Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

ΕΛΠ 30 εργ.4η Στράτης Μυριβήλης Η ζωή εν τάφω, Σωτήρης Πατατζής «Ιχ...τέσσερα!» και «Ιχ...Σούμπλις!», Γ. Ρένος [Αποστολίδης] Πυραμίδα 67: Το βιβλίο του Εμφυλίου!


ΑΡΓΥΡΗΣ ΗΛΙΑΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
Πρόγραμμα Σπουδών:                        ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Θεματική Ενότητα:                 ΕΛΠ 30/ ΓPAMMATA II
NEOEΛΛHNIKH ΦIΛOΛOΓIA (19ος και 20ός αιώνας)
Ακαδημαϊκό Έτος:                  2009-2010
Συντονιστής:                            Αναπλ. Καθηγητής Ευριπίδης Γαραντούδης

Θέμα τέταρτης γραπτής εργασίας

Διαβάστε τα παρακάτω κείμενα από το Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων:

Α. Στράτης Μυριβήλης, Η ζωή εν τάφω (αποσπάσματα)
B. Σωτήρης Πατατζής, «Ιχ...τέσσερα!» και «Ιχ...Σούμπλις!» (απόσπασμα)
Γ. Ρένος [Αποστολίδης], Πυραμίδα 67: Το βιβλίο του Εμφυλίου (αποσπάσματα)

Και τα τρία κείμενα καταγράφουν μια μαρτυρία. Εξετάστε συγκριτικά πώς χειρίζεται τη μαρτυρία ο κάθε πεζογράφος, λαμβάνοντας υπόψη τα ιστορικά και γραμματολογικά συμφραζόμενα της εποχής κατά την οποία γράφονται και δημοσιεύονται τα συγκεκριμένα κείμενα.

Συμβουλευτείτε τις οικείες σελίδες από το Εγχειρίδιο Μελέτης και από τις γραμματολογίες των Λ. Πολίτη και R. Beaton, καθώς και τα αποσπάσματα από τις μελέτες του Απόστολου Σαχίνη, «Η σύγχρονη πεζογραφία μας: το μυθιστόρημα της εφηβικής ηλικίας, οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις, το πολεμικό μυθιστόρημα», και του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, «Ιστορία και ρεαλισμός στους πεζογράφους της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς», τις οποίες θα βρείτε στο Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων για τη Μελέτη της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.

Έκταση εργασίας: επτά σελίδες (περίπου 1800 λέξεις).
Ημερομηνία παράδοσης:  Δευτέρα, 3.5.2010.


Καλή επιτυχία!

ΟΔΗΓΙΕΣ
1. Τηρήστε πιστά τις οδηγίες που περιέχονται στις «Γενικές Οδηγίες για την Εκπόνηση Πανεπιστημιακών Εργασιών» (θα τις βρείτε στον σύνδεσμο http://class.eap.gr/elp30, πεδία «Εκπαίδευση» και «Χρήσιμο υλικό», ενότητα ΣΤ).
2. Αποφύγετε την παράφραση (= αναλυτική παράθεση του «νοήματος») των κειμένων και επικεντρωθείτε στα ζητούμενα της εργασίας.
3. Αποφύγετε την παρουσίαση της ζωής και του έργου κάθε λογοτέχνη και επικεντρωθείτε στα συγκεκριμένα κείμενα.
4. Ο σχολιασμός σας θα πρέπει να τεκμηριώνεται με αναφορές σε συγκεκριμένα αποσπάσματα ή στοιχεία των κειμένων.









ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ


ΕΙΣΑΓΩΓΗ                                                                                                                ΣΕΛ. 3

ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ                                                                                                         ΣΕΛ. 3

                  Ο χειρισμός της μαρτυρίας του κάθε πεζογράφου, λαμβάνοντας υπόψη τα ιστορικά και γραμματολογικά συμφραζόμενα της εποχής κατά την οποία γράφονται και δημοσιεύονται τα συγκεκριμένα κείμενα.



A.           Ο χειρισμός της μαρτυρίας του Στρατή Μυριβήλη,
          στα αποσπάσματα του Η ζωή εν τάφω:                                                             ΣΕΛ. 3

Β.      Ο χειρισμός της μαρτυρίας του Σωτήρη Πατατζή,
          στα αποσπάσματα «Ιχ...τέσσερα!» και «Ιχ...Σούμπλις!»:                                 ΣΕΛ. 6

Γ.      Ο χειρισμός της μαρτυρίας του Γ. Ρένος [Αποστολίδη],
          στα αποσπάσματα Πυραμίδα 67: Το βιβλίο του Εμφυλίου:                                ΣΕΛ. 7






ΕΠΙΛΟΓΟΣ                                                                                                                ΣΕΛ. 10

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ                                                                                                       ΣΕΛ. 11






ΕΙΣΑΓΩΓΗ                                                                                                     
Η εργασία είναι μια μελέτη σε αποσπάσματα μαρτυρίας από τα μυθιστορήματα Η ζωή εν τάφω του Στρατή Μυριβήλη, «Ιχ...τέσσερα!» και «Ιχ...Σούμπλις!» του Σωτήρη Πατατζή και  Πυραμίδα 67: Το βιβλίο του Εμφυλίου του Ρένου Αποστολίδη, σε τρεις ενότητες. Σε κάθε ενότητα θα διερευνηθεί συγκριτικά πώς χειρίζεται τη μαρτυρία ο κάθε πεζογράφος, λαμβάνοντας υπόψη τα ιστορικά και γραμματολογικά συμφραζόμενα της εποχής κατά την οποία γράφονται και δημοσιεύονται τα συγκεκριμένα κείμενα.
Επίσης θα ληφθούν υπόψη το Εγχειρίδιο Μελέτης, οι γραμματολογίες των Λ. Πολίτη και R. Beaton και τα σχετικά αποσπάσματα των μελετών του Απόστολου Σαχίνη, «Η σύγχρονη πεζογραφία μας: το μυθιστόρημα της εφηβικής ηλικίας, οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις, το πολεμικό μυθιστόρημα» και του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, «Ιστορία και ρεαλισμός στους πεζογράφους της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς».
ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ                                                                                          
A.    Ο χειρισμός της μαρτυρίας του Στρατή Μυριβήλη, στα αποσπάσματα του Η ζωή εν τάφω:
Η γενιά του 30 που ανήκει ο Μυριβήλης ήρθε να καλύψει την αισθητική απόσταση ανάμεσα στις προσδοκίες του κοινού και το λογοτεχνικό έργο. Σε ρήξη με την παράδοση απορρίπτει την ηθογραφία και προχωρά τον ρεαλισμό πέρα απ’ την επιφανειακή πραγματικότητα, στην εσωτερικότητα ανθρώπων και τοπίων με τεκμηρίωση μίας νέας συνείδησης.[i] Ο Μυριβήλης, πρωτεργάτης του δόγματος του Αιγαίου,[ii] ανήκει στην αιολική σχολή με ελληνοκεντρική τάση, όπου οι επιρροές των δυτικών προτύπων είναι βαθειά αφομιώσιμες και δηλώνουν την ελληνικότητά τους. Ως συγγραφέας του μεσοπολέμου και πεζογράφος αντιπολεμικής μαρτυρίας, βιώνει την κατάρρευση της μεγάλης ιδέας και την τραυματική εμπειρία των Βαλκανικών πολέμων.[iii]
Η δημοτική γλώσσα πλούσια σε αποχρώσεις συγκινεί βαθιά με ρίζες απ’ την ελληνική ζωή και το λαικό στοιχείο. Αντλεί απ’ τον Καρκαβίτσα τον εξεζητημένο πληθωρικό δημοτικισμό και την επαναστατική ματιά.[iv] Έχει πάθος και ένταση στα συναισθήματα, λείπει όμως η κάθαρση στο λόγο του και ενώ το κύμα φουσκώνει δεν σπάει ποτέ στα βράχια. Το κείμενο έχει έλλειψη απρόσωπων ρηματικών μορφών που σχετίζονται με τις ανθρώπινες πράξεις.[v] Η ελληνική φύση και ο λαϊκός λόγος πνευματοποιούνται ως άυλες και αφηρημένες δυνάμεις,  μιας  άρρηκτης συνέχειας της ελληνικότητας απ’ την αρχαιότητα. Το ύφος του ταράζει τα λιμνάζοντα ύδατα της ατάραχης κοινωνίας.
Η ζωή εν τάφω απέχει απ’ τον κατ’ εξοχήν ορισμό του μυθιστορήματος και είναι από τ’ αξιολογότερα έργα της αντιπολεμικής νοοτροπίας.[vi] Τα 3 αποσπάσματα δε δένονται οργανικά μεταξύ τους, αλλά ενοποιούνται αισθητά με το μοναδικό αφηγητή και την πλοκή. Η μαρτυρία των γεγονότων σε α’ πρόσωπο με τη χρονική σειρά που συμβαίνουν, συμβάλλει στην πιστοποίηση της αυθεντικότητας και ισχυροποιεί το άλλοθι αληθοφάνειας. Η διολίσθηση όμως σ’ ένα εσωτερικό μονόλογο με μια απρόσωπη αφήγηση σε γ’ πρόσωπο μειώνει την υπόσταση του αφηγητή,[vii] αλλά υπογραμμίζει την εσωτερικότητα του προσώπου, ως αφηγηματικός τρόπος ελεύθερων συνειρμών πριν γίνει διατυπωμένος λόγος. Η μορφική αρτιότητα πηγάζει απ’ την επεξεργασία, την έκφραση και την αισθητική,[viii] ενώ η εξαίρετη αφηγηματική τεχνική δίνει ένα κοχλασμό πάθους για τον αφηγητή,[ix] που οφείλεται στα πολλά πρόσωπα και στα περιστατικά με εικόνες και τόνους ρεαλισμού και λυρισμού.
Οι μαρτυρίες είναι συνδυασμός παραστατικού και ωμού ρεαλισμού με λυρική φόρτιση, σ’ ένα ανθρωπισμό διαβρωτικής σαρκαστικής διάθεσης.[x] Ο λυρισμός με έντονα συναισθήματα και ιδεολογία, αμβλύνει το ρεαλιστικό πλαίσιο με οξύτητα και ενάργεια, καταγγέλλοντας τον πόλεμο και το πατριωτικό ιδεολόγημα και εν μέρει γίνεται υπερφίαλος.[xi] Η κυριαρχία της μνήμης ως αναπαράσταση βιωμένης εμπειρίας με αυτοβιογραφικές αφηγηματικές μορφές, απέχει απ’ τις σύνθετες δομές που φιλοδοξεί η γενιά του 30. Οι λεπτομέρειες εντείνουν την αληθοφάνεια στην ακεραιότητα των χαρακτήρων και προσδίδουν στο ρεαλισμό ζωντανή έκφραση των αισθητών μορφών, με παραστάσεις φρίκης νατουραλιστικής καταγωγής και λυρικής φυσιολατρίας. Ο συμβολισμός της ζωής, διεκδικεί τα δικαιώματα μιας νεότητας μη θυσιασμένης.[xii]
Η τεταμένη ατμόσφαιρα ιώβειας υπομονής ενός υπόγειου πολέμου χαρακωμάτων αμφισβητεί τον επικό και ηρωικό χαρακτήρα του, ενώ μαρτυρεί την τραγικότητα του ατόμου και της μοίρας, με κριτήριο τις ανθρώπινες αξίες και την αγάπη για ζωή. Ο αφηγητής μπροστά στα όρια της δοκιμασίας απαξιώνει το ατομικό πνεύμα και το έθνος, ως προς την αξία της ανθρώπινης ζωής. Η σωματική διάβρωση λόγω των άθλιων συνθηκών ραγίζει τις σκέψεις του και τα συναισθήματά του. Γίνεται υλιστής και ηδονιστής για το σώμα και το δικαίωμά του να ζήσει και να φιλοξενήσει ευτυχισμένο πνεύμα και ψυχή.[xiii] Με ύφος λαϊκό, στο τέλος είναι βαθιά αντιήρωας και το θέμα γίνεται πυκνό και παραστολισμένο με υπερβολικά σαρκαστικές σχεδόν ζωγραφικές ερμηνείες «...το κεφάλι του ξεγδάρθηκε σέρνοντας...» (Η Ζωή, 524). Ο αφηγητής ως ξενιστής πολεμικών ιδεών εκθέτει την σχηματική προσωπικότητα του ήρωα, αλλά η επιφανειακή ακρίβεια υπονοεί μετωνυμικά την εσωτερική του δύναμη και την αισθητική επεξεργασία της μορφής.
Το αμπρί της αποκτήνωσης βρίσκει την τέλεια αντίθεση με φόντο το κύμα  ομορφιάς της φύσης, αλλά ακροβατεί σε χαρακτηρισμούς για το καλό και το κακό.[xiv] Μία διαβρωτική σαρκαστική διάθεση διαπερνά την επιφάνεια των πραγμάτων του βορειοελλαδίτικου κάμπου που παρουσιάζεται ως σκληρός και ανυπόφορος, μέσω των εικόνων έντονης ιμπρεσιονιστικής απόδοσης και λαϊκής αίσθησης απ’ τη Λέσβο, στον απόηχο μιας παρηκμασμένης ηθογραφίας.[xv] Η θάλασσα με μια λυρική και ποιητική ελευθερία, ως πηγή αρχέγονης συνείδησης της ύπαρξης του ελληνισμού, προσφέρει ένα διονυσιασμό, εντείνοντας το αέναο παιχνίδι με την αξία της ζωής. Προσδίδει στοιχεία ενότητας ως υπεραξία μαρτυρίας για κάθε στοιχείο της φύσης που δρα καταλυτικά στην ομάδα «...κύμα της ζωής...» (Η Ζωή, 530)[xvi] όπως το εθνικό φαγητό.[xvii] Η ρεαλιστική μετωνυμική ταύτιση του Λεσβιακού τοπίου-συντοπιτών του έναντι των καμπίσιων, εξυπηρετεί τον συμβολισμό της αξίας των συντοπιτών του και του Αιγαίου ως τόπο των θεών.[xviii] Σ’ ένα φόντο ζωής με λυρική σχεδόν ευδαιμονική αίσθηση, η μαρτυρία του ξεσπά εναντίον της κοινωνικά υιοθετημένης μιλιταριστικής πολιτικής και του πολέμου ως εμπειρία ανυπέρβλητη, ο χρόνος όμως θα φέρει κάτι χειρότερο, έναν εμφύλιο.[xix] Απαξιώνει το κράτος όπου η πλειοψηφία των πρωταγωνιστών της πολιτικής ασπάζεται αυταρχικές αντιλήψεις, ακόμη και όταν επικαλείται δημοκρατικά ιδεολογήματα ενώ συνθλίβει τους πιστούς της ιδεολογίας «...οι αγνοί κακούργοι της κάθε ιδεολογίας...» (Η Ζωή, 524).  
Σε πλήρη εξαθλίωση υποφέρει την μιζέρια του πόνου (Η Ζωή, 520)[xx] και με την σκέψη του υφαίνει περίτεχνα ένα αδιέξοδο.[xxi] Ο αφηγητής ομολογεί με το πέρασμα των πουλιών της νιότης των 22 ετών ότι το πνεύμα δεν υπηρετεί πλέον το σώμα.[xxii] Ο πλατύς ανθρωπισμός του είναι στον πόθο του για τη ζωή και στην αγάπη για τον συμπολεμιστή. Οδηγείται στον ύμνο της μνήμης μ’ ένα νατουραλιστικό τέλος σε ακύματη λίμνη, μια υπόγεια διάβαση ζωής, για έναν ανθρωπιστή που του αξίζει να τη ζει και να υμνεί την αξία της (Η Ζωή, 528).[xxiii] Μέσω της μνήμης ο αφηγητής παρεκκλίνει μετωνυμικά απ’ τα μυθιστορηματικά πρόσωπα και την πλοκή, στον τόπο του, όπου με συνεκδοχικές λεπτομέρειες απαξιώνει τη δράση του πολέμου και του εθνικισμού στο βωμό του ανθρωπισμού. Ειρωνεύεται την εξέλιξη της ζωής ως κατάληξη στα «...προγούλια… …της Φιλοπτώχου»...» (Η Ζωή, 529) και μπροστά της αισθάνεται δυνατός σαρκάζοντάς την με «...ένα γέλιο ολόκαρδο...» (Η Ζωή, 529-530).
Ο αφηγητής με ελεύθερη κρίση και αγάπη για τη ζωή αντιμετωπίζει την κοινωνία ατομοκεντρικά. Είναι βαθειά ρεαλιστής και αντιιδεαλιστής ως προς τα ιδανικά και τους ήρωες και μαρτυρεί την θετική αντίληψη για τη ζωή. Δίνει ένα αντιηρωικό μήνυμα, μακριά απ’ τις προσδοκίες μιας κοινωνίας και πάνω απ’ τις μιμήσεις των εθνικισμών.[xxiv] Οι ανθρωπιστικές αξίες όμως υπάρχουν σε ατελή μορφή συγκριτικά με την φύση και το παλιό ηθογραφικό μοτίβο. Σέβεται τις αντίθετες θέσεις του λοχαγού του που υπηρετεί τον πόλεμο, έστω και με την ειρωνεία της αλλαγής που περικλείει το πέρασμα του χρόνου.
Με ανθρωπιστική διάθεση μαρτυρεί μια κατάσταση άκρως αρνητική για τον άνθρωπο, δημιουργώντας έναν ύμνο στην πνευματική ελευθερία. Με μαγνητικά δίπολα διευρύνει το φάσμα ανάμεσα σε εθνικισμό-ελληνολατρία έλξη-απώθηση, επιδοκιμασία-αποδοκιμασία, εξύμνηση-καταδίκη και πόλεμο-ζωή, σ’ ένα περιβάλλον διανοητικής μέθεξης που δραματοποιεί την αξία της ζωής μέσω της φρίκης του πολέμου. Ενώ η βουβή μονοτονία παραπέμπει μεταφορικά στη φθίνουσα μελαγχολική ζωή των ηρώων, ο παλμός της φύσης που δονεί τον αφηγητή, διαλαλεί την ανυπολόγιστη αξία της ζωής και συντονίζει μια μετουσίωση ανθρωπισμού.[xxv] Εν κατακλείδι όμως μαρτυρεί ότι είναι μάταιο να φυτεύεις συνείδηση σ’ ανθρώπινο δόλωμα (Η Ζωή, 534).[xxvi]
Β.               Ο χειρισμός της μαρτυρίας του Σωτήρη Πατατζή, στα αποσπάσματα «Ιχ...τέσσερα!» και «Ιχ...Σούμπλις!»:                      
Ο Σωτήρης Πατατζής ως μεταπολεμικός συγγραφέας, υπογραμμίζει τον ηρωισμό των ανθρώπων της κατοχής μαρτυρώντας το δράμα τους, με ολοκληρωμένους χαρακτήρες και ακρίβεια στις λεπτομέρειες. Επιχειρεί να λυτρωθεί απ’ την ανοχή της μεσοπολεμικής πεζογραφίας στα φασιστικά καθεστώτα και απ’ τους δεσμούς με την προηγούμενη αφηγηματική και ηθογραφική παράδοση, με βασικό χαρακτηριστικό την έντονη πολιτικοποίηση, ακολουθώντας έστω και με διαφορά φάσης την ανανέωση της Δύσης. Σύμφωνα με τα ιστορικά και γραμματολογικά συμφραζόμενα της εποχής κατά την οποία γράφεται και δημοσιεύεται το συγκεκριμένο διήγημα, η μεταπολεμική πεζογραφία γίνεται φορέας ιδεολογιών και κοινωνικού προβληματισμού αναθεωρώντας τις πνευματικές αξίες.
Η γλώσσα του αντλεί από την δημοτική παράδοση και από διάφορες κοινωνικές ποικιλίες της, όπως τη λαϊκή και τη φιλολογική (Φυσικός).  Η γραφή περιεκτική και λιτή ξεκινά από υπαινικτική, γίνεται ειρωνική, για να σαρκάσει στο τέλος το πολεμικό κλίμα, με μια εσωτερική δύναμη που δεν υπήρχε πριν στην ομάδα.
Η αφήγηση περιέχει στοιχεία εσωτερικού μονολόγου για να εκθέσει την εσωτερική ζωή και τις ψυχικές διεργασίες των ηρώων. Χρησιμοποιεί έναν τρόπο ελεύθερης ροής των συνειρμών πριν γίνουν διατυπωμένος πλάγιος λόγος σε γ’ πρόσωπο. Η απόσταση των προσώπων είναι μικρή, σχεδόν ακουμπιώνται, μεταφέροντας ένα ρεύμα αυτεπαγωγής λίγο πριν το τέλος, όταν ανατριχιάζει το κορμί με το φως της πόρτας που ανοίγει προς τον θάνατο. Ο ρεαλισμός με την πολυπρόσωπη αφήγηση και τον εξπρεσιονισμό ωθεί την έξαρση στην ψυχολογική διάπλαση των πρωταγωνιστών και τη ροή συνείδησης σ’ έναν υπόγειο νατουραλισμό, δίνοντας στην κατοχή διαστάσεις επίγειας κόλασης, που κανείς δεν ξεφεύγει.[xxvii] Η κατοχική εμπειρία σταδιακά αφυπνίζει τους ήρωες, που συνειδητοποιούν το σκληρό πρόσωπο τόσο του κατακτητή όσο κυρίως το δικό τους.[xxviii] Μέσω του ψυχολογικού ρεαλισμού εκθέτει και πυροβολεί την ελευθερία της καθημερινότητας, ενός ανύπαρκτου ανθρωπισμού σε σχέση με αυτόν που σταδιακά ανθεί εντός της φυλακής.
Ο Σκελετός στην αρχή «...κλέει γοερά...» (Ιχ…, 664) και φωνάζει τ’ όνομα της αγαπημένης του Μαρίνας, μοιρολογώντας τον εαυτό του, και τους Έλληνες προδότες.[xxix] Σκιαγραφεί τον ήρωα με μια πρωτογενή αθωότητα, αδιάβρωτη, ατόφια, σχεδόν πρωτόγονη. Με οδηγό την αυτογνωσία ξεκινά να κλείνει ένα ένα τα όνειρα του παρελθόντος (Ιχ…, 672),[xxx] λίγο πριν ξαναρίξουν τα ζάρια «...το τέσσερα και το πέντε...» (Ιχ…, 673). «...Εμείς οι ζωντανοί αυτοί οι νεκροί...» (Ιχ…, 673) σκέφτηκαν όλοι, μα ο Σκελετός παίρνει τη θέση του Βοριά «...Ίχ, σινιόρε, τέσσερα, κουάτρο ίχ...» (Ιχ…, 674), κάνει τη σκέψη του πράξη και μπαίνει στο όνειρο της αυτοθυσίας, για τον πιο άξιο της ομάδας. Και όμως ο αφηγητής-συγγραφέας δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι αυτή την υπέρβαση θα την ξεπεράσει η πραγματικότητα «...Ίχ Σούμπλις...» (Ιχ…, 676).[xxxi]
Η σύγχρονη ρεαλιστική καταγραφή μιας οδυνηρής μαρτυρίας μέσα απ’ την ωρίμανση και την αυτοσυνείδηση του πλήθους, χωρίς ρομαντικές φιλολαϊκές διαθέσεις, σταδιακά αναδίδει τους ήρωες Σκελετό και Βοριά. Η θυσία ως δραματικό ανθρώπινο στοιχείο και στερεότυπο μίμησης δίνει νόημα και απαλύνει τον πόνο της γερμανικής κατοχής, οδηγώντας στην κορύφωση της πλοκής. Εκθέτει το κοινωνικό πρότυπο του δασκάλου ως τίτλος χωρίς περιεχόμενο «...αδιάβαστος μαθητής...» (Ιχ…, 668) και αναγνωρίζει ότι αυτό ανήκει στον Βοριά, που στην αρχή σκιαγραφείται ως μωρός[xxxii] αλλά στην συνέχεια κερδίζει την αγάπη  των υπολοίπων ως “μάνα” τους.[xxxiii] O φόβος του θανάτου μορφοποιείται μέσω της ανατριχίλας της θάλασσας,[xxxiv] κανείς δεν μπορεί «...να εμποδίσει την αυγή νά ρθει...» (Ιχ…, 666), ενώ δεικτικά η άγνοια συντελεί στην παραμονή της ευτυχίας που ένοιωθαν.[xxxv]  Και όμως οι ψυχές τους γίνονται πιο δεκτικές, έστω και για τα χνάρια που θ’ αφήσουν στις γενιές που έρχονται.[xxxvi]
Ο διαλεκτικός συνδυασμός αντιθέσεων και αμφισημίας εστιάζει στο ήθος και στην έννοια της σύνθεσης και της σύγκλισης της ομάδας των ηρώων στη λύτρωση. Μέσα απ’ την αυταπάρνηση και την αυτοθυσία του Σκελετού, προβάλλει το ατόφιο της ανθρώπινης καλοσύνης και μπολιάζει το πλήθος με ανθρωπισμό. Οι άνθρωποι προχωράνε μπροστά με άξονα το ιδεατό και τις διαχρονικές αξίες, πέρα απ’ την ατομική ύπαρξη[xxxvii] με την αυτογνωσία ως καταλύτη αυτής της πορείας.[xxxviii] Μέσα σε αυτή την κόλαση η καρδιά βρίσκει το χώρο να μεγαλώσει και να εκθέσει ως τραγική ειρωνεία το πως γίνονται οι άνθρωποι στην καθημερινότητά τους όταν κάνουν τις επιθυμίες τους σκοπό της ζωής τους.[xxxix] Το «Ιχ…τέσσερα!» καταγγέλλει την ελεύθερη κοινωνία για έλλειψη αντανακλαστικών ανθρώπινης συνείδησης, βρίσκοντας ανθρωπιά σ’ ένα περιβάλλον θανάτου.
Γ.                Ο χειρισμός της μαρτυρίας του Γ. Ρένος [Αποστολίδη], στα αποσπάσματα Πυραμίδα 67: Το βιβλίο του Εμφυλίου:           
Ο Ρένος Αποστολίδης είναι νεότερος μεταπολεμικός συγγραφέας και  η Πυραμίδα ’67[xl] είναι μια προσωπική μαρτυρία απ’ τον εμφύλιο. Έχει ομαλά εξελισσόμενη πλοκή σ’ ένα έντονα αλληγορικό αλλά πολιτικά φορτισμένο χώρο, χωρίς λογοτεχνικούς χαρακτήρες. Η αφήγηση είναι σε α’ πρόσωπο με λόγο επιβλητικής αυτοπεποίθησης και ελεύθερη συνείδηση των συνειρμών πριν γίνουν γραπτός λόγος με εσωτερικό μονόλογο. Ο αφηγητής μιλά για τον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο με πειθώ και ψυχολογική αληθοφάνεια και καταρρίπτει τους πολεμικούς μηχανισμούς επιβολής των κομμάτων εξουσίας, αυξάνοντας δραματικά την πλοκή της δράσης με σκηνοθετικές περιγραφές.
Ο αφηγητής διακρίνεται για την ορμή του και τη μαχητικότητά του ως φορέας νεώτερων ιδεών, σε αντιδιαστολή ίσως και πολεμική προς τη γενιά του 30. Ο αφηγητής είναι έτοιμος να τους κάψει όλους, αλλά τους αφήνει εκεί, στην πρόζα, δίνοντάς χρόνο να εκτεθούν για να θρέψει και να ωριμάσει την συνείδηση του αναγνώστη. Εκθέτει την κομματική νομενκλατούρα μέσα απ’ τα σπλάχνα μιας πολεμικής ομάδας που ταξιδεύει χωρίς λόγο και αρπάζεται απ’ τις αφορμές ως λύση ομαδικής λύτρωσης, έτσι και αλλιώς η ελεύθερη βούληση έχει πάψει να κατοικεί σ’ αυτά τα περιφερόμενα είδωλα. Μια ομάδα ετερόφωτη με εικονική εσωτερική ζωή εκτελεί ξανά ένα νούμερο, ίσως το τελευταίο «...ίδιοι κι απόιδιοι... ...αυτοαπατημένοι... ...μασκαράδες...» (Πυραμίδα 67, 105).
Η γλώσσα του είναι είναι δημοτική και οικεία με στοχαστική διάθεση, ενάργεια σκέψης και ειρωνική ματιά. Είναι ελεύθερη από περίτεχνη λογοτεχνική επεξεργασία, με  απλή διατύπωση και ευχάριστη ανάγνωση. Ο τόνος του διδακτικός και κυνικός, εναλλάσσει την δραματική φρίκη του πολέμου με την κοινωνική κριτική που ωριμάζει υποσυνείδητα. Σ’ ένα εμφύλιο ώριμα νατουραλιστικό κυριαρχεί ο κοινωνικός ρεαλισμός που συμπάσχει με τους αντιήρωες του πολέμου. Δημιουργεί μια μετωνυμία του σήμερα, προβάλλοντας τις διαχρονικές ανθρώπινες αδυναμίες ένταξης σε κομματικά πλαίσια, ως σύγχρονο οικουμενικό πρόβλημα. Η εξπρεσιονιστική έξαρση στην ψυχολογική πρόζα των πρωταγωνιστών εντείνει την μαρτυρία ενός αντιπολεμικού χαρακτήρα με ρεαλιστικό τρόπο προς τον νατουραλισμό.[xli]
Volte-face στα γαλλικά σημαίνει μεταστροφή, ίσως υπονοεί την αλλαγή πορείας και την διαφορά φάσης για τον αφηγητή απ’ την θεωρία στην πράξη, απ’ την λόγια αίσθηση του εμφυλίου στο κατώφλι της κόλασης και της γνώσης. Ίσως η ελευθερία που ειρωνεύεται ο Πατατζής, οδήγησε στο μοιραίο εμφύλιο μέσα από μια πορεία “ωρίμανσης” που «...ο καθένας κοίταζε μόνο τη δικιά του βολή...» (Πυραμίδα 67, 100).
Μέσα από στιγμιαίες σκέψεις του αφηγητή ξεπροβάλλει η πρόζα της παρέλασης, από «...πλήθος, μάζα, με κοινή ψυχολογία!...» (Πυραμίδα 67, 103) χωρίς θέμα, χωρίς σκοπό μαρτυρούν ένα θεατρικό παιχνίδι ανώριμων ανδρών (Πυραμίδα 67, 103),[xlii] ως διάλλειμα ανάμεσα σε αλληλοσκοτωμούς. Μια επίδειξη ματαιοδοξίας, για ένα ξεπούλημα απάτης, ψευτιάς και φρούδων ελπίδων, για όσους τσιμπήσουν (Πυραμίδα 67, 103).[xliii] Δημιουργείται στον αναγνώστη εκνευρισμός και αδημονία για κάτι σημαντικό και η βροχή έρχεται καταλυτικά ως επανάληψη να δέσει την ακινησία.
Η αυτοκτονία είναι μια καλή λύση για όλους, έτσι όπως χρωματίζει τους ήρωες ο αφηγητής, αλλά στερούνται ελεύθερης βούλησης. Αποκλείεται όμως οι ήρωες να ήταν τόσο μονόχνοτα ζώα. Ίσως ο αφηγητής παρασύρεται απ’ την ένταση της μαρτυρίας του, όπου στην προσπάθεια για αληθοφάνεια θυσιάζει στο σκοτάδι κάθε τι έξω απ’ αυτό. Και όμως σίγουρα θα υπήρχε ένας όμορφος τόπος ή μια όμορφη γυναίκα (Πυραμίδα 67, 105).[xliv]
Η αυτοκαταστροφική πορεία του εμφυλίου ξεπερνούσε τ’ άκρα και «...η αποχτήνωση περνούσε κάθε όριο...» (Πυραμίδα 67, 102). «... Όλα! Ρέκαζε ο Σάλτας.. ...έξω και τ’ αρχίδια...» (Πυραμίδα 67, 105,106) προσφέροντας τον χλευασμό που χρειάζεται ν’ απαξιώσει κάθε μέλος της μάζας που υπακούει τυφλά χωρίς σκέψη. Τα κόμματα ως διαιρετικοί μηχανισμοί, με κίνητρο την επιδίωξη ιδιοτελούς κέρδους αδίστακτων αρχηγών ή πιστών οπαδών υπηρετούν σχέσεις πατρωνίας, που είναι εξ’ ορισμού προσωποπαγείς και ασυμβίβαστες με κάθε έννοια συλλογικού συμφέροντος αφού το «ατομικό κέρδος» είναι εγγενές χαρακτηριστικό τους.
Ο εμφύλιος τα σβήνει όλα, επίθετα, επιρρήματα, καταβολές, ζωές, δεν αξίζει για καμία κοινωνία, για καμία πατρίδα, για  καμία ιδέα. Και όμως η αντίσταση του αφηγητή να πολεμήσει ακόμη και για τη ζωή του, μορφοποιεί μία παιδεία αντίθετη σε κάθε ρεύμα και ανεξάρτητη της υποτελούς κοινωνικής συνείδησης. Αν και το όπλο της κριτικής δεν υποκαθιστά την κριτική των όπλων, ο αφηγητής με άσφαιρα εκτελεί την ανθρώπινη έκπτωση, ως αποτέλεσμα μαζικής αθλιότητας. Μία πικρή βιωματική ιστορία μεταστοιχειώνεται σ’ ένα καφκικό λαβύρινθο με ψυχανάλυση αλληγορικών προεκτάσεων, ως τεκμήριο αυθεντικότητας από ατόφιο ανεπεξέργαστο ύφος «εν θερμώ».[xlv]
Η Πυραμίδα 67 είναι μία μαρτυρία του εμφυλίου πολέμου χωρίς κομματική γραμμή αλλά με πολιτική διάθεση κριτικής διαμαρτυρίας που φτάνει ως τον καταλυτικό αναρχισμό.[xlvi] Εκθέτει τις πολιτικές σκευωρίες της εξουσίας ανεξαρτήτου χρώματος. Η εξουσία δεν κατέχεται αλλά ασκείται, είναι ένα αόρατο απορρυπαντικό λόγου με πολύχρωμα ηλεκτρόνια που ενώ δεν λευκαίνει εθίζει στη μόνιμη χρήση του, ειδικά σε μαζικές εκδηλώσεις, είτε λόγου είτε χειρότερα πολέμου. Ο αφηγητής είναι αντιρρησίας της υποτελούς κοινωνικής συνείδησης, ενός διαπλεκόμενου πλέγματος σχέσεων που διαποτίζει κάθε κοινωνική πράξη, με τον άνθρωπο ως παράγωγο αυτών να δυσκολεύεται να συντονιστεί σύμφωνα με τις αρχές του, οι οποίες σταδιακά εκφυλίζονται σ’ ένα πλαίσιο μνήμης και όχι ζωής.


ΕΠΙΛΟΓΟΣ                                                                                                  
Η αντίθεση πολέμου και ζωής δρα καταλυτικά στην συνειδητοποίηση της αξίας της ζωής του ανθρώπου, όσο η ζωή πλησιάζει στον θάνατο. Και τα τρία αποσπάσματα αναδεικνύουν τον ανθρωπισμό μέσα απ’ την ατομική και κοινωνική κρίση ως αδιέξοδα μιας κοινωνίας χρεωκοπημένης, αν όχι αθεράπευτα παραλυμένης.
Μετά το 1936 η πεζογραφία αναζήτησε νέους δρόμους για τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό μέσα απ’ την αξιοποίηση του λαϊκού πολιτισμού. Ο αντιμιλιταρισμός έχει αρχίσει να ξεθωριάζει, αλλά υπάρχουν ακόμη παράλληλες ρίζες του μπλεγμένες στα δεινά της κατοχής και του εμφυλίου. Είναι δύσκολο να ξεπερνά κανείς την υποκειμενική του αίσθηση, για να θεμελιώσει μια αξιόπιστη ερμηνεία της μαρτυρίας του, πόσο μάλλον όταν αυτή σχετίζεται με τον πόλεμο ως τραυματική εμπειρία ζωής. Η ζωή εν τάφω και η Πυραμίδα 67 με κριτικό λόγο και τρόπο κοινωνούν το αντιπολεμικό νόημα ως ουσιαστική πείρα ζωής και εκπλήσουν ευχάριστα τον αναγνώστη για το ανθρωποκεντρικό τους νόημα. Το «Ιχ...τέσσερα!» μαρτυρεί την ανάγκη των ανθρώπων να εκτιμήσουν τις αξίες στην καθημερινότητά τους και η Πυραμίδα 67 μαρτυρεί την διάσταση της απαξίας της ζωής που υπηρετεί το υπόγειο κομματικό κατεστημένο. Ο Ρένος ξιφουλκεί εναντίον μιας κοινωνικής συνομωσίας, με μία ποιητική και ανθρώπινη εγρήγορση.  Η ζωή του ανθρώπου δεν έχει κανένα νόημα όταν θυσιάζεται, έστω και με ανιδιοτέλεια για την ανέλιξη του συνόλου.

























ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ                                                                                         

·         Beaton R.,                        Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, Ποίηση και
Πεζογραφία, 1821-1992, μτφρ. Ε. Ζούργου – Μ. Σπανάκη, Εκδόσεις
Νεφέλη, Αθήνα 1996.
·         Culler J.,,            Λογοτεχνική θεωρία, μια συνοπτική εισαγωγή, μτφρ. Κ. Διαμαντάκου
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 20032.
·         Cummings E.E.,  33x3x33 Ποιήματα * Δοκίμια * Θραύσματα, Εκδόσεις Νεφέλη,
Αθήνα 2004.
·         Vitti M.,                Η γενιά του τριάντα, Εκδόσεις Ερμής,  Αθήνα 2006.
·         Αποστολίδης Ρ.,  Πυραμίδα 67: Το βιβλίο του Εμφυλίου, Εκδόσεις Εστία,
Αθήνα 20078.
·         Νάτσινα Αν.,        «Η μεταπολεμική πεζογραφία (1944-1974)» στο Γράμματα ΙΙ:
 Νεοελληνική Φιλολογία (19ος & 20ος αι.), τόμος Β, των Νάτσινα Αν.,
Βαρελά Λ., κ.α., εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 20082.
·         Πολίτη Λ.,            Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μ.Ι.Ε.Τ, Αθήνα 200716.
·         Πολυκανδριώτη Ο., «Η πεζογραφία της γενιάς του  ’30» στο Γράμματα ΙΙ:
Νεοελληνική Φιλολογία (19ος & 20ος αι.), τόμος Β, των Πολυκανδριώτη Ο., Βαρελά Λ. κ.α., εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 20082.
·         Σαχίνης Α.,          «Η σύγχρονη πεζογραφία μας: το μυθιστόρημα της εφηβικής
ηλικίας, οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις, το πολεμικό μυθιστόρημα» από
το Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων στο Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική
Φιλολογία (19ος & 20ος αι.), των Τ. Καγιαλή, Μ. Μπακογιάννη κ.α.,
εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 20082.
·         Τζιόβας Δ.,           Μετά την αισθητική, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 20032.
·         Χατζηβασιλείου Β., «Ιστορία και ρεαλισμός στους πεζογράφους της πρώτης
                                    μεταπολεμικής γενιάς» από το Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων στο
                                    Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος & 20ος αι.),
                                    των Χατζηβασιλείου Β., Μπακογιάννη Μ., κ.α., εκδ. Ε.Α.Π.,
                                    Πάτρα 20082.





[i] Πολυκανδριώτη Ο., ό.π., σελ.400
[ii] Vitti M., ό.π., σελ.148
[iii] Διακόπτει τις σπουδές του για εθελοντική συμμετοχή στους Βαλκανικούς πολέμους και εκεί τοποθετείται η κύρια δράση του μυθιστορήματος.
[iv] Vitti M., ό.π., σελ.245
[v] Αντίθετα απ’ το «...να διώξουμε πρώτα το Βασιλιά μ’ όλο το σκυλολόι των γερμανόφιλων..» (Η Ζωή, 524).
[vi] απαξιώνει τον πόλεμο με το ρήμα «...πίστευα...» (Η Ζωή, 523,524).
[vii] Σαχίνης Α., ό.π., σελ.444
[viii] Πολυκανδριώτη Ο., ό.π., σελ.406 και Σαχίνης Α., ό.π., σελ.577
[ix] Πολίτης Λ., ό.π., σελ.305,309
[x] Σαχίνης Α., ό.π., σελ.417,420
[xi] Πολυκανδριώτη Ο., ό.π., σελ.413
[xii] Σαχίνης Α., ό.π., σελ.573
[xiii] Σαχίνης Α., ό.π., σελ.574
[xiv] «Οι απλοί άνθρωποι, άνθρωποι που δεν υπάρχουν, προτιμούν πράγματα που δεν υπάρχουν, απλά πράγματα όπως το καλό και το κακό». (Cummings e.e., ό.π., σελ.123)
[xv] Στο βωμό της σύνθεσης του χώρου και των ανθρώπων του, σε αντιπαράθεση  με τις άλλες εθνικές παραδόσεις.
[xvi] Όπως το μονόγραμμα στο πουκάμισο (Η Ζωή, 532).
[xvii] (Η Ζωή,, 530) «...περίφημη φασολάδα...».
[xviii] Οι εικόνες της ομορφιάς λίγο πριν την δύση, οδηγούν σ’ ονειροπόληση της πατρίδας του «...ηλιοβασιλέματα Λεσβιακά...» σ’ αντίθεση με τον «...καμπίσιο κοσμάκη...» (Η Ζωή, 533). Ποθεί έστω και για μια στιγμή να φυτέψει στην φαντασία τους «...το όραμα μιας ακρογιαλιάς Λεσβιακής....» (Η Ζωή, 533) και λυπάται τους καμπίσιους που μπορεί να μην αντικρύσουν ποτέ θάλασσα ή ένα νησί του Αιγαίου. «...στας «Νήσους των Μακάρων»...» (Η Ζωή, 533).
[xix] Πολίτης Λ., ό.π., σελ.305
[xx] (Η Ζωή, 520) «...μου πρότεινε να με στείλει σε γιατρό τ’ αρνήθηκα...».
[xxi] (Η Ζωή, 521) «...Πιάνουμε...δίχως διέξοδο...».
[xxii] (Η Ζωή, 522) «...εγώ ο ανάξιος... ...τ’ αλύπητο πέρασμά τους...»
[xxiii] (Η Ζωή, 528) «...ας ήμουν το βλέφαρό σου... ...η μικρή σου τελεία...».
[xxiv] (Η Ζωή,524) «...ύστερα από λίγα χρόνια, ίσως άλλοι θα γελούν έτσι για τους δικούς μας σκοτωμούς...».
[xxv] (Η Ζωή,528) «...ποτές μου πρίν έμπω στο χαράκωμα δεν είχα υποψιαστεί την πραγματικήν αξία της ζωής... ...τώρα είμαι άξιος να σταθώ και να σε απολάψω Ζωή...».
[xxvi] (Η Ζωή, 534) «...ευτυχώς δεν τα κατάφερα... ...να τους δώσω μιά μικρή εντύπωση για τη θάλασσα...».
[xxvii] Χατζηβασιλείου Β., ό.π., σελ.679
[xxviii] Το άκαιρο συναίσθημα, εκθέτει και προϊδεάζει για τη μαύρη αλήθεια, «...το γέλιο του αντήχησε πένθιμα σα σε θολωτό τάφο...» (Ιχ…, 664).
[xxix] (Ιχ…,  667) «...ήταν έλληνες...».
[xxx] (Ιχ…, 672) «...δε θ’ ανοίξω μαγαζί... ...κάτι πέθανε εδώ μέσα».
[xxxi] Η λογική υπολείπεται της πραγματικότητας αποδεικνύει στο θεώρημα της μη πληρότητας ο K.Gödel(1930)
[xxxii] (Ιχ…,  665) «...θα πει είσαι αγράμματος...».
[xxxiii] (Ιχ…,  668) «...ο Βοριάς έγινε μάνα μας...».
[xxxiv] (Ιχ…,  666) «...όπως ανατριχιάζει η θάλασσα στη μπονάτσα σαν παίρνει να σηκώνεται ο γαρμπής...»
[xxxv] (Ιχ…,  667) «...είχαμε την ευτυχία της άγνοιας...».
[xxxvi] (Ιχ…,  670) «...Τ’ αχνάρια... ...δείχνουν τον δρόμο σε κείνους που έρχονται πίσω...».
[xxxvii] (Ιχ…,  671) «...Σιγά-σιγά έπαψαν να μας τυραννάνε εκείνα τα γερμένα κεφάλια των κραμασμένων. Μονάχα ο Σκελετός έμενε πάντοτε συλλογισμένος. Κοίταζε το Βοριά στα μάτια επόμονα σα νά’ θελε να χαράξει βαθιά στη μνήμη του τη μορφή του....».
[xxxviii] (Ιχ…, 671) «...η ζωή είναι σαν τα υφάσματα. Άλλα κοστίζουν πολύ και άλλα λίγο...».
[xxxix] (Ιχ…, 672) «...έκανα την επιθυμία της σκοπό της ζωής μου...».
[xl] Είναι γραμμένη πάνω σε κουτιά από τσιγάρα και χαρτάκια που κρατούσε ο στρατιώτης-συγγραφέας στο αμπέχωνό του. Χατζηβασιλείου Β., ό.π., σελ.678
[xli] Χατζηβασιλείου Β., ό.π., σελ.679
[xlii] (Πυραμίδα 67, 103)  «...τραγουδάνε όλοι μαζί... ίσως τους βλέπουν δυό-τρείς εκεί κακομοίρηδες...». Είναι προφανές ότι «...δεν  πίστευαν τίποτε απ’ όσα τραγουδούσαν...» (Πυραμίδα 67, 103).
[xliii] (Πυραμίδα 67, 103) «...αυτοί έφταναν ...».
[xliv] (Πυραμίδα 67, 105) «...τάχα μου «άντρες»!... ...προτιμότερές σας οι γυναίκες...».
[xlv] Νάτσινα Αν., ό.π., σελ.498
[xlvi] Πολίτης Λ., ό.π., σελ.352

Δεν υπάρχουν σχόλια: