Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

ΕΛΠ 21 εργ.4η Μέση βυζαντινή ιστοριογραφία Μιχαήλ Ψελλού και Νικήτα Χωνιάτη

ΑΡΓΥΡΗΣ ΗΛΙΑΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
Πρόγραμμα Σπουδών:                        ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Θεματική Ενότητα:                 ΕΛΠ 21          
Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία
Ακαδημαϊκό Έτος:                  2009-2010
Όνομα Καθηγήτριας:              ΑΘΗΝΑ ΜΠΑΖΟΥ

Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία (ΕΛΠ21)
2009-10
Θέμα 4ης γραπτής εργασίας

Καταληκτική ημερομηνία παράδοσης: 2/5/2010

Ένα από τα χαρακτηριστικά της μέσης βυζαντινής ιστοριογραφίας (8ος-12ος αι.) είναι η στροφή από τη γεγονοτολογική προς μια βιο-κεντρική περιγραφή που στόχο έχει τη λεπτομερή σκιαγράφηση του χαρακτήρα των πρωταγωνιστών της Ιστορίας. Αφού μελετήσετε τα παρακάτω αποσπάσματα από τα έργα δύο κορυφαίων Βυζαντινών ιστοριογράφων, του Μιχαήλ Ψελλού [Χρονογραφία, Βιβλίο Γ΄, μτφρ. Βρ. Καραλής, εκδ. Κανάκη, Αθήνα 1992, σ. 154-161 (Παράλληλα Κείμενα, κείμενο 7)] και του Νικήτα Χωνιάτη (Χρονική Διήγησις, Βιβλίο Β΄, βλ. μτφρ. όπως επισυνάπτεται), απαντήστε στα ερωτήματα:
1.      Με ποιο τρόπο και με ποια εκφραστικά μέσα (γλώσσα, ύφος, εικόνες) σκιαγραφούν ο Ψελλός και ο Χωνιάτης αντίστοιχα τον αυτοκράτορα Ρωμανό Γ΄ Αργυρό και τον αξιωματούχο Ιωάννη;
2.      Ποιες επιρροές και οφειλές στο έργο του Ψελλού αναγνωρίζετε στον Χωνιάτη με βάση τα συγκεκριμένα αποσπάσματα;
Η απάντησή σας να μην ξεπερνά τις 6 δακτυλογραφημένες σελίδες (γραμματοσειρά Times New Roman, μέγεθος γραμμάτων 12, διάστιχο 1 ½).    





5




10




15




20




25




30




35




40




45




50




55




60



Μέσα στις πολλές φροντίδες του αυτοκράτορα αυτού (ενν. Μανουήλ Α΄ Κομνηνού) ήταν και η κρατική διοίκηση. Γι’αυτό και διορίζει και αυτός, όπως είχε κάνει προηγουμένως και ο αυτοκράτορας και πατέρας του (ενν. Ιωάννης Β΄ Κομνηνός), ανώτατο επιμελητή για τα δημόσια οικονομικά και λογιστή τον Ιωάννη από την Πούτζα που ήταν πρωτονοτάριος του δρόμου*, για δε τα δικά του διατάγματα μεσιτεύοντα διαχειριστή και εκτελεστή τον Ιωάννη Αγιοθεοδωρίτη. Και ο πρώτος φρόντιζε πάντοτε να βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον βασιλέα και να δέχεται όλες του τις εντολές και τις αποφάσεις σα να προέρχονταν από ανώτερη μοίρα. Και ως βοηθούς για όσα έγραφε και έλεγε δεν χρησιμοποιούσε καθόλου λίγους από εκείνους τους λογίους που είχε άφθονους η βασιλική αυλή, κυρίως μάλιστα τον Θεόδωρο Στυππειώτη στον οποίο θα αναφερθούμε στη συνέχεια.
Ο Ιωάννης από την Πούτζα ήταν άνθρωπος ικανότατος στα δημόσια οικονομικά, ψιλολόγος στα φορολογικά, αφενός πρώτος στην ακρίβεια με την οποία απαιτούσε εκείνα που  υπήρχαν και υπόκεινταν σε δασμολόγηση, αφετέρου ανυπέρβλητος στο να ανακαλύπτει εκείνα που δεν υπήρχαν. Είχε έτσι αναπτύξει ένα χαρακτήρα που ήταν αδυσώπητος και αμείλικτος έναντι όλων. Διότι ήταν ευκολότερο να μαλάξεις μια αγέλαστη και αμειδίαστη πέτρα παρά να υποχρεώσεις εκείνον να πράξει κάτι χωρίς τη θέλησή του. Εκείνο όμως που είναι ακόμα πιο αξιοπερίεργο δεν είναι μόνο το ότι ήταν ασυγκίνητος στα δάκρυα και στα όποια παρακαλετά ανυποχώρητος, στις πολιορκητικές μηχανές του χρήματος απόρθητος και στου χρυσαφιού τις γητειές ασαγήνευτος, αλλά το ότι, ως δείγμα της μισανθρωπίας του, ήταν και απρόσιτος. Και αυτό που ήταν για τους συγχρόνους του δυσάρεστο και ανυπόφορο ήταν το ότι δεν έδινε ποτέ σαφή απάντηση σε όσα του εξέθετε ο συνομιλητής του αλλά και το ότι χαιρόταν τις περισσότερες φορές με τη σιωπή του, ενίοτε μάλιστα τον ξεπροβόδιζε χωρίς κουβέντα. Τόσο μεγάλη έγινε η ισχύς και η εξουσία που τον περιέβαλε ώστε να αποπέμπει και να σκίζει όσα από τα βασιλικά θεσπίσματα δεν του άρεσαν κι ορισμένα μόνο άλλα να τα καταχωρίζει στα δημόσια έγγραφα.
[….] Κι έτσι μέχρι κάποιο καιρό ο Ιωάννης είχε αναδειχτεί σε λογιστή αγαπητό των δημόσιων οικονομικών, σε δεινό και φειδωλό οικονόμο και σ’ εφοριακό που μέτραγε με τρόπο απόλυτο και την τελευταία δεκάρα. Και η κυριαρχία του ήταν ακαταγώνιστη και το να πράττει το κατά το δοκούν επίσης ανεξέλεγκτο και ό,τι ήθελε του ήταν μπορετό. Μόλις όμως είδε ότι η δύναμή του αναπροσαρμοζόταν σε νέα δεδομένα και ότι η παρρησία του παραγκωνιζόταν και η ισχύς του βαθμηδόν υποχωρούσε, αφού και άλλοι άρχισαν να αποκτούν επιρροή στο πλευρό του βασιλιά και άρχισαν να τον απωθούν και να τον παραμερίζουν, παραβίασε τα όρια που είχε ο ίδιος θέσει και όντας πριν δραπέτης από τις συγκυρίες και στα πράγματα, τώρα και με τα δύο του τα χέρια προσδέθηκε σ’ αυτά και προσαρμόστηκε. Έτσι λοιπόν λέγοντας σε κάποιον φίλο του «εμπρός, ας πλουτίσουμε!», άλλαξε ολότελα τη συμπεριφορά του. Και αφού μονομιάς στράφηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση, αφιερώθηκε στις λαθροχειρίες όσο κανείς από τους ανθρώπους του καιρού του. Και αφού αντίκριζε με χαμόγελο αυτούς που τον συναντούσαν και τους απαντούσε με προσήνεια, κατασκόπευε με περιέργεια αν κουβαλούσαν χρυσάφι στην τσέπη τους. Και αφού έκανε γυναίκα του μια από εκείνες τις ευγενείς που ήταν ξεπερασμένες και μαραμένες, ονομάστηκε πατέρας κάποιων παιδιών, (ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΧΩΡΙΣ ΑΞΙΑ) στα οποία μοίρασε πλούτη βαθιά και αρκετά για ηδονές. Επειδή ήταν όμως λεπτολόγος στο έπακρο και φιλάργυρος και άπληστος, δεν άφηνε διόλου τον πλούτο να του σηκώσει πάνω τα βλέφαρα, όταν προσπαθούσε να κοιτάξει προς τα πάνω και να ατενίσει τους φτωχούς. Αλλά τον είχε εξολοκλήρου αιχμάλωτο με δεσμά άλυτα και αδιάρρηκτα και βέβαια απροσπέλαστο, όπως ακριβώς τη Δανάη ο αρχαίος Ακρίσιος**. Και καθώς έπασχε από μικρότητα και γλισχρότητα, πολλές φορές έστελνε πίσω στο μαγαζί όπου τα πουλούσαν όσα φαγώσιμα του είχαν στείλει. Και ως παράδειγμα αναφέρω ότι όταν κάποιοι του έστειλαν για δώρο ένα ρόμβο (γλώσσα) και ένα λαβράκι, ψάρια μεγάλα και παχιά, τα γύρισε πίσω τρεις φορές κι άλλες τόσες εισέπραξε το τίμημα αφού εναλλάξ αγοράστηκαν από άλλους. Και έγιναν στ’ αλήθεια ψαράδες τα ψάρια, πραγματοποιώντας αυτό που είχαν τα ίδια πάθει, μια που αφενός για αγκίστρι είχαν ρίξει το μέγεθός τους, αφετέρου για δόλωμα είχαν περιβληθεί το λίπος τους, αποσπώντας έτσι τους περαστικούς στο δικό τους άντρο.
Κάποια άλλη φορά καθώς βράδιαζε και επέστρεφε στο σπίτι από τα ανάκτορα των Βλαχερνών*** όπου είχε διημερεύσει, μόλις αντίκρισε τις γυναίκες του καπηλειού να έχουν στις πάγκους κάποιο φαγητό από αυτά που πουλάνε στο δρόμο και που ονομάζεται αλμαία στην κοινή γλώσσα, ορέχτηκε να γευτεί το ζωμό και να φάει και τα κοτσάνια από τα χορταρικά. Όταν του είπε κάποιος από τους υπηρέτες του, που ονομαζόταν Ανζάς, ότι έπρεπε τώρα να συγκρατήσει την επιθυμία του, και ότι θα έβρισκε, μόλις έφτανε στο σπίτι, εδέσματα και μάλιστα καλοβαλμένα, αφού τον κοίταξε με ένα βλέμμα αυστηρό όμοιο με Τιτάνα, έκανε το παν για να ικανοποιήσει με την ησυχία του τον έρωτά του. Αρπάζοντας μονομιάς από τα χέρια της γυναίκας το πιάτο όπου μέσα του έπλεε το αγαπημένο του φαγητό, έσκυψε και με μια χαψιά ρούφηξε το ζωμό και βάλθηκε να μασάει τα χόρτα. Και έτσι αφού έβγαλε από την τσέπη του κάποιο χάλκινο νόμισμα το παρέδωσε σε κάποιον από τους υποτακτικούς του, απαιτώντας να του το «χαλάσουν» σε τέσσερις οβολούς, από τους οποίους δύο ν’ αφήσουν στην πωλήτρια, και τους υπόλοιπους να τους γυρίσουν γρήγορα πίσω σ’ αυτόν.
[….] Δεν απορεί λοιπόν κανείς που όταν πέθανε αυτός ο απόλυτος εραστής του χρήματος, όχι μόνο του βρήκαν αποθηκευμένο άφθονο χρήμα αλλά κι αποταμιευμένες ακόμα και πέννες πολύχρωμες από τους γραμματείς του.                                                              (μετάφραση Στέφανος Ευθυμιάδης)

*  αξίωμα που δήλωνε προϊστάμενο του αυτοκρατορικού ταχυδρομείου.
** επειδή το μαντείο των Δελφών είχε προβλέψει στον βασιλιά του Άργους Ακρίσιο πως θα σκοτωνόταν από τον γιο της μοναχοκόρης του Δανάης, εκείνος την έκλεισε σε μια υπόγεια σκοτεινή φυλακή όπου όμως ο Δίας σε μορφή βροχής κατάφερε να διεισδύσει.
 *** το παλάτι της δυναστείας των Κομνηνών που βρισκόταν στο βάθος του Κερατίου κόλπου


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ


ΕΙΣΑΓΩΓΗ                                                                                                                ΣΕΛ. 3

ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ                                                                                                         ΣΕΛ. 3


Α.               Με ποιο τρόπο και με ποια εκφραστικά μέσα (γλώσσα, ύφος, εικόνες)
σκιαγραφούν ο Ψελλός και ο Χωνιάτης αντίστοιχα τον αυτοκράτορα
Ρωμανό Γ΄ Αργυρό και τον αξιωματούχο Ιωάννη;                                                     ΣΕΛ. 3


Β.               Ποιες επιρροές και οφειλές στο έργο του Ψελλού αναγνωρίζετε στον Χωνιάτη
με βάση τα συγκεκριμένα αποσπάσματα;                                                                   ΣΕΛ. 8


ΕΠΙΛΟΓΟΣ                                                                                                                ΣΕΛ. 10

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ                                                                                                       ΣΕΛ. 11













ΕΙΣΑΓΩΓΗ                                                                                                     
Η εργασία είναι μια μελέτη σε αποσπάσματα έργων της μέσης βυζαντινής ιστοριογραφίας (8ος-12ος αι.), με κύριο χαρακτηριστικό την στροφή από τη γεγονοτολογική στην βιο-κεντρική περιγραφή και στόχο την λεπτομερή σκιαγράφηση του χαρακτήρα των πρωταγωνιστών της Ιστορίας, σε δύο ενότητες. Στην πρώτη ενότητα θα αναλυθεί ο τρόπος και τα εκφραστικά μέσα (γλώσσα, ύφος, εικόνες) που σκιαγραφούν ο Ψελλός και ο Χωνιάτης τον αυτοκράτορα Ρωμανό Γ΄ Αργυρό και τον αξιωματούχο Ιωάννη αντίστοιχα στα παρακάτω αποσπάσματα των έργων των δύο κορυφαίων Βυζαντινών ιστοριογράφων, του Μιχαήλ Ψελλού [Χρονογραφία, Βιβλίο Γ΄, μτφρ. Βρ. Καραλής, εκδ. Κανάκη, Αθήνα 1992, σ. 154-161 (Παράλληλα Κείμενα, κείμενο 7)] και του Νικήτα Χωνιάτη (Χρονική Διήγησις, Βιβλίο Β΄, βλ. μτφρ. όπως επισυνάπτεται). Στην δεύτερη ενότητα με βάση τα ίδια αποσπάσματα η μελέτη θα αναγνωρίσει τις επιρροές και τις οφειλές που υπάρχουν στο έργο του Χωνιάτη απ’ το έργο του Ψελλού.
ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ                                                                                          
Α.               Με ποιο τρόπο και με ποια εκφραστικά μέσα (γλώσσα, ύφος, εικόνες) σκιαγραφούν ο Ψελλός και ο Χωνιάτης αντίστοιχα τον αυτοκράτορα Ρωμανό Γ΄ Αργυρό και τον αξιωματούχο Ιωάννη;
Ο 11ος αιώνας χαρακτηρίζεται από δραστήριο πνευματικό κλίμα που σχετίζεται απ’ την άνοδο μιας καινούργιας τάξης αστών και την εμφάνιση διανοούμενων που ήταν κατά βάση καθηγητές, όπως ο Ψελλός. Παράλληλα παρατηρείται μια διάλυση του κρατικού μηχανισμού που οφείλεται στην ολέθρια πολιτική που ακολουθούν οι επίγονοι του Βασιλείου Β’. Η γλώσσα της εποχής υπάρχει ταυτόχρονα σε τρεις μορφές, στον αττικισμό της ανώτερης τάξης (παρελθόν-παρόν), στην κοινή ελληνιστική που ως γλώσσα του Ευαγγελίου είχε μεγάλη διείσδυση (παρόν-παρόν) και στην δημώδη γλώσσα του λαού (παρόν-μέλλον) που είναι η πιο ωφελημένη στην εξελικτική της πορεία.
Η χρονογραφία είναι μια ιστορική αφήγηση με έντονο προσωπικό  χαρακτήρα και για πρώτη φορά με λογοτεχνικές αξιώσεις. Χωρίς ν’ αποκόπτεται απ’ τη λαϊκή παράδοση σε γλώσσα και ύφος χαρακτηρίζεται από ένα πνεύμα απλής έως απλοϊκής διάθεσης ερμηνείας εστιάζοντας στα πρόσωπα. Ταυτόχρονα απεικονίζει μια σύγχρονη μονοσήμαντη αντιστοιχία του κοινωνικού πάζλ της εποχής και απαξιώνει το πολιτικό κατεστημένο. Στην επιφάνειά της προβάλλει παραδοσιακές κοινοτυπίες, ενώ με μέρη διφορούμενου νοήματος ανάμεσα στις γραμμές περνά τις πραγματικές πεποιθήσεις ως ανατρεπτικό ντοκουμέντο πολιτικού μανιφέστου.[i] Η χρήση της γλώσσας της άρχουσας τάξης με πλούσια σχήματα υπάρχει τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με ιδιότητές και έντεχνο δομικό ρόλο νομενκλατούρας, που γεννά και επιβάλλει ετικέτες και ονόματα, απαξιώνοντας την λαϊκή τάξη και κουλτούρα. Ξεπερνά την αποστείρωση, χάρη στις πολλές λεπτομέρειες, το περίτεχνο ύφος και την ευγενική ειρωνεία, που εξουδετερώνουν τη γλωσσική ακαμψία και μετριάζουν την πολιτική δυσωδία. Η αφήγηση εκφράζει το καλλιεργημένο ύφος και το ήθος του αφηγητή, αντίθετα απ’ τον στόμφο των ηρώων. Η γλωσσική επιμέλεια ανήκει στις αρετές του έργου που έχει την ανάλογη θετική εκφραστική απήχηση, με άφθονες εικόνες (Χρον., ΙΙΙ, 26, 29-31)[ii] και εξαιρετική ακρίβεια. Η έκφραση είναι μεστή και φιλόκαλη χρησιμοποιώντας τις ερωτήσεις, τον παρενθετικό λόγο και τους διασκελισμούς με αποτέλεσμα μία διαλεκτική δύναμη.
Ο Ψελλός[iii] ζει τα γεγονότα από κοντά και έχει αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης για τη δολοφονία του Ρωμανού.[iv] Η σκηνοθετική έμπνευση του αφηγητή που ενσαρκώνει την παρακμιακή εποχή, διατηρεί τον αρχετυπικό χαρακτήρα της συνέχειας του θρόνου παρά την εκτροπή των αυτοκρατόρων-συμβόλων σε θύτες. Υποκλίνεται στον υποκειμενισμό μέσα από ασαφή σχήματα λόγου (Χρον., ΙΙΙ, 26, 1) και αναφορές στην ιστορία των νεανικών του χρόνων (Χρον., ΙΙΙ, 25, 1). Ο αφηγητής ενώ δηλώνει άγνοια στην αρχή ως προς την ενοχή της Ζωής και του Μιχαήλ, στην συνέχεια όταν οι περισσότεροι τους θεωρούν ενόχους (Χρον., ΙΙΙ, 26,1-4) υποδόρια τους στοχοποιεί για την εκούσια ή ακούσια δολοφονία του Ρωμανού.[v] Ταυτόχρονα με ειρωνικές αιχμές απαξιώνει τον αυτοκράτορα για τη μεγαλομανία (Χρον., 24, 18-23) και τον κενό χαρακτήρα του και με φιλοσοφική διάθεση υποβαθμίζει τη δολοφονία ως μια υποσυνείδητη επιθυμία ενός τραγικού θύματος με αντιθέσεις.
Ο αυτοκράτορας με το να υπομένει τους εραστές της Ζωής (Χρον., ΙΙΙ, 23, 11-12),[vi] κάνει το πρώτο βήμα της ανοχής σε ανεξερεύνητους κόσμους, ανέτοιμος για τις εκπλήξεις που είναι συνήθως δυσάρεστες. Πλάθεται απ’ τον αφηγητή έτοιμος να θυσιασθεί για το κρίμα της ανοχής του νοηματοδοτώντας το τίμημά της που μάλλον έχει καθυστερήσει. Με παραστατικότητα και ρητορική συνθλίβει τον λυρισμό της εισαγωγής και η αρρώστια του Ρωμανού δρα υπαινικτικά αφυπνίζοντας το κοινωνικό γίγνεσθαι. Ο κοινωνικός ρεαλισμός και η σάτιρα σ’ ένα κόσμο έκπτωσης ώριμα νατουραλιστικό συμπάσχει με τους θύτες, ίσως γιατί ο αφηγητής προσδοκά προσωπικά οφέλη. Απομυθοποιεί τα σύμβολα εξουσίας και αποκαθηλώνει από εξιδανικευτικά στοιχεία τα βασιλικά πρόσωπα, που ακολουθούν τη μοίρα τους. Εκθέτει τη φτώχεια της προσωπικότητάς των ανθρώπων της αυλής, με χαρακτηριστικά ανοχής-δόλου[vii] και ρουτίνας. Οι ήρωες είναι κατά βάση θύματα και παράλληλα αντιήρωες προφητείας κάποιου μηνύματος. Στηλιτεύει την εξουσία και τους συνεργούς της που καλλιεργούν την ψευδή συνείδηση για το γίγνεσθαι, με μια δυναμική σάτιρα της επερχόμενης αυτοκρατορικής πτώχευσης. Ο οραματισμός του αφηγητή μ’ ένα μεστό λόγο αποστασιοποιημένου παρατηρητή «…δεν αμφιβάλλω ότι αυτοί οι δύο έγιναν η  αιτία του θανάτου του…» (Χρον., ΙΙΙ, 26, 7-8),[viii] γίνεται φορέας ιδεών κοινωνικής ελευθερίας. Η αιτία της επιλογής του ίσως ταυτίζεται με υστερόβουλα ελατήρια ή ευγενή φιλοδοξία μιας πορείας αναγέννησης του δημόσιου και ιδιωτικού βίου (Χρον., ΙΙΙ, 24, 13-14), αλλά παραμένει μια ιστορική καταγραφή.
Ο αφηγητής με ιδιαίτερη χρήση του επιθέτου στην περιγραφή δίνει το έγκλειστο στοιχείο του παράνομου ζευγαριού ως αποτέλεσμα του τυφλού ψυχισμού του, με ειρωνική λυρική έκφραση. Ο ωμός ρεαλισμός της διαβρωτικής βασιλικής κατάληξης κυριαρχεί στο κείμενο και απελευθερώνει το παρόν απ’ την υπερβατική πηγή νοήματος (Χρον., ΙΙΙ, 26, 46-47).[ix] Ο εκφραστικός δυναμισμός, η πλαστικότητα της εικόνας και ο διαλεκτικός συνδυασμός αντίθεσης και αμφισημίας (Χρον., ΙΙΙ, 26, 1-6) εστιάζει στην σύνθεση ήθους που συγκλίνει στο άκρο του σατιρικού φάσματος (Χρον., ΙΙΙ, 155, 1-5).[x] Η σάτιρα και η αναζήτηση μιας μορφικής τελειότητας, ξεσκεπάζει ένα πόθο απληστίας για υψηλή ζωή (Χρον., ΙΙΙ, 23, 21-22) υποδαυλίζοντας την επιφανειακή ψυχρότητα, με ετερογενή ποικιλία στη γλώσσα και το ύφος. Η ευφημία και η δυσφημία ως ρητορικός λόγος οδηγούν σε δραματικά ανθρωποκεντρικά στοιχεία  και η ενατένιση υπερβαίνοντας την κενή ρητορεία και το ρομαντικό στόμφο, ωθεί στην κάθαρση.
Ο αφηγητής φωτίζει βαθειά την βασιλική ζωή και με εξαίρετη τεχνική, σκιαγραφεί τα εξωτερικά και ψυχικά χαρακτηριστικά των ηρώων του, νοιώθοντας σωματική και ψυχική συντριβή ως προς την επιφάνεια και το βάθος της αφήγησης.[xi] Παρά τον πλουραλισμό στην έκφραση, είναι αισθητή μια ελεγειακή διάθεση του ανθρώπου μπροστά στην νατουραλιστική μορφή της ζωής. Παρουσιάζει τους χαρακτήρες μοιραίους με ανθρώπινες αδυναμίες, όπου ανήμποροι μπροστά στην έλξη των παθών τους, μοιάζουν σύγχρονοι ως προς τις αντιδράσεις. Με επιτηδειότητα αυλικού, εντυπωσιακή ευφυΐα και υπαινιγμούς ως προς τη τέχνη της αποσιώπησης, έχει συνείδηση της ιδιαίτερης θέσης του μα η αυτοειρωνεία του προσδίδει συμπάθεια.[xii] Μια αυτοκρατορία σε απαξιακή δίνη οδηγείται στην διάλυση[xiii] δημιουργώντας μία μετωνυμική παρακαταθήκη για τις μελλοντικές γενιές, μέσω της απαξίωσης όλων, ακόμη και του αφηγητή που προβάλλεται ως πρωταγωνιστής.
Ο Χωνιάτης[xiv] είχε καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα και αισθητήριο τέχνης, όμως η αφ’ υψηλού θεώρηση και η έλλειψη ουσιαστικής επαφής με το λαό, του στερούσε την αίσθηση των κοινωνικών προβλημάτων. Με την εμπειρία του στον οικονομικό τομέα, ως πρώην εφοριακός υπάλληλος, παρατηρεί επιτιμητικά και στηλιτεύει τη φιλοχρηματία και τον παρασιτισμό των αξιωματικών της αυτοκρατορίας που τους θεωρεί απαίδευτους οιηματίες.[xv] Ο Χωνιάτης θεωρεί ότι η ιστορία ως ανώτατος κριτής μπορεί να καταστήσει κάποιους αθάνατους και παραλείπει το όνομα ανήθικων ηρώων με σκοπό την εξαφάνιση της μνήμης τους. Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος της επιλογής του Ιωάννη που δεν είναι αυτοκράτορας αλλά ένας ήρωας β’ διαλογής, αν και ουσιαστικά επανδρώνει το δομικό μηχανισμό του συστήματος.[xvi] Ο Ιωάννης απ’ την Πούτζα ως εκλεπτυσμένη μορφή στην αρχή προδιαθέτει και λειτουργεί συνειρμικά, για την έκφραση του ψυχισμού και της κοινωνικής καταγωγής του και περιγράφεται ως δεινός φοροεισπράκτορας του δημοσίου με άμεμπτο ήθος. Ο αφηγητής συνδυάζει την κλίση ενός άμεμπτου υψηλόβαθμου που θυσιάζει τη ζωή του για το κοινό όραμα, με πλήρη συνείδηση (Χ.Δ., 6).
Η α’ και β’ ενότητα (Χ.Δ., 1-22) είναι ιστορική αναδρομή με καίρια εκφραστική φωνή και επίσημη ορολογία, ενώ η γ’ και δ’ ενότητα (Χ.Δ., 23-58) χρησιμοποιεί απλή συναισθηματική γλώσσα με ύφος παραστατικό.[xvii] Οι δύο οπτικές γωνίες πριν και μετά, αυξάνουν το πλάτος ταλάντωσης του χρόνου δημιουργώντας δύο πόλους, όπου η ιστορικότητα του πλαισίου της κύριας αφήγησης αυξάνει την αντίθεση της ρηχής πραγματικότητας ως προς το όνειρο του παρελθόντος. Το γεγονός που συντελεί στην μεταστροφή του έντιμου υπαλλήλου της α’ ενότητας σε ανέντιμο της β’ ενότητας, είναι η αποτυχία των ολέθριων μέτρων που εισηγήθηκε στον αυτοκράτορα και οδήγησαν στην διάλυση του ναυτικού και την άνθηση των πειρατών. Η σύντηξη του χρόνου δημιουργεί μια μετωνυμία του σήμερα και προβάλλει τις διαχρονικές ανθρώπινες αδυναμίες, ιδιαίτερα όταν εκτεθούν σε ανασφάλεια, ως σύγχρονα οικουμενικά προβλήματα. Η απομόνωση του Ιωάννη συνυπάρχει με την ανθρώπινη έκπτωση στην χονδροειδή συμπεριφορά που αναζητεί το χρήμα σαν αντίβαρο εξουσίας. Απ’ το χρονογράφημα λείπει η προσδοκία και η νίκη, ενώ στη γλώσσα αφθονεί η ρυθμική ποικιλία «…αφιερώθηκε στις λαθροχειρίες… …έγιναν στ’ αλήθεια ψαράδες τα ψάρια… …γυναίκες του καπηλειού… …αλμαία… …ρούφηξε το ζωμό… …μασάει τα χόρτα…» (Χ.Δ., 32,44,48,49,55)  και η πλάγια έκφραση. Υπάρχουν  πλούσιοι επιθετικοί προσδιορισμοί με δεξιοτεχνική αφηγηματική οργάνωση («ανυπέρβλητος», «αδυσώπητος» (Χ.Δ., 13,14), που με τη διακειμενικότητα του “απόλυτου” ειρωνεύονται το ακριβώς αντίθετο στην εξέλιξη.
Στο ύφος[xviii] προεξέχει ο εγωκεντρικός τόνος του ήρωα Ιωάννη στην αρχή και ο σαρκαστικός του αφηγητή στην συνέχεια, ενώ η μύηση στη δωροληψία εκθέτει ως εφήμερη την αρχή της καριέρας του. Το ύφος είναι παράδειγμα μίμησης κλασσικών προτύπων[xix] με εγκιβωτισμό και ρητορική τάση με χρήση μυθολογικών (Χ.Δ., 40) και ιστορικών (Χ.Δ., 5,8) μεταφορών-αναφορών αντίστοιχα. Η υπερβολή παρομοιώσεων και η δεσπόζουσα θέση στο ρήμα συμβάλλουν στο στολισμένο ύφος του, στερούνται όμως στοχασμού δημιουργικής αίσθησης. Δίνει χαρακτηριστικά σινεμασκόπ στα πορτραίτα του «…στις πολιορκητικές μηχανές του χρήματος απόρθητος… …να σκίζει όσα από τα βασιλικά θεσπίσματα δεν του άρεσαν…» (Χ.Δ., 21-23), με εμφατικά μέσα έκφρασης «…εμπρός ας πλουτίσουμε…» (Χ.Δ., 31) και εικόνες (Χ.Δ., 52-53)[xx] που συμβάλλουν στην απεικόνιση μιας πνευματικής ανεπάρκειας (Χ.Δ., 36),[xxi] εντός της δωροληπτικής εποχής (Χ.Δ., 43).[xxii]
Αυτή η αποσύνθεση διεισδύει και στο ατομικό επίπεδο του ήρωα Ιωάννη, με έλλειψη σεβασμού απέναντι στον τρόπο επιλογής της συζύγου του (Χ.Δ., 35)[xxiii] και στο να φέρει τον τίτλο «…πατέρας κάποιων παιδιών…» (Χ.Δ., 36).  Η αφήγηση μιας σκηνοθεσίας επιστροφής στο σπίτι (Χ.Δ., 47-58), φανερώνει την απώλεια συναισθηματικής νοημοσύνης προδικάζοντας το άσχημο τέλος, όπου το αναπόδραστο  είναι η ενδελέχεια στην έλλειψη κάθε αρετής. Ο Ιωάννης γίνεται αντισύμβολο ενός κόσμου σε παρακμή τότε και τώρα, συμβολίζοντας την πτώση των ιστορικών ειδώλων. Ο τόνος του είναι διδακτικός και κυνικός, εναλλάσσει τη γλυκιά συγκίνηση του ωραίου και του υψηλού με την δραματική ρητορική ειρωνεία, που λειτουργεί υποσυνείδητα ή με ένταση ενσυνείδητα όταν οι υπηρέτες μιλούν για εγκράτεια  της επιθυμίας (Χ.Δ., 50-51).[xxiv] Η σύζευξη λεπτομερειών στο ιστορικό μεταίχμιο μνημειώνει τους υπηρέτες του χρήματος.
Η ατμοσφαιρική λεπτομέρεια εντείνει την αληθοφάνεια ως γνώρισμα ρεαλισμού, και διακρίνεται για την οξύτητά στην ενάργεια των εικόνων, που φωτογραφίζουν τον νεποτισμό και την ασωτία «…κατασκόπευε με περιέργεια αν κουβαλούσαν χρυσάφι στην τσέπη τους…» (Χ.Δ., 34).[xxv] Απ’ τις σχέσεις αιτίου αιτιατού και ακεραιότητας των χαρακτήρων του α’ μέρους, διολισθαίνει στην επιφανειακή ακρίβεια στο β’ μέρος που εκθέτει την ψυχογράφηση του ήρωα ως ξενιστή ιδεών,[xxvi] υπονοώντας μετωνυμικά τον άνθρωπο ζώο σε επίπεδο ενστίκτων. Η ωρίμανση με κλιμάκωση ρημάτων και συμπεριφορών από υπαρξιακά φιλοσοφικά στοιχεία μιας νατουραλιστικής περιγραφής, φθάνει στα όρια της αισθητικής (Χ.Δ., 55),[xxvii] σχηματοποιώντας την κυνική πλευρά του ανθρώπου της οίησης της παρακμής και της ματαιότητας.
Η ειρωνική αναγωγή του χθες στο σήμερα, είναι ένας μεταϊστορικός πολιτικός στοχασμός, όπου η ιστορική έμπνευση με δυναμικό ρεαλισμό, ειρωνεύεται τους υπαλλήλους και τα έργα τους και δυσπιστεί απέναντι στη μιθριδατική απληστία τους. Η ιστορική συνείδηση του αφηγητή αναπαριστά μια δευτερεύουσα και ηττημένη ιστορική μορφή και ειρωνεύεται μετωνυμικά την ψευδαίσθηση της εξουσίας ως ισχυρή, παντοτινή και αδιάβλητη. Η σταδιακή μετάβαση απ’ το συγκεκριμένο στο αφηρημένο, απ’ την εξωτερική έκφραση στον ψυχικό κόσμο και απ’ τη φυσιογνωμία του ήρωα στην υποκειμενικότητά του, αποτελεί μετωνυμική πρόοδο από το απτό στο αφηρημένο.
Β.               Ποιες επιρροές και οφειλές στο έργο του Ψελλού αναγνωρίζετε στον Χωνιάτη με βάση τα συγκεκριμένα αποσπάσματα;
Ο άνθρωπος το περιβάλλον και η παιδεία συντελούν και εξελίσσουν διαχρονικά έναν πολιτισμό με όψεις αλληλένδετες που καμία δεν μπορεί να υψωθεί περισσότερο από μερικά εκατοστά πάνω από τους περιορισμούς της εποχής της.[xxviii] Αυτό που διατηρήθηκε από τον αρχαίο κόσμο στον βυζαντινό είναι η συνείδηση υπεροχής της ελληνικής παιδείας[xxix] με τη βυζαντινή λογοτεχνία να παρουσιάζει μια άνθιση μόνο στα δύο άκρα, στο πνευματικό-υπερβατικό και στο πρακτικό-κοινό νου.[xxx]
Ο Ψελλός ως σύμβουλος υψηλών προσώπων και αυτοκρατόρων και γνώστης της πολιτικής ζωής, για πρώτη φορά καταγράφει τις εμπειρίες του απ’ αυτήν. Προσφέρει τη γνώση μ’ ένα ευχάριστο τρόπο, την εποχή που η εκλεπτυσμένη λογοτεχνία επεκτείνεται στην αριστοκρατία.[xxxi] Ο Ψελλός είναι ο πιο μοντέρνος απ’ τους βυζαντινούς συγγραφείς, κυνικός, διασκεδαστικός, μορφωμένος και ικανός αλλά περιαυτολόγος με ελαφρά επιτηδευμένο λόγο, αντίθετα απ’ τον οικείο λόγο του Χωνιάτη, που έχει την μεγαλύτερη ευρύτητα πνεύματος απ’ όλους τους βυζαντινούς ιστορικούς.[xxxii] Οι ιστορικοί αυτοί διακρίνονται για το ύφος, την ορθή κρίση, την ευφυΐα και την κριτική ικανότητα. Κοινό σημείο και των δύο είναι ο διαχρονικός εκφυλισμός των ανθρώπων που υπηρετούν τους θεσμούς σε υψηλά αξιώματα που δρουν καταλυτικά στην ταύτιση της εποχής με μια πορεία κοινωνικοπολιτικής έκπτωσης.[xxxiii]
Ο Ψελλός εγκαινιάζει ένα νέο είδος ιστορίας, με μοναδικό μιμητή τον Χωνιάτη, με ερμηνείες όχι πάντα αντικειμενικές, είτε από προσωπικές μαρτυρίες για όσα βλέπει ή ζει στο αυλικό περιβάλλον, είτε από αξιόπιστες πηγές.
Η χρονογραφία του Ψελλού,[xxxiv] πάνω απ’ όλα ενδιαφέρεται για την περιγραφή του χαρακτήρα και των κινήτρων των ανθρώπων, με μία ευαισθησία και μία διορατική παρατηρητικότητα που λείπει. Η ποιότητα δε της προσωπικής παρατήρησης και της ζωντανής απεικόνισης του χαρακτήρα, συντελεί στην ψυχολογική διορατικότητα.[xxxv] Ο Χωνιάτης επηρεάζεται απ’ τον Ψελλό τόσο στο θέμα με στην αναπαραγωγή περιστατικών της αυλής, όσο και στην εστίαση στην λεπτομέρεια και την επιφανειακή κριτική, δεν αντιλαμβάνεται όμως ότι το πολιτικό σύστημα και οι θεσμοί της αυτοκρατορίας έχουν ξεπεραστεί στο πέρασμα του χρόνου. Αυτό που δίνει περιεχόμενο στην μίμηση είναι η ωριμότητα της σκέψης του και η πείρα που διοχετεύει στο κείμενο μαζί με τις οφειλές στον Ψελλό (Χ.Δ., 32) όπως η ρητορική που συχνά διολισθαίνει στον έπαινο και τον ψόγο[xxxvi] ή η υποκριτική συμπεριφορά ως πρακτική συμβιβασμού συμφερόντων εξουσίας. Ίσως όμως το θεωρητικό υπόβαθρο να αντλεί απ’ την ελληνική ρητορική που ήταν κοινή παράμετρος και στους δύο, ενώ εκπλήσσει θετικά η έλλειψη μακροσκελών δημηγοριών, αφού ήταν γνωστή η ρητορική τους δεινότητα. Η χρονογραφία δεν είναι ένα προπαγανδιστικό έργο που εξυπηρετεί δυναστικά συμφέροντα. Είτε είναι απομνημονεύματα ενός αυλικού είτε βιογραφίες αυτοκρατόρων είτε πρωτοποριακό ιστορικό κείμενο με υφή πολιτικής φιλοσοφίας, το καινοτόμο στοιχείο βρίσκεται στη προσωπική προβολή του Ψελλού σε ιστορικά δρώμενα, με ρόλο εφάμιλλο των ηρώων του. Ο Χωνιάτης επηρεάζεται απ’ την κριτική διάθεση του Ψελλού πάνω στο θέμα του, χωρίς όμως να προχωρά σε αυτοπροβολή η διεκδίκηση ρόλου πρωταγωνιστή.
Στον Ψελλό είναι σχεδόν ανέφικτο να προσδιορίσουμε στην σκέψη του ένα σταθερό και ενιαίο σύστημα αξιών, απορρίπτει παραδοσιακές αξίες όπως η δικαιοσύνη η ευσέβεια[xxxvii] που αντίθετα χρησιμοποιεί ο Χωνιάτης αν και ο λόγος του εκφράζει έλλειψη σταθερότητας και ηθικών αρχών,[xxxviii] στις αρχές και τις πεποιθήσεις των ηρώων του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος, ίσως και ως οφειλή του Ψελλού.
Το κείμενο του Χωνιάτη βρίθει παρομοιώσεων και μεταφορών υψηλής λογοτεχνικής μορφής, με κάποια τραγικότητα και μελαγχολία  που ταιριάζει με την εποχή, παραπέμποντας τόσο στην κλασική γραμματεία όσο και στον Ψελλό.[xxxix] Τα πολλά επίθετα και οι συνώνυμες φράσεις που πασχίζουν για ένα πλούσιο αποτέλεσμα, επίσης αποτελούν μια επιρροή του Ψελλού στο Χωνιάτη. Κοινό γνώρισμα και των δύο είναι η πρόθεση της σαφήνειας και της καθαρότητας του λόγου τους στα κείμενά τους, αναιρούνται όμως στην συνέχεια με διάσπαρτες κλασικές αναφορές και στερεότυπες φραστικές επιλογές, ξεχνώντας το εύληπτο και κατανοητό.
Η Χρονική διήγηση παρουσιάζει μια αφήγηση υψηλής γλωσσικής ποιότητας που διακρίνεται για την ειρωνεία και τον σαρκασμό του αφηγητή όπου με σκωπτικό χιούμορ στο τέλος γίνεται πικρόχολος και απουσιάζει η ευδοκία.[xl] Η σκιαγράφηση των χαρακτήρων και των ζωντανών πορτραίτων με αναφορές και ανάλυση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και στο πως καταλήγει στην δυστυχία, την ασθένεια, την τιμωρία και τον θάνατο, είναι επίσης μια σημαντική επιρροή του Ψελλού. Το τέλος του ήρωα της Χρονικής Διήγησης είναι κοινό με του ήρωα της Χρονογραφίας, όπου η μίμηση λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην ψυχή και το σώμα, λίγο πριν τη νέμεση της ύβρης.
Οι επιρροές του Χωνιάτη ως κριτήριο έμπνευσης απ’ τον Ψελλό δεν είναι η αισθητική απόλαυση που προκαλεί στον σύγχρονο αναγνώστη. Οι λογοτεχνικές μας προτιμήσεις είναι διαμετρικά αντίθετες απ’ τις προτιμήσεις των καλλιεργημένων Βυζαντινών. Αυτοί θαυμάζουν την κοινοτυπία-εμείς την πρωτοτυπία, αυτοί αγαπούν την ρητορεία-εμείς την μισούμε, αυτοί προτιμούν τον βερμπαλισμό-εμείς τον λιτό λόγο.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ                                                                                                  
Οι κοινωνίες της βυζαντινής εποχής του 11ου - 13ου αι. με κοινά γνωρίσματα, απαλλαγμένες απ’ τον “αφελή” ιδανισμό των αξιών του παρελθόντος, σε μια διαστολή του χρόνου, συνεχίζουν να καταναλώνουν χρήμα αξίες και ζωές ως προϊόν πνευματικής δίαιτας και εξάρτησης, με κληρονομικό κόστος ωριμότητας. Η αυτοκρατορική αυλή κυριαρχεί και διαβρώνει το λαϊκό πολιτισμό. Σε φθαρμένο φόντο κοινωνικής έκπτωσης, μια διεφθαρμένη άρχουσα τάξη, αρνείται να δει τον εαυτό της στον καθρέπτη ως ήκιστα μυθιστορηματική. Σ’ ένα κόσμο που σταδιακά καταρρέει από έλλειψη σεβασμού προς την ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια, ο Ψελλός και ο Χωνιάτης απομυθοποιούν τον άνθρωπο υπηρέτη του χρήματος ή των τίτλων εξουσίας και την ίδια την εξουσία ως συνυπεύθυνους στην πορεία εκφυλισμού, εκθέτοντάς τους γυμνούς  από συμβολισμούς και αξίες.
Οι ανέκκλητες αλήθειες δεν προσιδιάζουν στην μη ενιαία βυζαντινή περίοδο. Παραμένουν υπόθεση της φιλοσοφίας, όπου το παρελθόν είναι προσιτό μέσα από μια άσκηση του ορθού λόγου, σαν μια καθαρά νοητική ανασύνθεση. Η ιστορία της εποχής τους, είναι μια λογοτεχνική μορφή αιώνιου πλούτου και ενδιαφέροντος, αλλά σε έκπτωση προς το κοινωνικό κουτσομπολιό, όπου η έλξη της είναι αισθητή σε ανθρώπους ανώτερης τάξης με ελπίδες πολιτικής σταδιοδρομίας.
Οι αφηγητές ασκούν κοινωνική κριτική στην άνθρωπο της εξουσίας που προσπορίζεται ίδιον όφελος, είτε για εγκόσμια ευτυχία, είτε για αναγνώριση. Επικαλούμενοι και οι δύο υψηλά ιδανικά και αντλώντας το γόητρό τους από αυτή τους την ταύτιση με πνευματικές αξίες, φάνηκαν συνεπείς στις υποχρεώσεις τους απέναντι στην ιστορία; Ίσως,… φάνηκαν όμως συνεπείς απέναντι στη γλώσσα. Αυτή σώθηκε, αλλά παρ' όλα αυτά έπρεπε να περάσει μέσα από την ίδια της την αδυναμία, να γίνει κτήμα του λαού ως δημώδης, να δώσει απαντήσεις, να περάσει μέσα από αφωνία αιώνων, απ’ τα σκοτάδια του χρόνου και του θανατηφόρου λόγου. Και παρ’ ότι πολλές φορές δεν βρήκε λέξεις για ό, τι έγινε, μπόρεσε να βγει ξανά στο φως, εμπλουτισμένη.








ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ                                                                                         
·         Beck H. G.,          Η βυζαντινή χιλιετία, μτφρ. Κούρτοβικ Δ., Μορφωτικό Ίδρυμα
                              Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 2005.
·         Culler J.,,            Λογοτεχνική θεωρία, μια συνοπτική εισαγωγή, μτφρ. Κ. Διαμαντάκου
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 20032.
·         Hunger H.,           Bυζαντινή Λογοτεχνία Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών,
                                    τόμος Β’, μτφρ. Κόλιας Τ., Συνέλλη Κ, Μακρής Γ. Χ., Βάσσης Ι.,
                                    Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 20095.
·         Lemerle P. ,          «Ο Πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός», σημειώσεις και παρατηρήσεις
                              για την εκπαίδευση και την παιδεία στο Βυζάντιο από τις αρχές ως
                              τον 10ο αιώνα, μτφρ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου Μ., Μορφωτικό
                              Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 19852.
·         Mango C.,            Bυζάντιο Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, μτφρ. Δ. Τσουγκαράκη,
                              Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 2002.
·         Runciman S. ,      Βυζαντινός Πολιτισμός, μτφρ. Δετζωρτζή Δ., Ερμείας 1969.
·         Βρυώνης Σ.          Η παρακμή του μεσαιωνικού ελληνισμού στη μικρά Ασία και η
                              διαδικασία εξισλαμισμού 11ος – 15ος αιώνας, μτφρ. Γαλαταριώτου
                              Κ., Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 2000.
·         Καρπόζηλος Α.,  Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι, τόμος Γ’, εκδ. Κανάκη,
                              Αθήνα 2009.
·         Μωυσείδου Γ.,     «Ιστοριογραφία» στο Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή
                                    Φιλολογία, τόμος Γ’, των Μωυσείδου Γ., Γιάννου Τρ. κ.α.,   εκδ.
                                    Ε.Α.Π., Πάτρα 2001.





[i] Καρπόζηλος Α., ό.π., σελ.100
[ii] (Χρον., 161, 4-6) «…ο αέρας όμως μέσα του τον σήκωσε στην επιφάνεια του νερού, όπου σάλευε πέρα δώθε σαν φελλός…».
[iii] Κατά τον 11ο αιώνα ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος (1042-1055) μεταρρύθμισε με διάταγμα το Πανδιδακτήριο ιδρύοντας δύο ξεχωριστές σχολές, τη Νομική σχολή με το όνομα «Διδασκαλείον των νόμων» και την Φιλοσοφική με το όνομα «Γυμνάσιον» όπου διηύθυνε ο Μιχαήλ Ψελλός.
[iv] Καρπόζηλος Α., ό.π., σελ.114 Ο Σκυλίτζης μπορεί να ανήκει στις αξιόπιστες πηγές, που θεωρούν τον Μιχήλ Παφλαγόνα ένοχο για το φόνο του Ρωμανού Γ’.
[v] Προκειμένου να έρθει στο θρόνο ο εραστής της αυτοκράτειρας Ζωής.
[vi] (Χρον., 155, 4-5) «…προσποιούμενος ότι δεν έβλεπε τίποτε, ικανοποιούσε τα πάθη της βασίλισσας…».
[vii] Η ανοχή ενέχει δόλο, κάτι που συνηγορεί και ο Μπρέχτ ρωτώντας «…γιατί ο Θεός ανέχεται την ανοχή;…» στο βιβλίο Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν.
[viii] Όταν ξέρεις την αιτία, μπορείς να προετοιμάζεσαι και για τις αφορμές.
[ix] (Χρον., 161,21-22)  «…μαύρο πηχτό υγρό άρχισε να ρέει από μέσα…».
[x] (Χρον., 155, 1-5) «…η Ζωή είχε σφοδρές ερωτικές επιθυμίες… …τα πάθη της βασίλισσας…».
[xi] Καρπόζηλος Α., ό.π., σελ.111
[xii] Beck H. G., ό.π., σελ.158
[xiii] Η εποχή του 11ου  αι. είναι σηματωρός έκπτωσης της αυτοκρατορίας με την ήττα του Μαντζικέρτ το 1071μ.Χ.
[xiv]Ο Χωνιάτης είναι ο  Νικήτας Ακομινάτος απ’ τις Χώνες, ο ιστορικός της άλωσης της πόλης απ’ τους Λατίνους το 1204.
[xv] Καρπόζηλος Α., ό.π., σελ.715
[xvi] Hunger H., ό.π., σελ.278
[xvii]  Για να καταλήξει στο αυτονόητο της πέμπτης παραγράφου (Χ.Δ., 59-61).
[xviii] Έχει ύφος σύμφωνα με την βυζαντινή λογοτεχνία της εποχής των Κομνηνών.
[xix] Η μίμηση αυτή οφείλεται στην μίμηση της αρχαίας ιστοριογραφίας. (Hunger H., ό.π., σελ.276)  
[xx] (Χ.Δ., 52-53) «…με βλέμμα αυστηρό όμοιο με Τιτάνα…».
[xxi] (Χ.Δ., 36) «…μοίρασε πλούτη βαθιά και αρκετά για ηδονές…».
[xxii] (Χ.Δ., 43) «…για δώρο ένα ρόμβο…».
[xxiii] (Χ.Δ., 35) «…έκανε γυναίκα του μια από εκείνες τις ευγενείς που ήταν ξεπερασμένες και μαραμένες…».
[xxiv] δίστοιχο της εποχής «..Τώρα που κατέβηκες στα υψηλά, προσπάθησε ν’ ανέβεις στα χαμηλά…»
[xxv] Hunger H., ό.π., σελ.274              
[xxvi] Οι τα φαιά φορούντες περί ηθικής μιλούντες, …αυτοί που φαινοτυπικά πρεσβεύουν ιδέες, οι ξενιστές ιδεών.
[xxvii] Γίνεται ακόμη και αηδιαστική η περιγραφή του αφηγητή.
[xxviii] Mango C., ό.π., σελ.158
[xxix] Beck H. G.,  ό.π., σελ.19
[xxx] Runciman S.,  ό.π., σελ.270
[xxxi] Mango C., ό.π., σελ.280
[xxxii] Runciman S., ό.π., σελ.275
[xxxiii] Η αυτοκρατορική έκπτωση σφραγίσθηκε με την ήττα στο Ματζικέρτ το 1071 για τον Ψελλό και με την πτώση της πόλης στου Λατίνους το 1204 για τον Χωνιάτη.
[xxxiv] Η Χρονογραφία του Ψελλού αναπαράγει το κουτσομπολιό της αυτοκρατορικής αυλής.
[xxxv] 289-290C. Mango
[xxxvi] 285C. Mango
[xxxvii] Καρπόζηλος Α., ό.π., σελ.99-100
[xxxviii] Καρπόζηλος Α., ό.π., σελ.711
[xxxix] Τα εκφυλιστικά φαινόμενα θα συνεχισθούν ως την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 απ’ τους Λατίνους.
[xl] Beck H. G., ό.π., σελ.177

Δεν υπάρχουν σχόλια: