσύρονται απ’ τον κόσμο. Γύρω στο 270 μ.Χ., ούτε μοναστήρια υπάρχουν στην Αίγυπτο, ούτε ζουν ερημίτες στην έρημο.[xxviii] Αποτελεί την πιο αυστηρή μορφή μοναχισμού τόσο ως αρχή που ο μοναχός γίνεται ερημίτης και ησυχαστής, όσο και ως σκοπό για την τελείωσή του. Στα αρνητικά του αναχωρητισμού είναι η μη βελτίωση των ανθρώπων με την απομόνωση, η έλλειψη περιθωρίων για αδελφική ευσπλαχνία και η έλλειψη ευκαιριών για την τήρηση όλων των εντολών του Κυρίου.
Η κοινοβιακή
Ως μορφή μοναχισμού ιδρύεται στην άνω Αίγυπτο απ’ τον Παχώμιο. Οι μοναχοί ζουν μαζί σε οίκους, ασκώντας κάποιο διακόνημα, που περιλαμβάνει και χειρονακτικές εργασίες.[xxix] Προσευχή, τράπεζα και καθημερινότητα απαιτούν την από κοινού συμμετοχή,[xxx] με ιδιαίτερη έμφαση την υπακοή, κυρίως στον μόνιμο ηγούμενο.
Η λαύρα
Είναι μια εξέλιξη του κοινοβίου σε μία πιο χαλαρή μορφή ιδιαίτερα όμως φιλελεύθερη και ησυχαστική. Η λαύρα λόγω του ησυχασμού ήταν αξιοθαύμαστη.[xxxi] Είναι ένας τύπος μοναστηριού, με ξεχωριστά κελιά ή σπήλαια γύρω από ένα κοινό οίκο. Εμφανίζεται τον 5ο αιώνα και μόνο Σάββατο ή Κυριακή συγκεντρώνονται σε κοινό οίκο.[xxxii]
Το ιδιόρρυθμο
Είναι μια πιο αυτόνομη μορφή λαύρας, με τον κάθε μοναχό να φροντίζει για την αυτοσυντήρησή του, διατηρώντας ορισμένα περιουσιακά στοιχεία. Ο μοναχός τρώει μόνος, κοινή τράπεζα υπάρχει σε μεγάλες γιορτές και ο ηγούμενος δεν είναι ισόβιος. Ανθίζει στην υστεροβυζαντινή περίοδο με το κίνημα του ησυχασμού.[xxxiii]
Β. 1. Η σχέση του μοναχισμού με την Εκκλησία:
Το 303-311 η Εκκλησία με νωπά τα σημάδια του μεγάλου διωγμού, δεν ασχολείται με το μοναχισμό, καθώς ενδιαφέρεται για απόκτηση προνομίων και πλούτου.[xxxiv] Μετά την αποκατάστασή της από τον Κωνσταντίνο, χάνει την αίγλη της και μετατρέπεται σε τμήμα της δημόσιας διοίκησης. Στους κανόνες της συνόδου της Γάγγρας το 341, γίνεται φανερή η ανησυχία του εκκλησιαστικού κατεστημένου – επισκόπων, για κάποιους ερημίτες που αφήνουν την ερημιά και έρχονται σε πόλεις και χωριά με τα ιδεώδη τους.[xxxv] Οι ανεξάρτητοι μοναχοί, εμφανίζονται να ενσαρκώνουν την προσωπικότητα του Χριστού, καθώς ο μοναχισμός διευκολύνει την απόκτηση υπερφυσικών χαρισμάτων.[xxxvi] Με απώτερο σκοπό την προσέγγιση της τελειότητας, ο μοναχισμός οδηγεί κοντά στο Θεό.[xxxvii]
Ο μοναχισμός, με την ερημιτική μορφή του λαϊκού χριστιανισμού, επιζητά την
τελειότητα. Γεννιέται έξω απ’ την εκκλησιαστική ιεραρχία, αποτελώντας απειλή για το
κατεστημένο, κάτι που σε μεγάλο βαθμό ισχύει και για την κοινοβιακή μορφή του.[xxxviii]
Η ζωή του Αγίου Αντωνίου είναι μια έμμεση καταδίκη της «εν κόσμω» Εκκλησίας.[xxxix] Ο Συμεών επιτίθεται στο κατεστημένο του κλήρου, υποστηρίζοντας ότι δεν διαφέρουν σε τίποτε από τους λαϊκούς και το μόνο που παραμένει είναι η υποκρισία του ενδύματος της ιεροσύνης.[xl] Το αποκορύφωμα είναι ότι οι μοναχοί περιφρονούν τους κληρικούς.[xli] Έτσι και αλλιώς φαντάζει δύσκολο οι καλοί μοναχοί του Βατοπεδίου,[xlii] να ορμούν με μαγκούρες στους γείτονές τους της μονής Εσφιγμένου, για μερικά χωράφια. Ορισμένα μοναστήρια λαμβάνουν ενεργό μέρος στην πνευματική ζωή της Εκκλησίας των πρώιμων χρόνων, συμμετέχοντας σε θεολογικές αντιπαραθέσεις και στην παραγωγή βιβλίων.[xliii] Το κύρος κάποιων[xliv] συντελεί στο γεφύρωμα της αντίθεσης ανάμεσα στην Εκκλησία και το μοναχισμό, κάνοντας αποδεκτούς και τους δύο τρόπους λατρείας. Ο μοναχισμός με μεγάλη επιρροή, διείσδυση και αξιόλογο οικονομικό πλούτο, διατηρεί την ανεξαρτησία του απέναντι στην κατεστημένη Εκκλησία,[xlv] ακόμα και τον 7ο αι..[xlvi]
Ο μοναχισμός υφίσταται το σοβαρότερο πλήγμα του, με πολλά θύματα, όταν οργανώνει την αντίσταση στην εικονομαχία, όχι τόσο για υλικό κέρδος, αλλά ως φυσικός υπερασπιστής της παραδοσιακής θρησκευτικής πρακτικής.[xlvii] Το 787 με την 7η οικουμενική σύνοδο, καταδικάζεται η εικονομαχία και αναβαθμίζεται ο μοναχισμός με πατριάρχες μοναχούς και αμείωτη ίδρυση νέων μοναστηριών στους επόμενους αιώνες.[xlviii] Η Εκκλησία αναγνωρίζει τους μεγάλους ερημίτες και μοναχούς ως αληθινούς χριστιανούς φιλοσόφους, κάτι που οδηγεί πρόσκαιρα και στην ιδιότυπη προσέγγιση ανάμεσα στις ελληνιστικές ιδέες και τη φιλοσοφία των μοναχών με τη ρήξη μοναχισμού, Εκκλησίας να λαμβάνει τέλος.[xlix]
Ο μοναχισμός αιμορραγεί νωρίτερα απ’ το 1072 στην Ασία και απ’ τις αρχές του 13ου αι. σταδιακά χάνει πλούτο και πιστούς. Μετά το 1261 οι μοναχοί γίνονται η έπαλξη της ορθοδοξίας για μη συστράτευση με τη Δύση. Αυτό έχει λαϊκή αποδοχή με αναβάθμιση του Αγίου Όρους που επανέρχεται σταδιακά στο διαλογισμό και τη γνήσια φιλοσοφία. Η απειλή που αντιμετωπίζει η Αυτοκρατορία ωθεί το ενδιαφέρον τους στη διάσωση της πολιτικής ορθοδοξίας και της εθνικής κληρονομιάς, συγκροτώντας σταδιακά μια «καλογερική Εκκλησία» που δεν χρειάζεται πατριάρχη. Ο μοναχισμός συρρικνώνεται με αποκορύφωμα τον 14ο αι.. Το 1372 τα αθωνικά μοναστήρια πηγαίνουν στο Σουλτάνο, προσφέροντας την υποταγή τους και παίρνοντας επικύρωση των τίτλων ιδιοκτησίας των κτημάτων τους.[l] Έτσι ο βυζαντινός μοναχισμός επιζεί της βυζαντινής αυτοκρατορίας.[li]
Γενικά η Εκκλησία ως θεσμός (Μοναχισμός-Εκκλησία) είναι κάτοχος μεγάλων κτημάτων και παροίκων απ’ τον 12ο αι., μεγάλου πλούτου σε ρευστό και είδος και ανάδοχος μεγάλων εμποροπανηγύρεων.[lii] Η εκκλησία δεν αντιδρά στο σύστημα των
χαριστικάριων, όπου παραμένει σε ισχύ μέχρι και το τέλος της αυτοκρατορίας.
Β. 2. Ερμηνεία του ρόλου που έπαιξε ο μοναχισμός στην ύπαιθρο και την πόλη:
Ο πρώιμος μοναχισμός αναπτύσσεται περισσότερο στην ύπαιθρο[liii] παρά στην πόλη.[liv] Στην Αντιόχεια, οι χριστιανοί, γιουχαΐζουν και σέρνουν στους δρόμους τους μοναχούς της πόλης. Στην ύπαιθρο αντίστοιχα ο μοναχός αποτελεί οικεία εικόνα, επιτελώντας κοινωνικό έργο αν είναι σπουδαίος ασκητής. Όταν όμως αρχίζουν να καταφθάνουν οι Άγιοι στις πόλεις, περίπου ημίθεοι ήρωες της πίστης, ο ασκητισμός υιοθετείται απ’ αυτές, ως η πλέον προτιμητέα εναλλακτική λύση στον δρόμο της αγιοσύνης.
Στην ύπαιθρο υπάρχουν πολλά θρησκευτικά κέντρα αγίων που μια συγκεκριμένη εποχή του χρόνου, λόγω γιορτής ή πανηγυριού,[lv] φιλοξενούν μεγάλο αριθμό προσκυνητών.[lvi] Οι Άγιοι,[lvii] ως, έλκουν και δημιουργούν θρησκευτικό τουρισμό στην έρημο και εμπόριο μεγάλης αξίας, με διάχυση της ανάπτυξης στην ύπαιθρο. Οι προσκυνητές είναι βασικός παράγοντας ανάπτυξης της ντόπιας οικονομίας, με τους μοναχούς να ασχολούνται με έργα ευλάβειας, φιλανθρωπίας και να συμβάλλουν στην τοπική βιοτεχνία. Στον 6ο αι. ο Άγιος Θεόδωρος της Συκεώνος μας μιλά για την ύπαιθρο όπου έχει πληθυσμό υπάκουο και δεκτικό στα κηρύγματα ενός τοπικού αγίου, ενώ ο Άγιος Νικόλαος μας λέει για ορεινές περιοχές, όπου οι χωρικοί βασίζονται στον άγιο άνδρα για θεραπεία των ασθενειών τους και εκδίωξη των κακών πνευμάτων.[lviii] Σπουδαία μνημεία σε απομακρυσμένες περιοχές της υπαίθρου είναι το μοναστήρι του Αγίου Συμεών στη Συρία και η μονή του Σινά. Το 964 ο Νικηφόρος Φωκάς καυτηριάζει όλο το μοναστικό κατεστημένο για την πλεονεξία τους και την απόκτηση κτιρίων, αναρίθμητων ζώων και τεράστιων εκτάσεων γης,[lix] χωρίς να μπορούν να την εκμεταλλευτούν. Η πίεση που ασκούν στον πληθυσμό της υπαίθρου τα πλούσια μοναστήρια προκαλούν έντονες αντιπαραθέσεις και αποστροφή.[lx]
Το πρώτο μοναστήρι στην Κωνσταντινούπολη ιδρύεται στα τέλη του 4ου αι., ενώ στο μεσαίωνα οι περισσότεροι ναοί είναι μοναστηριακοί.[lxi] Στις πόλεις, όπως στη Συριακή Έμεσα του 6ου αι. επί αγίου Συμεών, η δομή τους αναφέρει μοναστηριακά κτήρια σημαντικά για αστικό περιβάλλον.[lxii] Η φήμη και η ευημερία της πόλης, οφείλει πολλά στην ύπαρξη ενός προσκυνήματος.[lxiii] Τον 5ο και 6ο αι., απόγειο του μοναστικού κινήματος στην Ανατολή, ένας δοκιμασμένος ασκητής μπορεί να αναλάβει κάποια υπηρεσία στην πόλη, αν κρύβει την πραγματική του ταυτότητα. Στη συνέχεια ο Ιουστινιανός ορίζει ότι κανένα μοναστήρι δεν θα ιδρύεται χωρίς άδεια του επισκόπου που θα διορίζει και τον ηγούμενο,[lxiv] με σκοπό την αναχαίτιση του φαινμένου. Υπάρχουν περισσότερα μοναστήρια μέσα σε πόλεις ή κοντά, ακολουθώντας τους κανόνες αρχιτεκτονικής των οικισμών.[lxv]
Συγκριτικά πλεονεκτεί η ύπαιθρος σε σχέση με την πόλη, στην πρωτοβυζαντινή
περίοδο, αλλά στην μεσοβυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο η πρωτοκαθεδρία περνά στις πόλεις και οι μοναχοί[lxvi] αρχίζουν ν’ αλλάζουν το ρόλο τους. Η εντροπία του χρόνου, δεν στέκεται γενναία απέναντί τους. Ξεχνώντας την ταπείνωση, με οπτική για οικονομική επέκταση, οδηγούνται σε έλλειψη εγκράτειας ακόμη και με την πάροδο μιας ή δύο γενιών ενός μοναστηριού, ανεξαρτήτως χωροχρόνου.
Η πρόκληση όμως παραμένει στο ερώτημα: «ως που έφθανε ο εκμοναχισμός του βυζαντινού κόσμου;». Ως τον 8ο αι. οι μοναχοί δεν αντιπροσωπεύονταν καθόλου στον πατριαρχικό θρόνο, αλλά απ’ τον 9ο αι. αυτό αλλάζει δραματικά υπέρ τους. Έτσι σταδιακά γίνονται πολυάριθμοι και για λόγους συμφέροντος: είτε ως όψιμοι μοναχοί για να σώσουν την ψυχή τους, είτε λόγω φορολογικών υποχρεώσεων τον 11ο αι..[lxvii] Σε επίπεδο υπαίθρου-πόλης στον 10ο αι. παίζει ρόλο πολιτικό, η παραχώρησή μοναστηριών σε λαϊκούς πάτρωνες (χαριστικάριους), αποκτώντας ισόβιο έλεγχο σε κτήματα και εισοδήματά του, τα οποία μπορούν να παραχωρούν κληρονομικά μέχρι την τρίτη γενιά.
Γ. Η επιλογή του μοναστικού βίου, σε τι βαθμό, οδηγεί σε απομάκρυνση από τα εγκόσμια:
Η οργάνωση της Εκκλησίας μένει ως την τελευταία στιγμή μια αντιγραφή του κοσμικού κράτους.[lxviii] Η Εκκλησία είναι περισσότερο κρατική και ο μοναχισμός περισσότερο ιδιωτικός. Μπορεί ο καθένας να οδηγείται μέσω του χριστιανισμού στην φιλοσοφία, σε αιρέσεις, στις δεισιδαιμονίες[lxix] στο μοναστικό βίο και στην απομάκρυνση απ’ τα εγκόσμια μέσω αυτού, αν και αυτό δεν γίνεται στην συντριπτική πλειοψηφία των μοναχών. Την περίοδο δημιουργίας του, με ενδημική την ύπαρξη δαιμόνων,[lxx] ο μοναχισμός αντιμετωπίζεται ως απομάκρυνση απ’ τα εγκόσμια. Το κοινόβιο αντίθετα αποκτά κάποια κοσμικότητα καθώς και η ησυχαστική θεωρία ήταν εντός των τειχών.[lxxi]
Το θρησκευτικό αίσθημα του μεσαίωνα είναι η μέλλουσα ζωή, το παρόν δεν έχει αξία.[lxxii] Η επιλογή του μοναστικού βίου είναι το πρώτο βήμα για την τελείωση και εξαρτάται περισσότερο απ’ το ιδιόρρυθμο του χαρακτήρα, παρά απ’ το γενικό πλαίσιο ύπαρξης μοναχισμού και μοναχών. Σε μια μερίδα ανθρώπων η μοναχική ζωή είναι γέφυρα για τον αναχωρητικό βίο, ο οποίος πάντα θεωρείται το αποκορύφωμα μιας πνευματικής πορείας.[lxxiii] Σε άλλους πεδίον δόξης για το εμπόριο κ.α. λόγω δυνατότητας να μετακινούνται στην εγκόσμια καθημερινότητα, ζώντας στης παρυφές της εγκόσμιας ζωής.[lxxiv]
Η έξοδος από τον κόσμο διαμορφώνει ένα καθημερινό τρόπο ζωής με ιδιαιτερότητες ή ακόμη ακρότητες.[lxxv] Πολλές φορές οδηγεί σε στιγμιαία ή διαρκή κατάσταση πλήξης, ανίας, ή αποθάρρυνσης προκαλώντας έλλειψη αυτοσυγκέντρωσης και νοήματος (ακηδία) σε νέους μοναχούς.[lxxvi] Οι αλληλεπιδράσεις σ’ ένα μοναχό είναι έντονες, αλλά δεν χάνεται ο χαρακτήρας του. Ο ασκητής φθάνει στο στόχο του και συνήθως γυρνά
στις πόλεις για να μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις και τις ψυχικές αρετές του.
Ενώ μοιάζει προφανής η κατάληξη της επιλογής του μοναστικού βίου, να οδηγεί σε απομάκρυνση από τα εγκόσμια, η αλληλεπίδραση με αυτά στις περισσότερες βαθμίδες του μοναχισμού, δεν οδηγεί σε απομάκρυνση. Οι λίγοι όμως που συνεχίζουν σε μια πορεία τελείωσης, μας προσφέρουν υπεραξία στα εγκόσμια, τόσο κατά την επιστροφή τους οι περισσότεροι, κάτι που λαμβάνει συχνά χώρα, όσο και αντίθετα με την θέση τους στα όρια της μοναστικής ζωής, για όσους συνεχίζουν. Τα όρια αυτά κατά τον Παζολίνι, βοηθούν στην αντίληψη του πλάτους ταλάντωσης των εγκοσμίων, αναδεικνύοντας την αξία της τελείωσης-απομάκρυνσης απ’ τα εγκόσμια και σηματοδοτώντας νέα όρια στην δύναμη του ανθρώπου. Οι Βυζαντινοί θαυμάζουν εκείνους που απαρνιόνται τις χαρές του κόσμου, προετοιμάζοντας τον εαυτό τους για την αιωνιότητα με την έκσταση και την υποταγή της σάρκας, ιδιαίτερα δε τους ερημίτες.[lxxvii]
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το απλό γέλιο και η ευτυχία των αρχαίων χάνεται στη βυζαντινή εποχή. Η καθημερινότητα απαξιώνεται και είναι αναπόφευκτη η υπερκόσμια αναζήτηση σε φορολογικούς παράδεισους, όπως η τελείωση μέσω του μοναχισμού. Οι αλληλοκατηγορίες μεταξύ μοναχισμού και Εκκλησίας, τους στερούν την αντίληψη πως είναι στην ουσία αμφότεροι αδρανείς. Οι μοναχοί από εθελοντικά απόβλητοι της κοινωνίας, γίνονται λαϊκοί ήρωες και κατεστημένο, με πλήρη υποταγή στην εκκλησιαστική εξουσία. Τα μοναστήρια, εντός ή εκτός αστικών κέντρων, είναι μέρος ενός αλληλοεξαρτώμενου συστήματος, όπου μέσω του εμπορίου ενδυναμώνουν το πολιτικό και εκκλησιαστικό κατεστημένο.
Η μοναστική περιουσία είναι αναπαλλοτρίωτη, παρουσιάζει κέρδος και το παιχνίδι με τις εξουσίες, αν και εξαιρετικά περίπλοκο, μοιάζει με χάδια ανάμεσα σε γάτες. Τα μοναστήρια, ως εμπορική εκμετάλλευση, δείχνουν το δρόμο το 1204 στους σταυροφόρους της Δ’ Σταυροφορίας, όπου η κλοπή πολύτιμων κειμηλίων και η μεταφορά τους στην Ευρώπη, δημιουργούν νέους τόπους προσκυνήματος.
Τα μεσαιωνικά μοναστικά κτήρια, βρίσκονται σε εμφανή αντίθεση με το υποτιθέμενο μοναστικό ιδεώδες του ασκητισμού, αλλά αντικατοπτρίζουν τόσο αυτό που διαχρονικά ξέρουν να κάνουν καλά οι μοναχοί, όσο και το ύψος των κληροδοτημάτων. Δεν είναι σύμπτωση ότι θαυμάσια θρησκευτικά κτίρια της μέσης βυζαντινής περιόδου είναι μοναστηριακά, όπως ο Όσιος Λουκάς, η Νέα Μονή Χίου, το Δαφνί κλπ. και διατηρούν ακόμη στοιχεία από την αρχική τους λαμπρότητα. Το κτίσιμο τεράστιων μοναστηριών είναι ο φόρος τιμής του πολιτισμού στο φανατισμό.
O μοναχισμός γνωρίζει ιδιαίτερη εξάπλωση στο Βυζάντιο, ασκεί μεγάλη επιρροή στον βυζαντινό πολιτισμό και επιζεί της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η επίκληση όμως υψηλών ιδανικών και η άντληση γοήτρου απ’ την ταύτισή του με υπερβατικές πνευματικές αξίες, δεν δίνουν δικαίωμα λήθης στις υποχρεώσεις του μοναχισμού, απέναντι στην ιστορία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
· Beck H. G., Η βυζαντινή χιλιετία, μτφρ. Κούρτοβικ Δ., Μορφωτικό Ίδρυμα
Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 2005.
· Bryer Anthony, "Τα μέσα της αγροτικής παραγωγής: μυϊκή δύναμη και εργαλεία" στο
Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου απ’ τον 7ο έως τον 15ο αι., τόμος
Α’ της Αγγελικής Ε. Λάιου κ.α., εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2006.
· Foss Clive, "Η ζωή στην πόλη και στην ύπαιθρο" στο Ιστορία του Βυζαντίου
του Mango Cyril κ.α., εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2006.
· Mango Cyril, Bυζάντιο, η αυτοκρατορία της νέας Ρώμης, μτφρ. Τσουγκαράκης Δ.,
Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 2007.
· Mango Cyril 1, "Νέα θρησκεία, παλαιός πολιτισμός" στο Ιστορία του
Βυζαντίου του Mango Cyril κ.α., εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2006.
· Mango Mundell Marlia, "Το προσκύνημα των ιερών τόπων" στο Ιστορία του Βυζαντίου του
Mango Cyril κ.α., εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2006.
· Mango Mundell Marlia 1, "Μοναχισμός" στο Ιστορία του Βυζαντίου του Mango Cyril κ.α.,
εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2006.
· Runciman S. , Βυζαντινός Πολιτισμός, μτφρ. Δετζωρτζή Δ., Ερμείας 1969.
· Βρυώνης Σ. Η παρακμή του μεσαιωνικού ελληνισμού στη μικρά Ασία και η διαδικασία
εξισλαμισμού 11ος – 15ος αιώνας, μτφρ. Κάτια Γαλαταριώτου, Μορφωτικό
Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 2000.
· Ευθυμιάδης Σ., "Ο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ" στο Δημόσιος και
Ιδιωτικός βίος στην Αρχαία Ελλάδα, τόμος Β, των Σ. Ευθυμιάδη,
Α. Κυρκίνη-Κουτούλα, Ν. Νικολούδης, Β. Πέννα, εκδ. Ε.Α.Π.,
Πάτρα 2000.



[i] Τον 12ο αι. είχε στην κατοχή της πάροικους.
[ii] Αναφέρεται ακόμη και ο βιασμός γυναίκας που πήρε τον τίτλο του δαίμονα με γυναικεία μορφή απ’ τον βιαστή ερημίτη… Διγενή Ακρίτα.
«αλλά πάντως αδύνατον πυρ παραμείναι χόρτω.
και εμιάνθη η οδός υπό της ανομίας
συνεργεία σατανική και ψυχής αμελεία. (Beck H. G., ό.π., σελ.363)
[iii] Beck H. G., ό.π., σελ.362
[iv] Mango Mundell Marlia 1, ό.π., σελ.284 Τελικά μετά τρεις αιώνες και ο μοναχισμός γίνεται κατεστημένο και ακολουθεί τα γνώριμα μονοπάτια της Εκκλησίας για απόκτηση πλούτου.
[v] Μακροπρόθεσμη πολιτική προπαγάνδα κατήχησης, όπου τα Δυτικά μοναστήρια είναι δάσκαλοι.
[vi] Beck H. G., ό.π., σελ.297
[vii] Beck H. G., ό.π., σελ.298
[viii] Ο μοναχισμός ελευθερώνοντας το πνεύμα, διευκόλυνε την απόκτηση υπερφυσικών χαρισμάτων με προβολές σε θεραπείες, εξορκισμούς δαιμόνων, προφητείες και θαύματα, τα οποία ο Χριστός είχε υποσχεθεί στους αληθινούς οπαδούς του. (Mango Cyril 1, ό.π., σελ.158)
[ix] Beck H. G., ό.π., σελ.285
[x] Beck H. G., ό.π., σελ.312
[xi] Beck H. G., ό.π., σελ.384
[xii] Mango Cyril 1, ό.π., σελ.140 Η Αγία Γραφή, παρά το ρωμαλέο κείμενό της, εθεωρείτο κατά γενική ομολογία βάρβαρη ως προς τη γλώσσα και το ύφος της.
[xiii] Beck H. G., ό.π., σελ.285
[xiv] Beck H. G., ό.π., σελ.286 Δεν είναι τυχαίο ότι όσο εύκολα δημιουργούνταν ένα μοναστήρι άλλο τόσο εύκολα έκλεινε.
[xv] Beck H. G., ό.π., σελ.292-3
[xvi] Beck H. G., ό.π., σελ.299
[xvii] Beck H. G., ό.π., σελ.298
[xviii] Mango Mundell Marlia 1, ό.π., σελ.280
[xix] Ευθυμιάδης Σ., ό.π., σελ.213
[xx] Cyril Mango, ό.π., σελ.128-129
[xxi] Cyril Mango, ό.π., σελ.140
[xxii] Mango Mundell Marlia, ό.π., σελ.169
[xxiii] Mango Mundell Marlia, ό.π., σελ.170
[xxiv] Μια παράτολμη προσέγγιση για ένα βυζαντινό μοναστήρι 50 μοναχών θα ήταν: 7-8 ίσως είχαν γίνει δεκτοί στο μοναστήρι από πολύ νέοι, 30 ίσως είχαν περάσει τη μισή ζωή τους εκτός και ήταν κάτι ανάμεσα σε προσκυνητές και αλήτες, 6 θα ήταν απόμαχοι καλόγεροι ή συνταξιούχοι που αξίωναν ησυχία, 6 με ανώτερη μόρφωση και έπιαναν στα χέρια τους κάποιο βιβλίο ενός κλασικού συγγραφέα. Μια κοινότητα ετερόκλητη, περισσότερο και απ’ τη φαντασία μας. (Beck H. G., ό.π., σελ.301-2)
[xxv] Beck H. G., ό.π., σελ.302
[xxvi] Beck H. G., ό.π., σελ.299
[xxvii] Ευθυμιάδης Σ., ό.π., σελ.214
[xxviii] Cyril Mango, ό.π., σελ.128
[xxix] Οι μοναχοί έπρεπε να κρατούν απόσταση μισού μέτρου μεταξύ τους
[xxx] Ευθυμιάδης Σ., ό.π., σελ.214
[xxxi] Runciman S., ό.π., σελ.125
[xxxii] Ευθυμιάδης Σ., ό.π., σελ.240
[xxxiii] Ευθυμιάδης Σ., ό.π., σελ.242
[xxxiv] Mango Cyril 1, ό.π., σελ.143
[xxxv] Beck H. G., ό.π., σελ.386
[xxxvi] Mango Cyril 1, ό.π., σελ.159-160
[xxxvii] Mango Cyril 1, ό.π., σελ.159-160
[xxxviii] Beck H. G., ό.π., σελ.294
[xxxix] Cyril Mango, ό.π., σελ.131
[xl] Cyril Mango, ό.π., σελ.144
[xli] Cyril Mango, ό.π., σελ.145
[xlii] Τελικά οι Βατοπεδινοί κατάφεραν να διώξουν τους Εσφιγμενίτες απ’ το Άγιο Όρος και ο Θεός τους αποζημίωσε και με τη λίμνη Βυσθωνίδα… μια και ο χρόνος μπορεί να περνά, το γινάτι του μοναχού ποτέ.
[xliii] Mango Mundell Marlia 1, ό.π., σελ.285
[xliv] Όπως του Αγίου Αθανασίου, επισκόπου Αλεξάνδρειας, ή του Ευσταθίου που αποσκίρτησε από μοναχός και έγινε επίσκοπος.
[xlv] Cyril Mango, ό.π., σελ.138
[xlvi] Και υπό Αραβική κυριαρχία οι ορθόδοξοι μοναχοί διατήρησαν τα κυριότερα ιδρύματά τους στην Παλαιστίνη και το όρος Σινά.
[xlvii] Cyril Mango, ό.π., σελ.139
[xlviii] Cyril Mango, ό.π., σελ.140
[xlix] Beck H. G., ό.π., σελ.305
[l] Εμείς οι φτωχοί δούλοι σας … πληροφορούμε την αφεντιά σας ότι οι Τούρκοι αρπάζουν τα παιδιά μας και τα κάνουν μουσουλμάνους… σας ικετεύουμε να συμβουλέψετε τον Άγιο Πάπα να στείλει τα πλοία του να μας πάρουν… (Βρυώνης Σ. ό.π., σελ. 211) Και όμως για τις αρπαγές των μικρών Ελληνόπουλων στην Ανατολική Τουρκία …εκκωφαντική σιωπή. Απόλυτη αρμονία Πατριάρχη, Πάπα, Μοναχών, ίσως το Άγιο Πνεύμα δεν χωρούσε στην τριάδα.
[li] Cyril Mango, ό.π., σελ.150
[lii] Βρυώνης Σ. ό.π., σελ. 39
[liii] Τα μοναστικά κτήρια της υπαίθρου ακολούθησαν δύο τύπους: της λαύρας (οι μοναχοί ζούσαν ξεχωριστά) και το κοινόβιο (οι μοναχοί είχαν κοινή τράπεζα και ενδιαίτηση). (Mango Mundell Marlia 1, ό.π., σελ.285)
[liv] Mango Mundell Marlia 1, ό.π., σελ.282
[lv] Στα βασικά εκθέματα του πανηγυριού είναι υφάσματα, ενδύματα, ζώα, τροφή, ότι άλλο μπορεί να φέρνει κέρδος στους εμπόρους και τους μοναχούς (κομποσκοίνια, εικόνες, κ.λ.π.)
[lvi] Ευθυμιάδης Σ., ό.π., σελ.250
[lvii] Οι Άγιοι είναι κατά μία εκδοχή οι φυσικοί διάδοχοι των ηρώων της ελληνικής πολυθείας. (Ευθυμιάδης Σ., ό.π., σελ.256)
[lviii] Foss Clive, ό.π., σελ.125-126
[lix] Cyril Mango, ό.π., σελ.141 Η οικονομική πλεονεξία ωθούσε ένα χωρικό να γίνει μοναχός, χτίζοντας μια εκκλησούλα, και αφιερώνοντάς της τη γη του.
[lx] Beck H. G., ό.π., σελ.309
[lxi] Mango Mundell Marlia 1, ό.π., σελ.284
[lxii] Foss Clive, ό.π., σελ.109 Κτήρια στην Έμεσα: τείχη, Αγορά, θέατρο, λουτρά, λεωφόρους με τοξωτές στοές, εκκλησίες, αρχοντικά, μαγαζιά, πάγκους, εργαστήρια, μαγειρεία, νεκροταφεία, παιδότοποι, πλυσταριά, χωματερές, κλπ.
[lxiii] Ακόμη και το εκτός πόλης προσκύνημα, όπως στην Έφεσο του Αγίου Ιωάννη του Ευαγγελιστή, παίζει σημαντικό οικονομικό ρόλο στην πόλη. (Foss Clive, ό.π., σελ.114)
[lxiv] Cyril Mango, ό.π., σελ.137
[lxv] Foss Clive, ό.π., σελ.130
[lxvi] Οι μοναχοί αντί να φιλοσοφούν στα μοναστήρια τους, αποκτούσαν εξαιρετικές ικανότητες εμπόρου, τοκογλύφου, έπαιρναν ληστρικά ενοίκια απ’ τους παροίκους, εξαπατούσαν πλούσιους δωρητές, πλαστογραφούσαν τίτλους ιδιοκτησίας, κυνηγούσαν, οπλοφορούσαν ενώ πολλοί είχαν προσωπική περιουσία που αύξαναν. (Cyril Mango, ό.π., σελ.145)
[lxvii] Bryer Anthony, τόμος Α΄, ό.π., σελ. 180-186 Αν δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις φορολογικές υποχρεώσεις επέλεγαν το δρόμο της φοροαπαλλαγής: το μοναστήρι. Αποκορύφωμα ήταν το αγιορείτικο σκάνδαλο του 12ου αι., όταν οι Βλάχοι έφεραν και τις γυναίκες τους με τα κοπάδια τους στο Άγιον Όρος.
[lxviii] Runciman S., ό.π., σελ.124
[lxix] Mango Cyril 1, ό.π., σελ.135
[lxx] Οι δαίμονες ήταν κακόβουλα πνεύματα, αθάνατα και ευκίνητα, τα οποία βασάνιζαν όχι μόνο τους ανθρώπους αλλά και τα κατοικίδια ζώα, προκαλώντας παραφροσύνη, πολλά είδη ασθενειών και στους ανθρώπους αμαρτωλές επιθυμίες. (Mango Cyril 1, ό.π., σελ.139)
[lxxi] Ευθυμιάδης Σ., ό.π., σελ.220 Οι ησυχαστές αποσείοντας κάθε κοσμική φροντίδα αποβλέπουν μόνο στην ένωση και θέα του Θεού.
[lxxii] Ακόμη και άνθρωποι όπως ο Ψελλός, παραδέχονται ότι η επίγεια ζωή είναι σχετικά ασήμαντη. (Runciman S., ό.π., σελ.238)
[lxxiii] Ευθυμιάδης Σ., ό.π., σελ.239
[lxxiv] Beck H. G., ό.π., σελ.291
[lxxv] Ευθυμιάδης Σ., ό.π., σελ.230
[lxxvi] Ευθυμιάδης Σ., ό.π., σελ.236
[lxxvii] Runciman S., ό.π., σελ.238-9

Δεν υπάρχουν σχόλια: